Κυριακή 2 Νοεμβρίου 2025

Η μάνα του Μακρυγιάννη

 


Η μάνα του Μακρυγιάννη

Η κοιλάδα απλωνόταν πλατιά, σαν μια ανοιχτή αγκαλιά που χωρούσε ζωές, αγώνες και αναμνήσεις αιώνων. Στο κέντρο της κυλούσε ο Μόρνος, αδερφωμένος με τα μικρότερα ποταμάκια και ρέματα, ποτίζοντας τα χωράφια της κοιλάδας, χαρίζοντας δροσιά στα πλατάνια και ζωή στα χωριά που είχαν απλωθεί στις όχθες του. Εκκλησίες παλιές, με καμπαναριά που ξυπνούσαν το χάραμα τον κάμπο, πέτρινες γέφυρες που ένωναν τις δύο πλευρές, αγροτόσπιτα ταπεινά, μ’ έναν καπνό να ανεβαίνει κάθε δειλινό από τα λίγα αγροτόσπιτο διασκορπισμένα εδώ και εκεί..

Εκεί, λένε, υπήρχε και μια αρχαία πόλη των Αιτωλών∙ τα ερείπιά της μαρτυρούσαν την περασμένη δόξα, τα χορταριασμένα τείχη ψιθύριζαν ιστορίες πολέμων και θυσιών. Το τοπίο ήταν ένα μωσαϊκό μνήμης: τα σπαρτά που κιτρίνιζαν τον Ιούλιο, τα καλαμπόκια και τα σιτάρια στις αποθήκες, οι φωνές των παιδιών στο ποτάμι το καλοκαίρι. Ένα ολόκληρο οικοσύστημα, δεμένο με τον χρόνο, σμιλεμένο από γενιές.


Μα η κοιλάδα κουβαλούσε και μνήμες αγώνων. Κάτω από τις σκιές της, στεκόταν κάποτε η πέτρινη ενετική γέφυρα∙ κι εκεί, που η μάνα του μικρού Μακρυγιάννη, μαζί με άλλους καταδιωκόμενους από τους Τούρκους, έπρεπε να την περάσει. Το μωρό έκλαιγε και οι φύλακες μπορούσαν να τους συλλάβουν. Κάποιοι την προέτρεψαν να το εγκαταλείψει για να σωθεί. Μα εκείνη δεν το δέχτηκε∙ κρύφτηκε μονάχη ώσπου το κλάμα κόπασε, κι ύστερα πέρασε τη γέφυρα με το παιδί στην αγκαλιά. Εκείνο το παιδί θα γινόταν αργότερα ο στρατηγός Μ...

Ώσπου ήρθαν οι μηχανές. Το νερό, που άλλοτε έτρεφε, αποφασίστηκε να γίνει δεξαμενή για μια πόλη μακρινή. Σιγά σιγά, η κοιλάδα χάθηκε κάτω από τον υδάτινο όγκο της λίμνης. Τα σπίτια πνίγηκαν, οι εκκλησίες σιώπησαν, οι γέφυρες – ακόμη και η ενετική – βυθίστηκαν. Το μόνο που έμεινε είναι οι μνήμες των ανθρώπων που έζησαν εκεί∙ μνήμες που, όπως τα φύλλα του φθινοπώρου, γυρνούν ξανά κάθε φορά που κάποιος θυμάται ή αφηγείται.


Κι έτσι η κοιλάδα ζει ακόμη∙ όχι πια στο φως του ήλιου, μα στη μνήμη όσων τη γνώρισαν. Εκεί, κάτω από τον καθρέφτη της λίμνης, κρύβεται ένας κόσμος που δεν υπάρχει πια – κι όμως, συνεχίζει να αναπνέει μέσα από τις ιστορίες.