Ο καλαντζής ένας περιφερόμενος επαγγελματίας που μέχρι το τέλος της δεκαετία του 60 ήταν πολύ γνώριμος και στα δικά μας τα χωριά . Στον Κόκκινο ερχόταν κάποιος από το Κροκύλειο ,Χρήστο αν θυμάμαι καλά ήταν το όνομα του. Έμενε καμιά τριανταριά μέρες και γάνωνε όλα τα χαλκώματα των χωριανών .
Κ Μ
Κ Μ
Το γάνωμα των χαλκωμάτων. Οι καλαντζήδες
Από το βιβλίο του Κώστα Λένη "Παραδοσιακά Επαγγέλματα" στα χωριά της Μουργκάνας.
Οι καλαντζήδες ξεκινούσαν κατά ομάδες την Άνοιξη, και επέστρεφαν πέρα του Άι Δημήτρη. Το μαρτυρικό ταξίδι τους άρχιζε από την Ήπειρο. Φορτωμένοι και πεινασμένοι έφθαναν μέχρι τη Θεσσαλία, διέσχιζαν τη Μακεδονία και όλη τη Στερεά και Πελοπόννησο.
Σύμφωνα με μαρτυρίες παλιών, οι πρώτοι καλαντζήδες εμφανίζονται γύρω στο 1910 στο Μπαμπούρι των Φιλιατών γι’ αυτό και ονομάστηκε «καλατζομάνα» άλλοι ωστόσο υποστηρίζουν ότι πρώτα εμφανίστηκαν στην Πόβλα ή σε κάποιο άλλο χωριό της Μουργκάνας.
Η διαδικασία καλαίσματος των σκευών γίνοταν με πολλούς τρόπους. Τα παλιά χρόνια όλοι οι καλαντζήδες σαν πρακτικοί που ήταν σοφίζονταν διάφορους τρόπους για το καλύτερο, και όταν είχε καλό αποτέλεσμα κρατούσαν κρυφό το μυστικο της δουλειά τους.
Πολλοί τρίβανε το χάλκωμα, πρώτα με τομάρι (δέρμα) χοντρό και μετά ρίχνανε μέσα άμμο και νερό και τα έτριβαν με μια συρματόβουρτσα να καθαρίσει καλά.
Στα μεγάλα σκεύη (καζάνια, ταψιά κλπ) για να φύγει η σκουριά έμπαινε με τα πόδια ο γανωτής και τ’ άσπριζε με τριμμένη στουρνανόπετρα και άμμο μαζί.
Άλλοι ζέσταιναν νερό σε ένα μεγάλο καζάνι με στάχτη μέσα και έβαζαν τα σκεύη να βράσουν για να μαλακώσουν τα χαλκώματα και να καθαρίσει πιο εύκολα η βρωμιά.
Άλλοι πάλι, για να καθαρίσουν ακόμα καλύτερα τα έτριβαν με καρβουνόσκονη, άμμο και λίγο νερό και το αποτέλεσμα τους δικαίωνε.
Αργότερα η διαδικασία καθαρισμού των χαλκωμάτων άρχισε να γίνεται και με άλλους τρόπους. Χρησιμοποιούσαν το σπίρτο (υδροχλωρικό οξύ) με το οποίο αλείφανε τις εσωτερικές επιφάνειες των χαλκωμάτων, και μετά τα έτριβαν με άμμο. Η διαδικασία αυτή ήταν λιγότερο κουραστική και περισσότερο αποτελεσματική.
Μετά τον καθαρισμό ζέσταιναν το σκεύος στη φωτιά και αμέσως έριχναν μέσα το νησατήρι (χλωριούχο αμμώνιο) για να λιώσει και να στρώσει καλύτερα το καλάι.
Μετά με ένα κομμάτι βαμβακερό ύφασμα άπλωναν το λιωμένο καλάι σε όλη την επιφάνεια του σκεύους και στη συνέχεια, για να παγώσει το καλάι γρήγορα του έριχναν νερό.
Στο τέλος με ένα καθαρό βαμβάκι το σκούπιζαν για να γυαλίσει, και αν διαπίστωναν ότι κάποιο σημείο έμεινε αγάνωτο το περνούσαν δεύτερο χέρι
.………………………………………..
Από το βιβλίο Μαθήματα Επιλογής Ανόργανης Χημείας για τη Β Λυκείου (Gutenberg 1979) Κ. Γεώργιζα Β. Καρώνη
Για τις χρήσεις του κασσίτερου ιδιαίτερη σημασία έχουν οι πιο κάτω ιδιότητες του: Στον αέρα μένει σχεδόν αμετάβλητος (ανοξείδωτος). Ο Sn καιτα κράματά του έχουν χαμηλό σημείο τήξεως. Είναι πολύ ελατός. Δεν είναι τοξικός
Χρησιμοποιείται
Για την επικάλυψη άλλων μετάλλων που τα προστατεύει από οξειδώσεις. Ο τενεκές (λευκοσίδηρος) είναι φύλλο σιδήρου επικασσιτερωμένα.
Για συγκολλητικά κράματα ( καλάι), κράματα τυπογραφικά ( ) και εύτηκτα κράματα.
Για μπρούτζους ( και για προσθήκες σε ορείχαλκους (
Για διάφορες άλλες χρήσεις σε αμαλγάματα για καθρέφτες ως σταθεροποιητής πολυμερών, σε φύλλα περιτυλίξεως κ.α.
Ο είναι το ακριβότερο από τα συνηθισμένα μέταλλα γι’ αυτό και συμφέρει η βιομηχανική παραλαβή του από παλαιούς τενεκέδες (κατεργασία με NaOH)
.........................................................................
Από το βιβλίο Παραδοσιακά Επαγγέλματα του Κώστα Φ. Λένη
Γράμμα του καλαντζόπουλου Κώστα Γιώρη στη μάνα του
(Καρπενήσι – Καλοκαίρι 1923)
Μανούλα μου γλυκιά σου φιλώ το χέρι με πόνο της καρδιάς μου.
Αφόντις έφυγα από το χωριό, μονάχα ένα γράμμα έλαβα. Ακόμα δεν μπόρεσα να το διαβάσω, γιατί άσε, που δεν αδειάζω από τη δουλειά, αλλά δεν μπορώ ούτε μια αράδα να βγάλω. Αυτό είναι ζεβλές και σκεδούκλια. (κακογραμμένο)
Την άλλη φορά να πεις του Γιάννη της Σωτήραινας, που τον έχω βλάμη και φουλέτσι (αδελφός, φίλος αγαπητός) να ΄ρθει να σου γράψει γράμμα ξάστερο. Και να του δίνεις να τρώει σκομαίδα και κάχτες.
Και πες του Γιάννη να πηγαίνει πέρα στην ιτιά και στου Μπαλή, να στήνει τις πλάκες μου και να πιάνει πουλιά. Και μην αφήσει το Γιωρή της Σοφιάς, γιατί με βάρεσε στο κεφάλι μ’ ένα λιθάρι.
Μανούλα, μη σκιάζεσαι τίποτας για μένα. Είμαι γερό και ψήλωσα, και του χρόνου θα με βάλει Μαχαλατζή, και όχι Γιαλακτζή, γιατί με βλέπει ξιουράφι. Μια μέρα με φώναξε «φωστήρα» και το άκουσαν όλοι στο μαγαζί.
Και είπε στο αφεντικό να μου βγάλει και μιστό δύο μήνες γληγορότερα.
Πε του Γιάννη, το γλωσσίδι της καμπάνας, αν δεν το βρήκανε τόχω κρυμμένο στο πεζούλι κοντά στο πουρνάρι.
Όταν έφυγα το Μάη απ’ αυτού, η τριανταφυλλιά στον κήπο είχε αμέτρητα μπουμπούκια. Γράψε μου αν άνοιξαν για να ξέρω.
Η καταβολάδα που την πήγες στην κουτσουπιά έπιασε;
Και να πεις του παππού Τσιάβου, όταν πάρω το μιστό μου θα του στείλω το κομπολόι, που του έταξα.
Αν έρθει κανά παιδί πέρα το χινόπωρο, να μου στείλεις μια σκομαίδα και μια αρμάθα σύκα περδικούλια. Τι άλλο να σου γράψω;
Σε φιλώ με πόνο της καρδιάς μου.
Εγώ το παιδί σου γράφω και καλιαντάμωση του χρόνου την Πασκαλιά.
Εγώ ο Κώστα Γιώρης.
Η σύστασή μου είναι αυτή (Ιωάννη Αρμάγο – έμπορο Καρπενήσι ---Για Κώστα Γιώρη και το παίρνω στα χέρια μου)
Η απάντηση της μάνας του
Παιδάκι μου Κώστα, καμάρι μου σου φιλώ τα μάτια με πόνο της καρδιάς μου.
Κωστάκη μου, καρδούλα μου, αφάντις έφυγες για τη μαυροξενητιά, που να σκάσω γω, σε νειριάζομαι, που να με φαν τα φίδια. Και κατόπι δεν με κολλάει ο ύπνος τη μαύρη. Συλλογίζομαι το ένα και το άλλο. Μη μου παθεις τίποτα. Μη μου κρυγιώσεις βλαστάρι μου, μη σε πιάσει η θερμασιά, μανούσι μου γραμμένο.
Μου γράφεις που δεν μπόρεσες να διαβάσεις, ούτε μια αράδα από το γράμμα μου και πολύ στενοχωρήθηκα. Ήτανε το παιδί της Ζήσαινας. Το ‘δα που βιάζονταν το σκασμένο. Μήνα δεν τώδωκα κι σκομαίδα και κάχτες;
Ο Γιάννης της Σωτήραινας ο βλάμης σου μου γράφει σήμερα και του είπα να στήνει τις πλάκες σου στην Ιτιά και στου Μπαλή, όπως μου το γράφεις.
Τον Γιώρη της Σοφιάς πους σε βάρεσε, δεν τον αφήνει να πάει τσεκεί, και τον φοβέρισε.
Μου γράφεις πως ψήλωσες, και ίδρωσε το μουστάκι σου. Απέδω και πέρα, λεβέντη μου, όλο θα ψηλώνεις, κι όλο θα αυξάνεις και θα πλαταίνεις, ώσπου να σου βρω μια όμορφη και άξια κοπέλα, για νάχω κι εγώ η μαύρη ψια τρίμμα νύφη, και να ‘δω αγγόνια στη σαρμανίτσα και στην αγκαλιά μου.
Μου γράφεις καμάρι μου, πως ο μάστορας σε παινεύει και σου λέει ξιουράφι και φωστήρα. Μήνα δεν είσαι, και ξιουράφι και σαίνι και φωστήρας. Ας είναι καλά που δεν αλησμόνησε τον μακαρίτη τον πατέρα σου, που τον έκανε μάστορα! Μη του λες τίποτας.
Για το γλωσσίδι της καμπάνας μη χολιάζεις. Το βρήκε ο Γιάννης την ίδια μέρα.
Μούγραψες για την τριανταφυλλιά. Όλα ανοίξανε κι ακόμα ανοίγουνε. Σου διπλώνω στο γράμμα πεντέξι φύλλα να τα μυριστείς.
Για την καταβολάδα, που μου γράφεις κόλλησε κιόλας στην κουτσουπιά γιομάτη σταφύλια, σαν τα παιδάκια μεγάλα.
Για το κομπολόι του παππού σου μην έχεις έγνοια. Έφτιαξε μοναχός του με τις μπουσιουλίγκες (αγριοβέλανα) του τσέρου (ένα από τα πέντε είδη βελανιδιάς)
Διάλεξε τις μικρότερες, τις τρύπησε με πρόκα και τις αρμάθιασε στο ράμμα.
Μεθαύριο που θάρθει ο Μιχάλης της Γληγόραινας θα σου στείλω και σκομαίδα και αρμάθα με μαραγκούλες από τη συκιά τη περδικούλα.
Πέρα το χινόπωρο, που θ’ αδειάσω, θα σου πλέξω φανέλλες και τσουράπια. Να τάχεις του χειμώνα.
Να κους τον μάστορά σου και μη του γυρίζεις λόγο, όσο να γένεις και συ μάστουρας. Κι’ απέκει και πέρα έχει ο Θεός.
Εγώ η μάνα σου γράφω και σου φιλώ τα μάτια και περιμένω γράμμα σου γλήγορα.
Πόβλα – 29 Αυγούστου 1923
(Κι από μένα τον Γιάννη έχεις χαιρετήματα πολλά. Μη σε μέλει τίποτα. Όσο είμαι στην Πόβλα, θα γράφω εγώ της μάνας σου. Άμα πάω στα ξένα τι να σου κάμω εγώ;
Εγώ ο βλάμης σου ο Γιάννης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου