Στο κάμπο του χωριού μας , που σήμερα είναι θαμμένος στα νερά της λίμνης , οι κάτοικοι καλλιεργώντας τα κτήματά τους έβρισκαν κάποιους τεράστιους τάφους .
Στην περιχή Μπαΐρια και συγκεκριμένα στην θέση Χελάκια , είχαμε βρει ένα τέτοιο τάφο και είχαμε πάρει την μεγάλη πέτρινη πλάκα και την είχαμε στην αυλή του σπιτιού μας που ήταν στην θέση Μαρμαράκι και τη χρησημοποιούσαμε για να τρίβουμε το αλάτι.
Ο παππούς μου (Κώστας Μπερτσιάς) μου έλεγε ότι ο παππούς του , του είχε πει ότι παλιότερα σε αυτό τον τόπο κατοικούσαν κάποιοι άνθρωποι που ήσαν αρκετά ψηλοί αλλά σε κάποια στιγμή άρχισαν να πεθαίνουν με ένα περίεργο τρόπο , ένα μεγάλο κουνούπι τσίριζε στο αυτί των ανθρώπων και μετά από λίγες μέρες πέθαιναν ....
Διαβάζοντας το παρακάτω κείμενο του Δ Λουκόπουλο θυμήθηκα τα παραπάνω και τα καταγράφω ...
Απόσπασμα από κείμενο του μεγάλου λαογράφου μας από τη Αρτοτίνα Δ Λουκόπουλο .
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΤΑΞΙΔΙ
Πάνω από σαράντα πέντε χρόνια πάνε από τότε που είχα τελειώσει το Δημοτικό σχολείο κι' ήμουν δώδεκα χρονών παιδί. Ελληνικό σχολείο στο χωριό μου δεν είχαμε κι 'επρεπε να ξενητευτώ από τόσο μικρός. Η μητέρα μου έλεγε στον πατέρα να βρει κάνα σπίτι στο Λιδωρίκι για να με βάλει οικότροφο, αλλ'αυτός δεν ήθελε. Λογάριαζε να με πάει στα Σάλωνα και να με δώσει σ' ένα θείο μου παπά, να μαθαίνω γράμματα και να ξελειτουργάω κιόλας.
Περίμενα και πως περίμενα το Σεπτέμβριο για να με πάει, η χαρά μου δεν ήταν που θα πήγαινα στο Ελληνικό σχολείο, αλλά γιατί θα ταξίδευα, το είχα μαράζι να ταξιδέψω, να ιδώ καινούριους τόπους κι' άλλα χωριά.
Γυρίζοντας ο πατέρας μου απ' το παζάρι της Νταουκλής - έτσι λέγαν τότε το παζάρι της Υπάτης - πήρε τα δυο μουλάρια μας, για να ψωνίσει κιόλας, πήρε και μένα και πάμε.
Περάσαμε τις Σαίτες πρώτα, ένα απ' τα παραποτάμια που σμίγουν και φτιάνουν το Φείδαρη. Άκουα Σαίτες και πριν, μα έλεγα πως θα πρόκειται για τίποτα σαίτες απ' αυτές που φτιάναμε εμείς τα παιδιά και παίζαμε. Όταν είπα στον μακαρίτη τον πατέρα μου πως φανταζόμουν τις Σαίτες, ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
- Βρε κουτέ, λέει, σαίτα λεν και μια λωρίδα χωράφι. Τούτο το ποτάμι απ' αυτή τη σαίτα πήρε το όνομα. Εκεί δα στην ακροποταμιά ο μακαρίτης ο...είχε δυο σαίτες χωράφι. Έλεε εκείνος: "πάω στις σαίτες, είπαν και οι άλλοι: στις Σαίτες, το πήρε και το ποτάμι το όνομα.
Αυτά λέγαμε κι είχαμε πάρει ένα ανήφορο την πέρα μεριά της ακροποταμιάς, που θα μας έβγανε στον Άι Λιά. Περνώντας τις Σαίτες, θέλεις μισή ώρα ωσπού να βγεις στη ράχη παραπάνω, κι ο δρόμος σου θα είναι ανάμεσα σε δάσος από γερασμένα έλατα. Ούτε που καταλαβαίνεις όμως πως βγάζεις κείνον τον ανήφορο, σε ξεκουράζουν οι βόλτες που κάνει η στράτα πέρα δώθε. Έτσι άκοπα βρεθήκαμε στο ξέφαντο, στη ράχη. Κοιτάζω για Άι Λιά, πουθενά Άι Λιάς. Ρωτάω τον πατέρα μου μη τυχόν τον προσπεράσαμε και κείνος μου 'δειξε ένα σωρό πέτρες γι Άι Λιά. Πήγα, ανάμεσα απ' τις πέτρες ξεχώρισα τα παλιοθέμελά του και εκεί κοντά του δυο τρεις αρχαίους τάφους ανοιχτούς. Μακρυά πέτρα από δω, άλλη από κει, και δυο κοντές στο κεφάλι και στα πόδια, να ο τάφος.
Σαν είδε ο πατέρας μου πως τον κοίταζα με περιέργεια - Μνήματα, λέει, απ' τον καιρό των Ελλήνων. Ήταν ο τόπος τότε γιομάτος από Ελλήνους, κάτι άντρες ψηλούς ως εκεί πάνου αλλά τους χάλασε ο Θεός. Ένα κουνούπι έστελνε, λαλούσε το κουνούπιστ' αυτί τους κι' απόθαιναν. Ήξεραν αυτοί πως τους περιμένει ο θάνατος κι έφτιαναν από μόνοι τους το μνήμα που θα τους έθαφταν. Έπαιρναν το πιάτο τους, το μπότι τους για νερό, τι κάθε τι χρειαζούμενο, έμπαιναν καθένας μέσα στο μνήμα του και περίμενε. Ακούοντας το κουνούπι πέθαιναν.
Απ' τον Άι ΄Λια και πέρα παύει η μεγάλη ανηφοριά. Πας ίσια, περνάς ρεματάκια, καβαλάς ραχούλες και σε μισή ώρα φτάνεις στης Κρέκιζας το βελούχι.............