Τετάρτη 30 Μαΐου 2018

Ποιους Δήμους είχε η Δωρίδα το 1889

Από Οδηγό της Ελλάδος, ο οποίος εκδόθηκε στην Αθήνα το 1889, αντλούνται πληροφορίες για τους 
 Δήμους του Νομού Φθιώτιδος και Φωκίδος (α/α 53-88). Παρέχονται στοιχεία για ονοματεπώνυμα 
δημάρχων, πρωτεύουσα δήμου, αριθμό χωριών, πληθυσμό δήμων των ετών 1870, 1879 και 1889, 
αριθμό σχολείων και μαθητών, γεωλογική σύσταση του εδάφους, παραγόμενα προϊόντα, 
συγκοινωνιακή σύνδεση, κ.ά.).

Αναλυτικότερα στον Οδηγό αναφέρονται για τον Νομό Φθιώτιδος και Φωκίδος τα εξής:

ΝΟΜΟΣ ΦΘΙΩΤΙΔΟΣ ΚΑΙ ΦΩΚΙΔΟΣ

Επαρχίαι 4: Φθιώτιδος, Παρνασσίδος, Λοκρίδος και Δωρίδος.
–Δήμοι 36, περί ων κατωτέρω.
–Πληθυσμός τω 1879: 128.440, τω 1889: 136.470.
–Πρωτεύουσα: Λαμία.
–Δευτερεύουσαι πόλεις: Άμφισσα, Γαλαξείδιον, Δαδίον, Δεσφίνα, Στυλίς, Υπάτη, Λιδωρίκιον, Αταλάντη. 



Ειδικότερα για την επαρχία Δωρίδας, απαριθμούνται οι παρακάτω Δήμοι με τα στοιχεία τους. 

 ΔΗΜΟΣ ΚΡΟΚΥΛΙΟΥ (επαρχ. Δωρίδος).
–Δήμαρχος Αναστ. Σακαρέλος.
–Χωρία 7, πρωτ. θερ. Πενταγιοί, χειμερ. Παλαιοκάτουνον.
–Πληθ. τω 1870: 3.131, τω 1879: 3.649, τω 1889: 3.246.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σιτηρά, κυρίως αραβόσιτος, όσπρια, αμπελώνες, καρποφόρα δένδρα, λαχανόκηποι, βοσκαί.
–Ειρηνοδικείον (Πρωτοδ. Αμφίσσης).
–Επισκ. Φωκίδος.
–Ελλην. Σχολ. (ταξ. 1 μαθ. 20), Δημοτικά 4 (μαθ. άρρ. 200).
–Συγκοινωνία διά Βιτρινίτσης, Αμφίσσης, Ιτέας και διά Ναυπάκτου.

 ΔΗΜΟΣ ΒΩΜΕΑΣ (επαρχ. Δωρίδος).
–Δήμαρχ. Μιλτ. Ι. Κουτσαγγέλης.
–Χωρία 6, πρωτ. Αρτοτίνα.
–Πληθ. τω 1870: 3.089, τω 1879: 3.475, τω : 1889: 2.703.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σιτηρά, όσπρια, αμπελώνες και βοσκαί.
–Η Αρτοτίνα είναι έδρα θερινή του Ειρηνοδικείου Κροκυλίου.
–Επισκοπή Φωκίδος.
–Δημοτικά Σχολ. 4 (μαθ. άρρ. 140), Γραμματοδ. 2.
–Συγκοινωνία δι’ Αμφίσσης, Ιτέας.

ΔΗΜΟΣ ΥΛΙΑΣ (επαρχ. Δωρίδος).

–Δήμαρχος Γεωργ. Γαρδίκης.
–Χωρία 6, πρωτ. Γρανίτσα.
–Πληθ. τω 1870: 3.021, τω 1879: 3.281, τω 1889: 2.944.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σιτηρά, αμπελώνες και βοσκαί.
–Επισκ. Φωκίδος.
–Ελλ. Σχολ. μη λειτουργούν τακτικώς, Δημοτικά 3 (μαθ. άρρ. 125).
–Συγκοινωνία δι’ Αμφίσσης, Ιτέας.


ΔΗΜΟΣ ΑΙΓΙΤΙΟΥ (επαρχία Δωρίδος).
–Δήμαρχος Βασ. Κ. Ανδρίστου.
–Χωρία 10, πρωτ. Λιδωρίκιον.
–Πληθ. τω 1870: 3.117, τω 1879: 3.582, τω 1889: 4.104.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σιτηρά, όσπρια, αμπελώνες, λαχανόκηποι, αμυγδαλέαι και πλείσται βοσκαί διά κτηνοτροφίαν 
ακμάζουσαν.
–Οικον. Εφορία. Ταμείον. Ταχ. και τηλ. γραφείον ηνωμένον.
–Ειρηνοδικείον Δωρίδος (Πρωτοδ. Αμφίσσης).
–Επισκ. Φωκίδος.
–Ελλην. Σχολ. πλήρες (μαθ. 80), Δημοτικά 5 (μαθ. άρρ. 120), Γραμματοδ. 1.
–Συγκοινωνία δι’ Αμφίσσης, Ιτέας (όρα Άμφισσαν).
ΔΗΜΟΣ ΠΟΤΙΔΑΝΙΑΣ (επαρχ. Δωρίδος).

–Δήμαρχος Κ. Ηλιόπουλος.
–Χωρία 6 και μονή «Βαρνάκοβα», πρωτ. Άνω Παλαιοαξάριον.
–Πληθ. τω 1870: 2.177, τω 1879: 2.118, τω 1889: 2.141.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σιτηρά, όσπρια, αμπελώνες, λαχανόκηποι, και πλείσται υπέρ πάντα άλλον δήμον βοσκαί διά
 κτηνοτροφίαν λίαν ανεπτυγμένην.
–Ταχυδρ. γραφείον.
–Ειρηνοδικείον (Πρωτοδ. Αμφίσσης).
–Επισκ. Φωκίδος.
–Δημοτικά Σχολ. 4 (μαθ. άρρ. 120), Γραμματοδ. 2.
–Συγκοινωνία διά Βιτρινίτσης κυρίως, διά Ναυπάκτου και δι’ Αμφίσσης Ιτέας.

ΔΗΜΟΣ ΕΥΠΑΛΙΟΥ (επαρχ. Δωρίδος).
–Δήμαρχος Γ. Σεπεντζής.
–Χωρία 15, πρωτ. Μπασταίοι, συνοικ. του χωρίου Κλιμακίου.
–Πληθ. τω 1870: 2.431, τω 1879: 3.132, τω 1889: 3.495.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Σίτος, αραβόσιτος, κριθή, φασόλια, ολίγοι σταφιδώνες, βοσκαί.
–Ταχυδρ. γραφείον Σουλέ.
–Επισκ. Φωκίδος.
–Δημοτικά Σχολεία 9 (μαθ. άρρ. 65), Γραμματοδ. 7.
–Συγκοινωνία ένθεν μέν διά Βιστρινίτσης ένθεν δε διά Ναυπάκτου, ών μικρόν απέχει, σχεδόν εξ ίσου.

ΔΗΜΟΣ ΤΟΛΟΦΩΝΟΣ (επαρχ. Δωρίδος).
–Δήμαρχος Αγησίλαος Δρόσου.
–Χωρία 10, πρωτ. Βιτρινίτσα, πολίχνη παράλιος εν τω Κορινθιακώ.
–Πληθ. τω 1870: 3.221, τω 1879: 3.541, τω 1889: 4.102.
–Έδαφος: Ασβεστόλιθοι, σχιστόλιθοι, ψαμμίτης.
–Γεωργία: Κριθή κυρίως, σίτος, αραβόσιτος, αμπελώνες, ολίγοι σταφιδώνες, ελαιώνες.
–Ταχ. και τηλ. γραφείον ηνωμένον.
–Χειμερινή έδρα του ειρηνοδικείου Ποτιδανίας.
–Επισκ. Φωκίδος.
–Ελλην. Σχολ. (ταξ. 2 μαθ. 20), Δημοτικά 5 (μαθ. άρρ. 140), Γραμματοδ. 1.
–Συγκοινωνία διά των ατμοπλοίων της Ελλ. Ατμ. των γραμμών Κορινθιακού (όρα συγκ. Αμφίσσης, Πατρών και Κορίνθου).»

Τετάρτη 23 Μαΐου 2018

ΛΙΔΩΡΙΚΙ 1957, στο ραφείο του δασκάλου μου Χαρ. Κολοκύθα  (όρθιος από αριστερά), επάνω δεξιά είμαι εγώ, καθιστός από αριστερά ο Μιλτ. Κολοκύθας από το χωριό Αγλαβίστα και δίπλα του, (δεν θυμάμαι το όνομά του), είναι από το χωριό Σκαλούλα.

ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ ΣΤΕΦΟΣ

Πρόσκοποι στις όχθες του Μόρνου κοντά στο Στενό 

Τετάρτη 16 Μαΐου 2018

ντοπολαλιά ....

Ββ
Βάβισμα (το) = γαύγισμα « - το σκυλί βαβίζει) (από το αρχαίο βοώ)
Βαγένι (το) = το κρασοβάρελο, μεγάλο δρύινο  βαρέλι για αποθήκευση κρασιού
Βάγια = η δάφνη
Βάνω = Βάζω.
Βάρδα = απομακρύνσου, φύγε μακρυά    (βάρδα φουρνέλο !! )
Βαρέλα = (η) ξύλινο μικρό βαρέλι για νερό
Βαρικό, βαρκό (το) = βάλτος, βούρκος, χωράφι με νερό
Βγάζω = κηδεύω «τον έβγαλαν»
Βελάνι = ο καρπός της βελανιδιάς
Βέμπελη = Αφόρητη ζέστη «έβγαλα τη βέμπελη»Η και μπέμπελη
Βερβερίζω = κλαίω- σκούζω από τον πόνο
Βερεσέ, (επίρ.) = με πίστωση, από το τούρκικο veresiye
Βετούλι (το) = κατσίκι ενός χρόνου
Bιτσίνα (η) = εμβόλιο
Βλάμης = αδελφοποιτός
Βλάχος = ο τσέλιγκας, ο φουστανελάς, ο ακοινώνητος
Βλοημένο (το) = ευλογημένο «το βούλιαξε το βλοημένο» (ασταμάτητη βροχή)
Βολά ( η) = φορά (πρώτη βολά)
Βούζα (η) = βατράχι μεγάλο
Βούτα = 1) αρπαγή 2)ξύλινο δοχείο για τα τσίπουρα  3) το βούτηγμα της μπουκιάς
Βουτσί = 1) κρασοβάρελο – ξιδοβάρελο,  σκεύος για μεταφορά υγρών  2) «είναι βουτσί στο μεθύσι » (έχει πιει ένα κρασοβάρελο)
Βρακοζώνι (το) = η ζώνη (αυτή τον άνδρα της τον έχει βάλει στο βρακοζώνη της)
Βραστογαλιά (η) = βραστό γάλα  

Γγ 
Γαϊδουράγκαθο (το) = αγαπημένο φυτό των γαϊδάρων
Γαλάρια (τα) =οι προβατίνες ή κατσίκες που κρατούν  γάλα, το αντίθετο από τα στέρφα που δεν έχουν
Γδυτός = γυμνός
Γέννημα (το) = το σιτάρι
Γέρνω = (μετ.) κοιμάμαι – πάω να γείρω 2) παρακμάζω
Γιδοξούρι (το) = σκωπτικά ο κουρεμένος σαν γίδι, ο άξεστος
Γιούκος (ο) = στοίβα  ρούχων που τοποθετούνται με σειρά (τούρκικη λέξη yk)
Γιοματάρι (το) = το βαγένι με το νέο κρασί
Γιούρτι (το) =  χωράφι κοντά στο σπίτι
Γκαβαλίνες (οι) = περιττώματα γαϊδάρων
Γκαβός (ο) = αλλήθωρος   (Γκαβίζω =  αλληθωρίζω)
Γκανιάζω = 1.διψάω πολύ ,2.κάνω κάτι υπερβολικά «-Το παιδί γκάνιαξε στο κλάμα»
Γκαρίζω = τραγουδάω φάλτσα (σαν τον γάιδαρο).
Γκεσέμι (το) = οδηγός του κοπαδιού με το μεγαλύτερο τροκάνι ή κουδούνι.
Γκιόσα (η) = μαύρη γίδα με δυο άσπρες ρίγες στο πρόσωπο ή άσπρη κοιλιά.
Γκούσια (η) = το στομάχι των πουλερικών (σλάβικη λέξη=gusa)
Γκλάβα (η) = χοντροκέφαλο, «δεν κατεβάζει (ιδέες) η γκλάβα του»
Γκορτσιά (η) = αγριοαχλαδιά ( αρβανίτικη λέξη= goritse )
Γλάρα (η) = 1.νύστα, 2.καθαρός καιρός «-απόψε έχει γλάρα»
Γλέπω ή γλιέπω = βλέπω
Γλήγορα = γρήγορα
Γκλίτσα (η) =  Ποιμενική κυρτή σκαλιστή λαβή με περίτεχνη ξύλινη διακόσμηση που εφαρμόζει σε ραβδί.
Γκράς (ο) = 1)  είδος όπλου 2)  «είσαι γκράς» δεν παίρνεις μπρος  με τίποτα.3)  Ο σταθερός και ευθύς χαρακτήρας
Γκρατζουνάω = γδέρνω με τα νύχια
Γνέμα (το) = το νήμα
Γκαρδαμώνω = δυναμώνω – ανάρρωση
Γνέθω = φτιάχνω νήμα (γνέμα) για ύφανση στη ρόκα (γνέσιμο)
Γούπατο (το) = τόπος που βουλιάζει
Γούρνα (η) = λακκούβα με βρόμικο στάσιμο νερό (αρχαία λέξη= γρώνη)
Γουρνοτσάρουχα = παπούτσια από δέρμα γουρουνιού
Γουρουνίτσα (η) = παλιό ομαδικό παιχνίδι
Γράνα (η) =  η στενή λωρίδα που χωρίζει τα χωράφια
Γρουμπούλι (το) = στρογγυλός ακανόνιστος όγκος, « μεγάλα γρουμπούλια έχει ο χυλός»
Γωνιά (η) = το σημείο γύρω από την εστία του τζακιού.  


Τρίτη 15 Μαΐου 2018

η Δωρίδα στα 1851




Ο ΛΟΥΤΣΟΒΟΣ

 
Μιάμιση ώρα μακρυά απ’ το Λοιδωρίκι , δυτικά , είναι ο Λούτσοβος , χωμένος σε δάσος μ’ ένα ποτάμι . Με 16 οικογένειες και 96 νομάτους – όσους και επί Τουρκοκρατίας σχεδόν – βγάζει στάρι , καλαμπόκι , κρασί και κάστανα .
Γνωστοί Λουτσοβιώτες είναι οι :
Α ν ά σ τ ο ς η Ανέστος η Νάστος Γιώργος , κτηματίας . ( Αγωνιστής ) .
Κ α ρ α μ π έ τ σ ο ς Τριαντάφυλλος , κτηματίας , 75 χρονών . ( Αγωνιστής ) .
Κ ο ρά κ η ς Μήτρος , κτηματίας . ( Αγωνιστής ) .
Λ ο ύ τ σ ο β ο ς Δημήτρης , κτηματίας , 59 χρονών .( Αγωνιστής ) . 

πηγή lidoriki.gr

Εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου Λιδωρικιώτη Μαθηματικού Δημητρίου Κάππου, 20 Μαΐου 2018

Στις 20 Μαΐου 2018, ώρα 12.00 διοργανώνεται στο Λιδωρίκι από την Ελληνική Μαθηματική Εταιρεία, σε συνεργασία με τα παραρτήματά της των Νομών Βοιωτίας και Φθιώτιδας και τον Πολιτιστικό Σύλλογο Λιδωρικίου, εκδήλωση προς τιμήν του μεγάλου Λιδωρικιώτη Μαθηματικού Δημητρίου Κάππου.

ΠΡΟΓΡΑΜΜΑ
Χαιρετισμοί
Ομιλητές:
•    Σουζάνα Παπαδοπούλου, Ομότιμη καθηγήτρια Πανεπιστημίου Κρήτης
«ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΠΠΟΣ: Ο δάσκαλος, ο επιστήμονας, ο άνθρωπος»
•    Σίμος Σεχόπουλος, καθηγητής Μαθηματικών
«Η εξέχουσα προσωπικότητα του Λιδωρικιώτη Καθηγητή Δημητρίου Κάππου»
•    Μιχάλης Χρυσοβέργης, τ. Σχολικός Σύμβουλος Μαθηματικών,
«Δημήτριος Κάππος, κορυφαίος Έλληνας Μαθηματικός του 20ου αιώνα»
Για το Διοικητικό Συμβούλιο
της Ελληνικής Μαθηματικής Εταιρείας
Ο Πρόεδρος
Ανάργυρος Φελλούρης
Καθηγητής Εθνικού Μετσοβίου Πολυτεχνείου
Ο Γενικός Γραμματέας
Ιωάννης  Τυρλής
Καθηγητής Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης

Τρίτη 8 Μαΐου 2018

ντοπόλαλιά , λέξεις που ξεχνιούνται....


Άγανα(τα) = οι (ενοχλητικές) τρίχες που έχουν τα στάχια.
Αγκιά (τα) = δοχεία και σκεύη της μαγειρικής (κατσαρόλες, πιάτα κ.λπ.).
Αγιάζι (το) = η νυχτερινή διαπεραστική ψύχρα
Αγιογδύτης (ο) = ο χωρίς αναστολές εκμεταλλευτής
Αγλέορας  = Βότανο, με γαλακτώδη δηλητηριώδη χυμό  ,
 (μετ.) –«έφαγε τον αγλέορα» = έφαγε πολύ 
Αγκομαχάω = βογκάω από πόνο ή κόπο 
Αγκωνάρι (το) = γωνιακός, ακρογωνιαίος λίθος 
Αγκωνή (η) = η γωνία  του σπιτιού, «μια αγκωνή ψωμί»
Αγνάντιο = απέναντι 
Άγουρος = ανώριμος, άπειρος νέος 
Αγουρίδα (η) = το άγουρο ξινό σταφύλι 
Αγριάδα (η) = είδος αγριόχορτου, θυμός 
Αγρικάω = ακούω κάτι, καταλαβαίνω 
Αδειάζω  (είμαι) αδειανός = ευκαιρώ, έχω ελεύθερο χρόνο (- Έλα απ’ το σπίτι… - Δεν αδειάζω…) 
Aδερφομοίρια = τα αμοίραστα μερίδια που ανήκαν σε αδέρφια
Αδράχτι (το) = εργαλείο της ρόκας για το γνέσιμο (κλώσιμο) του μαλλιού  για να γίνει νήμα
Αερικό (το) = Το φάντασμα, η νεράιδα 
Ακόνι (το) = πέτρα για λείανση κοφτερών εργαλείων 
Ακαμάτης (ο) = ο τεμπέλης 
Αλαξιά (η) = φορεσιά, τράμπα, ανταλλαγή 
Αλάργα = μακριά 
Αλαφιασμένος (ο) = τρομαγμένος 
Αλαφροΐσκιωτος (ο) = αυτός που βλέπει αερικά, στοιχειά, φαντάσματα 
Άλειμμα (το) = το χοιρινό λίπος στην λαήνα. (ομηρική λέξη)
Αλεσιά (η) = αλεσμένη ποσότητα σταριού
Αλέτρι (το) = γεωργικό εργαλείο για το όργωμα της γης.
Αλισίβα (η) = βρασμένη στάχτη με νερό για το πλύσιμο των ρούχων, (μετ.)=το πόσιμο νερό που έχει ζεσταθεί υπερβολικά από τον ήλιο
Αλειτούργητος = ο άθρησκος – αυτός που δεν έχει πάει σε εκκλησία 
Αλιγδώνω = αλείφω με ζωικό λίπος, «αλίγδωσε τα ρούχα του» =τα λέρωσε
Αλισβερίσι (το) = συναλλαγή, δοσοληψία, συνεργασία, 
Αλουνού = άλλου 
Αλύχτημα (το) = το γοερό γαύγισμα 
Αλωνάρης, αλωνιστής (ο) = ο μήνας Ιούλιος
Αλώνι = 1.το κυκλικό μέρος, στρωμένο με πλάκες που αλώνιζαν, 2.το νέφος γύρω από το φεγγάρι.
Αλπού ή αλουπού (η) = η αλεπού, είδος τοπικού σταφυλιού (αλπούδες) 
Αμέτι μουχαμέτι = το έβαλε σκοπό ,πείσμα 
Αμή, αμί = ναι 
Αμπάριζα (η) = παλιό ομαδικό παιχνίδι 
Αμπολάω = αμολάω,αφήνω
Αμποριά (η) = Η πρόχειρη πόρτα στο χωράφι ή την στρούγκα  
Αμόλα = φεύγα 
Αμόνι = σιδερένια βάση που πάνω της σφυρηλατούσαν για να διαμορφώσουν το καυτό σίδερο 
Άμπακας = υπερβολικό φαγοπότι ( - έφαγε τον άμπακα) 
Αμπάρι = ξύλινη αποθήκη του σπιτιού για αποθήκευση σιταριού
Αμπλαούμπλας = ο ασουλούπωτος - αυτός που λέει βλακείες 
Αμποδάω = εμποδίζω ,  αμπόδηκε = δεν άφησε
Αναβροχιά = ανομβρία
Ανακαψίλα (η) = η καούρα 
Αναγελάω = χλευάζω, κοροϊδεύω 
Ανακλαδίζομαι = τεντώνομαι να ξεμουδιάσω 
Αναμαλλιάρης- αναμαλλιασμένος = με αχτένιστα μαλλιά 
Αναμπουμπούλα (η) = η φασαρία, η αταξία 
Αναπιάνω = ανακατώνω το προζύμι με νερό και αλεύρι- φτιάχνω τη ζύμη του ψωμιού
Αναχαράζω = αναμασάω, μυρικάζω 
Ανάρια (τα) =αραιά 
Ανάρμεγος, (η,ο) = το θηλυκό ζώο που δεν έχει αρμεχθεί. 
Ανάρτηγο = νηστίσιμο, «Το φαγητό είναι ανάρτηγο» 
Ανασταίνω = αναθρέφω, επαναφέρω στη ζωή 
Ανημπόρια = η αρρώστια 
Ανερώτηγα = χωρίς άδεια 
Αντί (το) = εξάρτημα του αργαλειού, ξύλο κυλινδρικό  που τυλίγεται  το στημόνι( νήμα), 
Ανυφάντρα (η) = η υφάντρα 
Αντίδερο = αντίδωρο από τον Ιερέα στο εκκλησίασμα 
Αντίκρυ = απέναντι
Αξάι (το) = αλεστικό δικαίωμα
Απαγγιάζω = κρύβομαι από τον αέρα, 
Απάγκιο (το) = απάνεμο,  αποκούμπι, από-άγγειος = απάνεμος
Απαντάω = συναντάω κάποιον  « - Τον απάντησα στο δρόμο…»
Απαρατάω = αφήνω-εγκαταλείπω
Αποκόβω = απογαλακτίζω.
Αποκούμπι = στήριγμα για τα γηρατειά
Απόλυσε =  φύτρωσε (ή αμόλυσε)
Απλογιέμαι = απαντάω σε κάποιον από μακριά (έχει ως ρίζα την λέξη «απολογούμαι») 
Απλοχεριά (η) = όσο χωράει μια παλάμη
Αποπαίδι = το αποκληρωμένο παιδί 
Απόρριξε = όταν κάποιο ζώο απέβαλε το έμβρυο που κυοφορούσε
Αποσπερού (επίρ.) = απόβραδο 
Αποσταίνω = κουράζομαι, Απόστασα = κουράστηκα
Απότρυγα = μετά τον τρύγο 
Αράδα = σειρά
Άρατος = έφυγε, εξαφανίστηκε, «έγινε άρατος !»
Άραχνος = άτυχος- για λύπηση, σκοτεινός «μαύρος και άραχνος» 
Αργαλειός = μηχανισμός για την ύφανση του νήματος ώστε να γίνει υφαντό.
Αργητό = καθυστέρηση «δεν είναι αργητό» 
Αργιεύω = αραιώνω, «-Πάω γι’ αργιέματα στα μέσα…» 
Αρίδα (η) = το πόδι- το καλάμι του ποδιού 
Αρλούμπα (η) = κουταμάρα, ανοησία 
Αρκουμάνι = το θηρίο- ο εύσωμος 
Άρμη (η) = το πηχτό αρμυρό γάλα μαζί με τρίμματα τυριού 
Αρμολόι = γέμισμα των αρμών του τοίχου 
Αρμάρι = το ξύλινο ντουλάπι στο κούφωμα του τοίχου που φύλαγαν φρούτα , γλυκά κ.λ.π. 
Αρνάδα = χρονιάρα προβατίνα που κρατήθηκε για αναπαραγωγή  (αντίστοιχα - κατσικάδα για τα γίδια)
Αρνόκουρα (τα) = μαλλιά από την κουρά των αρνιών
Αρούποτος = αχόρταγος, «το βαγένι που δεν ρουπώνει» (που βγάζει νερό)
Αρτένουμε = τρώγω μη νηστήσιμα φαγητά, παραβιάζω τη νηστεία
Άρτζι – μπούρτζι = «τρέχα γύρευε», ανακάτωμα, «άρτζι – μπούρτζι και λουλάς», από το 
Ασκί (το) = επεξεργασμένο δέρμα κατάλληλο για δοχείο  
Ασουλούπωτος, (η, ο) = ατημέλητος 
Αστράχα = το κενό μεταξύ τοίχου και σκεπής, σίγουρο μέρος για κρύψιμο 
Αστροφεγγιά (η) = τα άστρα φέγγουν χωρίς φεγγάρι.    
Ατσάκιγος = ατσαλάκωτος- που δεν τσακίζεται 
Αυγατάω = αυξάνω, φτάνω
Αφόρεγο (το) =  καινούργιο
Αφόρμησε = ερεθίστηκε η πληγή 
Άφραγγος (ο) = χωρίς χρήματα  
Αχαΐρευτος = ανεπρόκοπος
Αχάραγο = πριν το ξημέρωμα 
Άχερο (το) = το άχυρο 
Αχαμνός, (η, ο) = ο αδύνατος
Αχούρι (το) = στάβλος γουρουνιών, αχυρώνας, ακατάστατο σπίτι 
Αχρόνιαγο = το άτυχο- το κακορίζικο,  χαϊδευτική φράση ή βρισιά για παιδιά
Άχτι (το) = το γινάτι