Η ομπρέλα, το μουλάρι και η κοιλάδα που δεν ξεχάστηκε (διήγημα)
Ένα κοριτσόπουλο της πόλης ανέβαινε για πρώτη φορά στην ορεινή Δωρίδα, κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’60. Φορούσε λευκό φόρεμα που δεν ταίριαζε καθόλου με τα χώματα του μονοπατιού και κρατούσε μια τεράστια μαύρη ομπρέλα για να προστατευτεί από τον ήλιο. Σκαρφαλωμένη πάνω σε έναν υπομονετικό μουλάρι , ένιωθε πως έμπαινε σε έναν κόσμο άλλον, σαν να άνοιγε μια πόρτα που δεν ήξερε καν ότι υπήρχε.
Δίπλα της περπατούσε μια γυναίκα του χωριού, που σύντομα θα γινόταν η μέλλουσα πεθερά της. Με σφιχτό μαντήλι, χέρια δυνατά και μάτια που έδειχναν ότι ήξεραν από καλοκαίρια, χειμώνες και αγώνες. Δεν μιλούσε πολύ· μόνο χαμογελούσε κάθε φορά που το κορίτσι προσπαθούσε να κρατήσει ισορροπία πάνω στο ζωντανό «κάθισμα» που τραμπαλιζόταν.
Το κορίτσι έβλεπε γύρω του τοπίο άγριο, σχεδόν τρομακτικό στην αρχή: πέτρες, αστάθμητα κατηφορικά, ξερολιθιές, σπίτια σκαρφαλωμένα σε πλαγιές, ράχες, λόγγους και ξέφωτα . Κι όμως, καθώς προχωρούσαν, κάτι μέσα της άρχισε να ξεκουμπώνεται – σαν να έμπαινε αέρας καινούριος. Η ησυχία του βουνού, που δεν είχε καμία σχέση με τον θόρυβο της πόλης, της φανερώθηκε σαν ευλογία. Για πρώτη φορά άκουσε τησαγινευτικη βουή ενός ποταμιού χωρίς μηχανή από πίσω, για πρώτη φορά ένιωσε το άρωμα του θυμαριού να μην το πνίγει το καυσαέριο.
Η γυναίκα του χωριού έδειξε ένα σημείο στο βάθος.
«Από κει θα δεις όλη την κοιλάδα» της είπε. «Εκεί καταλαβαίνει κανείς τι σημαίνει τόπος.»
Όταν έφτασαν, το κορίτσι κατέβηκε από τον μουλάρι με προσοχή, σχεδόν με δέος. Κάτω απλωνόταν η γη σαν ανοιχτό βιβλίο. Και τότε κατάλαβε πως ο κόσμος δεν χωρούσε μόνο στις μεγαλουπόλεις και στα τσιμέντα — υπήρχαν και μέρη όπου ο χρόνος περνούσε αλλιώς, πιο αργά, πιο ανθρώπινα.
Η γυναίκα στάθηκε δίπλα της. Δύο μορφές τόσο διαφορετικές, κι όμως για μια στιγμή τόσο ίδιες, μπροστά σε μια θέα που τις ένωνε.
Το κορίτσι γύρισε, χαμογέλασε πλατιά και έκλεισε την ομπρέλα.
Για πρώτη φορά στη ζωή της, άφησε τον ήλιο να την αγγίξει χωρίς φόβο.
Κι εκείνη η στιγμή —τόσο απλή, τόσο μικρή— έμελλε να μείνει μέσα της για πάντα.
Σήμερα που η κοιλάδα έχει γίνει η λίμνη του Μόρνου , το κοριτσόπουλο, που πλέον έγινε γιαγιά, βλέπει ακόμη την πανέμορφη κοιλάδα!

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου