Πέμπτη 13 Νοεμβρίου 2025

Οι δυο γέφυρεΣ (διήγημά)

 

«Οι δυο γέφυρες»

«Οι δυο γέφυρες»

Κάποτε, πριν το νερό σηκωθεί και σκεπάσει τα πάντα, στεκόντουσαν εκεί οι δυο γέφυρες, αδερφωμένες μέσα στη μεγάλη βραχοσχισμή στην άνω κοιλάδα του Μέγα ποταμού, πιο γνωστού ως Μόρνου.

Η πέτρινη, παλιά και σεβάσμια, είχε περάσει αιώνες κουβαλώντας βήματα μουλαριών, ανθρώπων προσκυνητών και εμπόρων, ακόμη θυμάται τα τρεμάμενα βήματα της μάνας του Μακρυγιαννη με το μικρό στην αγκαλιά της.

Η σιδερένια, νέα και περήφανη, ήρθε να δείξει την πρόοδο των ανθρώπων, τη δύναμη του σιδήρου απέναντι στην υπομονή της πέτρας. Θυμάται και αυτή πως γλύτωσε την καταστροφή από τους Άγγλους σαμποτέρ που ήθελαν να μην αφήσουν ανεμπόδιστους τους γερμανούς κατακτητές όταν εγκατέλειψαν την Ελλάδα.

Κάτω τους κυλούσε το ποτάμι, άλλοτε γαλήνιο, άλλοτε ορμητικό, ψιθυρίζοντας ιστορίες που μόνο εκείνες οι δυο μπορούσαν να καταλάβουν. «Θα ’ρθει η μέρα που δε θα περνούν πια άνθρωποι από πάνω μας», είπε μια φορά η παλιά γέφυρα με τη φωνή της πέτρας που ξέρει τη φθορά. «Θα ’ρθει η μέρα που θα περάσουν άνθρωποι από μέσα σου», αποκρίθηκε η σιδερένια με την αλαζονεία της νιότης.

Και ήρθε η μέρα. Το νερό ανέβηκε, ήσυχα, σταθερά, ώσπου σκέπασε το φαράγγι, τις όχθες, τα δέντρα. Οι δυο γέφυρες έμειναν αγκαλιασμένες κάτω απ’ το γαλάζιο πέπλο της λίμνης, σιωπηλές φρουροί ενός κόσμου που χάθηκε. Κι όταν φυσάει ο άνεμος πάνω στη λίμνη, μερικοί λένε πως ακούνε έναν ήχο μεταλλικό και βαθύ, σαν από δυο φωνές που ψιθυρίζουν ακόμα:

«Ήμασταν ο δρόμος των ανθρώπων, και τώρα είμαστε το πέρασμα των ψυχών…»

ΚΜ

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου