Λούτσοβος, παλιά ονομασία του χωριού ΚΟΚΚΙΝΟΣ, που βρίσκεται σε προνομιάκη θέση, έχοντας την λίμνη ΜΟΡΝΟΥ πραγματικά στα πόδια του. Ουσιαστικά τα πόδια του χωριού η εύφορος κοιλάδα του Μόρνου, σκεπάστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης και ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη κυρίως στην ΑΘΗΝΑ.
Πέμπτη 9 Αυγούστου 2018
Τετάρτη 8 Αυγούστου 2018
Δευτέρα 6 Αυγούστου 2018
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων (Χαράλαμπος Στέφος)
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων
Πλήρης ημερών, έχει γεννηθεί το 1925 , μας αποχαιρέτησε οριστικά ο Χαράλαμπος Στέφος .
Ο Χαράλαμπος πάλεψε στην ζωή του και μάλιστα σε εποχές δύσκολες με πολλές αντιξοότητες για να συντηρήσει το σπιτικό του , παντρεμένος με την Σοφία , κόρη του Γιώργου Ανέστου είχε τέσσερα παιδιά. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από τους συγχωριανούς , πράος και καλοκάγαθος χαρακτήρας που μόνο φίλους είχε στο πέρασμα του από αυτή την ζωή ..
Καλό ταξίδι , καλό παράδεισο
Στην οικογένεια του θερμά συλλυπητήρια και να είναι όλοι καλά και να τον θυμούνται .
Κ Μπερτσιάς
Πλήρης ημερών, έχει γεννηθεί το 1925 , μας αποχαιρέτησε οριστικά ο Χαράλαμπος Στέφος .
Ο Χαράλαμπος πάλεψε στην ζωή του και μάλιστα σε εποχές δύσκολες με πολλές αντιξοότητες για να συντηρήσει το σπιτικό του , παντρεμένος με την Σοφία , κόρη του Γιώργου Ανέστου είχε τέσσερα παιδιά. Ήταν ιδιαίτερα αγαπητός από τους συγχωριανούς , πράος και καλοκάγαθος χαρακτήρας που μόνο φίλους είχε στο πέρασμα του από αυτή την ζωή ..
Καλό ταξίδι , καλό παράδεισο
Στην οικογένεια του θερμά συλλυπητήρια και να είναι όλοι καλά και να τον θυμούνται .
Κ Μπερτσιάς
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων (Ζαχαρίας Καραπλής)
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων
Δυστυχώς το χωριό μας θρηνεί τον Ζαχαρία , ένα παλικάρι , που έφυγε τόσο νωρίς ...
Ο Ζαχαρίας Καραραπλής γιος του Χρήστου Καραπλή δεν είναι πια σε αυτή την ζωή .
Ένας νέος άνθρωπος έχασε την μάχη με τον θάνατο ...
Θερμά συλλυπητήρια , δύναμη και κουράγιο στους οικείους του
Κ Μπερτσιάς
Δυστυχώς το χωριό μας θρηνεί τον Ζαχαρία , ένα παλικάρι , που έφυγε τόσο νωρίς ...
Ο Ζαχαρίας Καραραπλής γιος του Χρήστου Καραπλή δεν είναι πια σε αυτή την ζωή .
Ένας νέος άνθρωπος έχασε την μάχη με τον θάνατο ...
Θερμά συλλυπητήρια , δύναμη και κουράγιο στους οικείους του
Κ Μπερτσιάς
Πέμπτη 2 Αυγούστου 2018
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων ( Μάκης Βαμβακας)
Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων
Και άλλη απώλεια για το χωριό μας ...
Ο Μάκης ο Βαμβακάς από το Αγρίνιο γαμπρός του χωριού μας ,είχε παντρευτεί την Σοφία κορη του Βασίλη και της Ασήμως Καραγιάννη
Ο Μάκης ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο χωριό μας το οποίο αγαπούσε και το επισκεπτόταν πολύ συχνά . Στην δεκαετία του 70 εργαζόταν στα έργα της κατασκευής του φράγματος και είχε και κατάστημα στο Λιδωρικι .Γνωρίστηκε με την Σοφία και έκαναν μια πολύ όμορφη οικογένεια , άριστος επαγγελματίας, είχε εργαστήριο αλουμινοκατασκευών, ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης .
Η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί στο χωριό του .
Θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του
Καλό ταξίδι φίλε Μάκη
Κ Μπερτσιας
Και άλλη απώλεια για το χωριό μας ...
Ο Μάκης ο Βαμβακάς από το Αγρίνιο γαμπρός του χωριού μας ,είχε παντρευτεί την Σοφία κορη του Βασίλη και της Ασήμως Καραγιάννη
Ο Μάκης ήταν ιδιαίτερα αγαπητός στο χωριό μας το οποίο αγαπούσε και το επισκεπτόταν πολύ συχνά . Στην δεκαετία του 70 εργαζόταν στα έργα της κατασκευής του φράγματος και είχε και κατάστημα στο Λιδωρικι .Γνωρίστηκε με την Σοφία και έκαναν μια πολύ όμορφη οικογένεια , άριστος επαγγελματίας, είχε εργαστήριο αλουμινοκατασκευών, ήταν πάντα πρόθυμος να βοηθήσει τους συνανθρώπους του και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης .
Η εξόδιος ακολουθία θα τελεστεί στο χωριό του .
Θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του
Καλό ταξίδι φίλε Μάκη
Κ Μπερτσιας
Πέμπτη 12 Ιουλίου 2018
Τρίτη 10 Ιουλίου 2018
Το δημοτικό τραγούδι
πηγή : http://fthiotikos-tymfristos.blogspot.com/
Το δημοτικό τραγούδι στη ζωή μας
Λαογραφήματα του Γιώργου Ζούγρου, δασκάλου
«Άρχισε γλώσσα μ’ άρχισε τραγούδια ν’ αραδιάζεις
και την καλή παρέα μας να τη διασκεδάζεις…»
Αφήνοντας τη θύμηση να μας ξυπνήσει παλιότερες εποχές, η ψυχή μας ημερεύει. Περνάνε μπροστά μας εικόνες που χαράχτηκαν ανεξίτηλα, γάμοι και πανηγύρια, οργανοπαίχτες και τραγουδιστές. Ακόμα ηχούν στ’ αυτιά μας τραγούδια που δέθηκαν με στιγμές της ζωής μας.
Το τραγούδι που απάλυνε τον πόνο, που μέρωνε το σεκλέτι, που εξυμνούσε την αγάπη. Όλα τα συναισθήματά του ο λαός τα έκανε τραγούδια, ταιριάζοντας ήχους και λέξεις, για να τα αποδώσει καλύτερα. Ποια είναι η δύναμη που μας σπρώχνει να κάνουμε τραγούδι αυτό που έχουμε μέσα μας, ποτέ δεν το κατάλαβα, μα λίγη σημασία έχει.
Κι αυτό συμβαίνει παντού σ’ όλους τους λαούς, σε κάθε άκρη της γης.
«Ντουνιά ταμπίρ, ρουγιά ταμπίρ, αμάν αμάν»
λέει ο ανατολίτης, που πάει να πει «κόσμος κι όνειρο είναι ένα αμάν αμάν». Γι αυτό πρέπει να σκύβουμε με σεβασμό στην παράδοση των λαών και ιδιαίτερα στη δική μας παράδοση. Ο τρόπος που παντρεύονται οι λέξεις στο δημοτικό τραγούδι είναι μοναδικός. Απλός λόγος μεστός, που όταν τον επαναλαμβάνεις ξαλαφρώνει η ψυχή σου.
«Σήκω κρυστάλλω μ’ κι άλλαξε και βάλε τα καλά σου
κι έμπα κρυστάλλω μ’ στο χορό, με τ’ άλλα τα κορίτσια
Να ιδείς εκείνον π’ αγαπάς, πως στέκει μαραμένος»
Αν η μια όψη του νομίσματος είναι το τραγούδι, η άλλη είναι ο χορός. Θα ήταν μισή η χαρά, μισό το συναίσθημα αν δεν υπήρχε ο χορός. Γι’ αυτό το παρακάτω πασίγνωστο τραγούδι προτρέπει και δείχνει το δρόμο:
«Εμπάτε αγόρια στο χορό, κορίτσια στα τραγούδια
Να δείτε και να μάθετε, πως πιάνεται η αγάπη
Από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει
Κι από τα χείλη στην καρδιά, ριζώνει και δεν βγαίνει»
Απ’ το οράν και το εράν που έλεγαν οι αρχαίοι.
Το δημοτικό τραγούδι συνόδευε και συνοδεύει κάθε βήμα της ζωής μας. Στη δουλειά, στη σκόλη, στις γιορτές, στα πανηγύρια, στους γάμους, στις βαπτίσεις, στον πόνο της ξενιτιάς, στον καημό τις αγάπης, στους αγώνες του λαού μας.
Πόσα μπορεί να πει ένα τραγούδι με πέντε λέξεις;
«Μικρή μηλίτσα είχαμαν, μάνα μου, στην αυλή μας
κι ήρθαν ξένοι παντάξενοι, μάνα μ’ και μας την πήραν.
Ξεϊσκιωσαν το σπίτι μας και ίσκιωσαν το δικό τους…»
Η παρομοίωση και ο μεταφορικός λόγος κυριαρχούν στο δημοτικό τραγούδι.
«Αητέ μου χρυσοπράσινε με τις χρυσές φτερούγες
όταν περνάς τις γειτονιές, μοσχοβολούν οι ρούγες
Την πέρδικα που λόγιασες, να πας να την συμπάσεις…»
Ο λαός δανείζεται τα καλύτερα στοιχεία της φύσης για να παινέψει τη νιά κοπέλα.
«Σταφύλι μου κρυστάλλινο και βρύση μ’ κρύα βρύση
και μήλο μ’ κατακόκκινο, που μένεις, που βραδιάζεις…»
Η υπερβολή επίσης δε λείπει
«Σελώνουν τ’ άλογά τους, τρέμει η μαύρη γης
τροχάνε τα σπαθιά τους, λάμπει η θάλασσα….»
«Αφέντη μου τη θάλασσα, πεζός θα την αδιάβω…»
Σε όλα τα βήματα τη ζωής του ανθρώπου τον ακολουθεί το τραγούδι. Τις κρύες και ατελείωτες νύχτες του χειμώνα, μαζεύονταν συγγενικές οικογένειες σε κάποιο σπίτι και κάνανε το νυχτέρεμα. Λίγοι μεζέδες από το χριστουγεννιάτικο χοιρινό, λουκάνικα, τσιγαρίδες και πασπαλάς, καμιά πίτα, λίγο κρασί και πολλές κουβέντες δίπλα στο αναμμένο τζάκι.
Οι γυναίκες είχαν μαζί τους το εργόχειρο, κανένα πλέξιμο ή κέντημα.
Μας κουβεντιάζει η φωτιά, έλεγε ο παππούς κι έπαιρνε ένα μικρό δαυλί κι άναβε το τσιμπούκι του.
Κάπως έτσι αβίαστα ανέβαινε στα χείλη το πρώτο τραγούδι.
«Πώς να ‘ταν πώς να γένονταν, τα γέρα να πουλήσω
να γένω δεκαοχτώ χρονών, να μπω στα εικοσιένα…»
Συνέχιζαν οι νεότεροι…
«Το χέρι σου το παχουλό, με το φαρδύ μανίκι
να το ‘κανα προσκέφαλο, τρεις μέρες και τρεις νύχτες
Οι μέρες να ‘ναι του Μαγιού κι οι νύχτες του Γενάρη….»
Έξω ο αέρας σφύριζε σαν γεννημένο φίδι. Το χιόνι σκέπαζε τα φτωχικά σπίτια.
Μπορεί να υπήρχε φτώχεια τότε, αλλά υπήρχε αγάπη, όπως μαρτυράνε οι γιαγιάδες.
Σαν έμπαινε η άνοιξη, ξάνοιγαν κι οι δουλειές, τ’ ανοιξιάτικα σπαρτά, καλαμπόκια, ρόβια, ρεβίθια, φακές
και κηπευτικά.
Κι όλο κοντοζύγωνε η Λαμπρή και τ’ Αη-Γιωργιού.
Η ζωή του λαού μας είναι πάντα δεμένη με τις θρησκευτικές γιορτές. Ζει και τραγουδάει ακόμα και το δράμα του θεανθρώπου.
«…Βλέπεις εκείνο το γυμνό, τον παραπονεμένο
που φορεί πουκάμισο στο αίμα βουτηγμένο
που φορεί στην κεφαλή αγκάθινο στεφάνι
εκείνος είναι ο γιόκας σου και μένα ο δάσκαλός μου…»
Τρεις μέρες χόρευαν και τραγουδούσαν, οι νιοί και νιες του χωριού, στην αυλή της εκκλησίας.
Όργανα δεν υπήρχαν, αλλά τίποτα δεν ήταν ικανό να σταματήσει την ορμή της νιότης να χαρεί, να γλεντήσει και να ερωτευτεί
Ήταν απαραίτητα τα διαλείμματα στον κουραστικό καθημερινό μόχθο.
«Βιος ανεόρταστος, μακρά οδός απανδόκευτος», έλεγαν οι αρχαίοι.
Μετά τ’ Αη-Γιωργιού, ετοιμάζονταν τα τσελιγκάτα για τα βουνά. Ατελείωτα κοπάδια, κουδούνια, σκυλιά, μουλάρια, φορτωμένα με καρδάρια και κάδες, ξεκινούσαν το καλοκαιρινό τους ταξίδι.
Ο χρόνος για τους βοσκούς χωρίζεται στη μέση απ’ τις γιορτές τ’ Αη-Γιωργιού ως τ’ Αη-Δημητριού.
Έτσι καθόριζαν και τη ρόγα.
Έπαιρνε ο τσομπάνης τη φλογέρα του, τους ποιμενικούς σκοπούς του και ανέβαινε ψηλά στις ραχούλες και τα βουνά σαν τον αητό.
«Βλαχούλα εροβόλαγε από ψηλή ραχούλα
Σέρνει στα πόδια της δροσιά
και μόσχο στην ποδιά της…»
Μια ρήση λέει: «Η ζωή αρχίζει απ’ το ψωμί». Πράγματι ο πρώτος αγώνας του ανθρώπου ήταν να εξασφαλίσει το ψωμί του, να θρέψει την οικογένειά του. ‘Άνδρες, γυναίκες, όλοι ξωμάχοι στα χωράφια να μαζέψουν τον καρπό.
Λιοπύρι, ιδρώτας και κάματος. Που έβρισκαν το κουράγιο, αναρωτιέται κανείς και έπιαναν το τραγούδι;
Είναι η δύναμη που κρύβει το τραγούδι, να ξαλαφρώνει την κούραση, να συντηρεί την ελπίδα και τα
όνειρα.
«Μια κόρη Τζουμερκιώτισσα, με κεντητό μαντήλι
στα σταυροδρόμια θέριζε, όλο το μεσημέρι.
Κι εγώ που περνοδιάβαινα, στο Γρίβα καβαλάρης…»
Γι αυτό δεν μπορούμε να ξεχάσουμε κείνη τη μυρωδιά του φούρνου και του ζεστού ψωμιού, που μας έδινε η μάνα μας, πασπαλισμένο με λάδι και ζάχαρη!
Εκεί που έσφυζε το παιδομάνι, εκεί που υπήρχαν φωνές και τραγούδια, σήμερα απλώνεται η ερημιά και η εγκατάλειψη.
Κάποιοι απόμαχοι της ζωής, γέροι και γριές απόμειναν στις αυλές των σπιτιών να θυμούνται, να εξιστορούν και να κοιτάνε πέρα μακριά στον ορίζοντα, όσο φτάνει το μάτι τους και να συλλογίζονται παιδιά, εγγόνια και αλλοτινά τους χρόνια.
Αρνούνται πεισματικά να αφήσουν αυτή τη γη, γιατί μ’ αυτή δέθηκαν, αυτήν πότισαν με τον ιδρώτα τους, σ’ αυτήν θέλουν να μείνουν για πάντα.
Φυλάνε σα να ‘ταν ακρίτες, τις έρμες λαγκαδιές, αναπολούν δακρύζουν, αναστενάζουν.
Άλλοτε πάλι μουρμουρίζουν…
«Τι χιόνι σήκωσαν τούτες οι πλάτες,
κανένας δεν το ‘μαθε κανένας…»
Η μόνη συνοδιά τους ο βασιλικός στο παραθύρι, οι μολόχες κι οι ντάλιες, οι μαντζουράνες κι οι
τριανταφυλλιές, φυτά ανθεκτικά, που αντέχουν σαν τα’ αφεντικά τους!
Ζούγρος Γιώργος
Δάσκαλος-Συγγραφέας
Παρασκευή 6 Ιουλίου 2018
Δευτέρα 11 Ιουνίου 2018
σχεδόν όλες οι πιο κάτω λέξεις μιλιόντουσαν και στην δική μας την περιοχή και όχι μόνο στην Ήπειρο που αναφέρει το κείμενο.
Κ Μ
Πρόσφατα ασχοληθήκαμε στην τάξη με το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου: «Να 'σαι καλά, δάσκαλε», όπου ένας νεαρός φιλόλογος, σε κάποιο χωριό της ελληνικής υπαίθρου, κατάφερε να κάνει τους μαθητές του να νιώσουν περήφανοι για τη γλώσσα τους, τα τραγούδια τους, την παράδοση του τόπου τους και να μην τα θεωρούν όπως χαρακτηριστικά λέει ως «παλιατσαρίες».
Κ Μ
Πρόσφατα ασχοληθήκαμε στην τάξη με το διήγημα του Γιώργου Ιωάννου: «Να 'σαι καλά, δάσκαλε», όπου ένας νεαρός φιλόλογος, σε κάποιο χωριό της ελληνικής υπαίθρου, κατάφερε να κάνει τους μαθητές του να νιώσουν περήφανοι για τη γλώσσα τους, τα τραγούδια τους, την παράδοση του τόπου τους και να μην τα θεωρούν όπως χαρακτηριστικά λέει ως «παλιατσαρίες».
Ανάλογα αισθήματα μας διακατείχαν κι εμάς, όσους μεγαλώσαμε σε κάποιο ηπειρώτικο χωριό, όταν ερχόμασταν αντιμέτωποι με το ιδίωμα των γονιών μας, των γεροντότερων, των πιο λαϊκών και αυθεντικών ανθρώπων του χωριού.
Ντρεπόμασταν, προσπαθούσαμε να το αποφύγουμε όπως «ο διάολος το λιβάνι» και επικρίναμε και τους δικούς μας, όταν μιλούσαν τη ντοπιολαλιά τους μπροστά σε ξένους, μορφωμένους.
Μεγαλώνοντας, σπουδάζοντας τη ζωή, μαθαίνεις να εκτιμάς περισσότερο το αυθεντικό, το ανεπιτήδευτο, το γνήσια λαϊκό κι αρχίζεις να αναζητάς τη ρίζα του.
Έτσι αυτό απενοχοποιείται, αποκτά αξία και σταδιακά κερδίζει το σεβασμό σου. Η έκπληξη γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, όταν διαπιστώνεις ότι πολλές απ’ αυτές τις λέξεις, έλκουν κατευθείαν την καταγωγή τους από την αρχαία ελληνική διάλεκτο και αποτελούν ζωντανές αποδείξεις της συνέχειας της γλώσσας μας.
Σταχυολόγησα ορισμένες τέτοιες ηπειρώτικες λέξεις με αρχαιοελληνική προέλευση και τις μοιράζομαι μαζί σας.
· Αγγειά = Αγγεία, οικοσκευή. Ομηρική λέξη «άγγος».
Ιλιάδα Β, 471και Οδύσσεια 286 α β,
· Αγκίδα = μυτερή σχίζα ξύλου. Από το αρχαίο ελληνικό ουσιαστικό:«ακίς – ίδος».
· Αγκούσα, (η) = Μεγάλο άγχος που συνοδεύεται με αναστεναγμό και μερικές φορές με κλάμα, το βάρος στο στήθος. (Κατά τον Γ. Χατζιδάκη η λέξη είναι αρχαία ελληνική και αποτελεί παραφθορά του τύπου ογκούσα, μετοχής του ρήματος ογκούμαι (= συσσωρεύομαι, εξογκώνομαι. Κατά άλλους προέρχεται από το λατινικό angustia (= τα στενά, η στενοχώρια, οι πύλες ).
· Αγκωνή=η δεξιά και αριστερή πλευρά του τζακιού. Μεσαιωνική ελληνική αγκωνή < αγκών + γωνία (συμφυρμός).
· Ακουρμάζομαι και ακουρμαίνομαι= Ακούω με μεγάλη προσοχή, μερικές φορές βάζοντας το χέρι και στο αυτί. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ἀκροῶμαι= ακούω με προσοχή κάποιον.
· Απιθώνω=αφήνω κάτω. Από τη μεσαιωνική ελληνική αποθώνω που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό αποθέτω.
· Αψυχάω=τσιγκουνεύομαι. Από το στερητικό α- και τη λέξη ψυχή
· Γάστρα = μετάλλινος κινητός καμπύλος φούρνος. Παράγεται από την ομηρική λέξη «γάστρη» =το κοίλον του αγγείου). Οδύσσεια θ 437.
· Γούπατο= γούπατο. Από συμφυρμό των ομηρικών λέξεων «γη» και «πάτος» (Ιλιάδα Ζ, 202, Ι, 1190).
· Δοκήθηκα (το δοκήθηκα)=το αντιλήφθηκα, το κατάλαβα, το ένιωσα. Από το αρχαίο ρήμα δοκέω-ῶ=μου φαίνεται, θεωρώ, πιστεύω, νομίζω.
· Ζεύλα και ζεύγλα= το καμπύλο μέροςτου ζυγού μέσα από το οποίο περνά ο λαιμός του ζώου. Προέρχεται από το αρχαίο ρήμα ζεύγνυμι= βάζω κάτω από το ζυγό.
· Θημωνιά = θημωνιά. Ομηρική λέξη «θημών – ωνος». Οδύσσεια ε, 368
· Κοσσιά= κοσσιά, κλαδευτήρι χόρτων. Από το ρήμα «κόσσω»=κόβω.
· Καλοπίχειρα=εύκολα (επίρρημα). Από το επίθετο καλός και το ρήμα επιχειρώ.
· Λανάρι=Ξύλινο εργαλείο από μονοκόμματο επίπεδο ξύλο στη μια άκρη του οποίου είναι προσαρμοσμένα σιδερένια δόντια για το ξάσιμο το μαλλιού. Από τη Ομηρική λέξη «λήνος»=μαλλί
· Λιμασμένος=κατεχόμενος από άγρια πείνα. Από την αρχαία λέξη λιμός=πείνα.
· Λυσιά=ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από το ρήμα λύω=λύνω, ανοίγω
· Μολόημα=περιστατικό που αξίζει να διηγηθεί. Από το ρήμα ομολογέω-ώ, ομολόγημα, μολόημα.
· Μπούτα = ξύλινο δοχείο για το χτύπημα του γάλακτος. Από την αρχαία ελληνική λέξη «βύτις» ή «βύττις».
· Μαστάρι=Εξέλιξη της αρχαίας λέξης μαστός.
· Νήλα και νίλα= συμφορά, ταλαιπωρία. Από την ομηρική λέξη «νηλής –ές» (Ιλιάδα, 632, Λ, 484, Π, 233) =ανηλεής, σκληρός.
· Νίβομαι=πλένω το πρόσωπό μου, από το αρχαίο ρήμα νίπτω
· Ξυθάλι = μασιά για τα κάρβουνα, εξάρτημα τζακιού για το σκάλισμα της θράκας. Από τις ομηρικές λέξεις «ξέω» =ξύνω και «αιθάλη» =στάχτη, καπνιά.
· Ορμηνεύω=συμβουλεύω. Παραφθορά από το ρήμα ερμηνεύω.
· Παραγκώμι=παρατσούκλι. Από την πρόθεση παρά και την αρχαία λέξη εγκώμιον.
· Πάφλας= τενεκές. Από το ρήμα «παφλάζω» =κάνω κρότο. (Παφλασμός= ο ήχος από τα κύματα που σκάνε στην ακτή).Ο τενεκές, όπως είναι γνωστό, παράγει κρότο με την κάθε μετακίνησή του ή με κάθε χτύπημα.
· Ποδένομαι=φοράω τα παπούτσια μου, από τη λέξη υπόδημα, μεταγενέστερο ρήμα υποδένομαι.
· Ποριά= ξύλινη, αυτοσχέδια πόρτα. Από τη λέξη πόρος=πέρασμα, άνοιγμα.
· Πυρομάδα= πυρωμένη στα κάρβουνα ή στο τζάκι φέτα ψωμιού. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ» και «ωμός»= άψητος (Χ, 347 και μ, 396).
· Πυροστιά = πυροστιά, τρίποδο ή τετράποδο σιδερένιο εξάρτημα-βοήθημα, που μπαίνει στη φωτιά. Από τις ομηρικές λέξεις «πυρ- ός» και «ιστίη»=εστία.
· Ρούγα = ρούγα, δρόμος πόλης. Ομηρική λέξη «ρωξ – ρωγός», στενωπός. Οδύσσεια χ, 143.
· Ρούσα= ξανθή. Από τη λέξη «ρύσσιος», «ρούσιος» =κοκκινωπός, ξανθοκόκκινος.
· Στέρφο = άγονο(από την ομηρική λέξη «στείρη» από την οποία παράγεται η λέξη «στέριφος»).
· Στουρνάρι = στουρνάρι, αχμηρό σκληρό πέτρωμα. Παράγεται από το ρήμα «στόρνυμι» ή «στορέννυμι» (μεσαιωνική λέξη «στόρνυμαι» =εξομαλύνω). Από το ρήμα αυτό παράγεται και το «στορύνη» (=χειρουργικό εργαλείο με οξεία αιχμή) και η λέξη «στορεύς –έως» (= παραγωγή πυρός με την τριβή).
· Στρέω=συμφωνώ, αποδέχομαι κάτι που με συμφέρει.(Συνήθης έκφραση:"δε με στρέει"= δε με συμφέρει, δε συμφωνώ) Από το αρχαίο ρήμα στέργω.
· Τάλαρος = μεγάλος ξύλινος κάδος, ξύλινο δοχείο για κρασί. Από την ομηρική λέξη «τάλαρος»: «πλεκτοίς εν ταλάροισι φέρον μελιηδέα καρπόν =σε πλεκτά καλάθια καρπούς γλυκούς», Ιλιάδα, 568, «πλεκτοίς εν ταλάροισι αμησάμενοι κατέθηκεν = σε πλεκτά τυροβόλια έβαλε», Οδύσσεια ι, 247.
Παρασκευή 8 Ιουνίου 2018
Και στα δικά μας τα μέρη υπήρχαν Χάνια με γνωστότερα
Το χάνι του Καραπιστόλη στη θέση ΧΑΝΙΑ κοντά στις όχθες του ποταμιού Κόκκινου ακριβώς απέναντι από το εξωκκλήσι της Μεταμόρφωσης του Σωτήρος .
Το χάνι του Κωνστανελου στο Στενό και λίγο πιο πέρα στον οικισμό Χάνια το χάνι του Κτσάκου.
Νεότερο χάνι ήταν του Γκέκα στην γέφυρα του Κόκκινου .
Τα χάνια και ο αγωγιάτης
Τα χάνια & ο αγωγιάτης
(του Ζάχου Ξηροτύρη)
Ποιος από τα παιδιά μας και τα εγγόνια μας ξέρει ή θα πιστέψει τί ήταν τα χάνια; Ακούν καμιά φορά χάνια και χάνει ο νους τους, θέλουν διερμηνέα να τους εξηγήσει τί ήταν αυτά τα χάνια.
Ήταν απομονωμένα. κατοικητήρια, κάτι μακρόστενα κτίρια που ξεφύτρωναν στα σταυροδρόμια και στις πιο ειδυλλιακές τοποθεσίες με μαγικές της φύσης ομορφιές, έργα μαστόρων τεχνιτών, που η δόμηση τους γινόταν με μεράκι. Ήταν τα λεγόμενα Πανδοχεία, που διανυκτέρευαν περαστικοί κι αλαργινοί και ολόκληρα καραβάνια, σαν αυτά του Ρόβο. Ειδυλλιακές οι τοποθεσίες των χανιών στην ύπαιθρο, τόσο που όλοι ζήλευαν τη ζωή του χατζή. «Ήθελα, να ‘μουνα χατζής να κάθομαι στη στράτα, και να νταραβερίζομαι τον κόσμο π' αραδιάζει».
Και δεν ήταν χάνια μόνο στην ερημιά, γιατί ερημιά ήταν όλος ο τόπος, αφού δρόμοι και συγκοινωνία δεν υπήρχε τότε, αλλά και στις πόλεις και τις κωμοπόλεις, γιατί εκεί θα πήγαιναν οι χωρικοί όλοι με τα ζώα τους, για τις υποθέσεις τους, να ψωνίσουν ή να πουλήσουν προϊόντα κι έπρεπε να στεγασθούν και τα ζώα τους να ξεκουραστούν και να τροφισθούν, για να πάρουν το δρόμο της επιστροφής την ίδια ή την άλλη μέρα βαρυφορτωμένοι.
Σήμερα, αυτά τα χάνια ρήμαξαν κι έμεινε η λέξη χάνια μόνο, που άλλοτε καραβάνια από αλογομούλαρα διακινούνταν και εξυπηρετούσαν τον άνθρωπο. Μ’ ένα λόγο, τα χάνια ήταν τα λιμάνια της ξηράς. Δεν ήξεραν οι παλιοί τι θα πει ρόδα, όλη η συγκοινωνία και διακόμιση γινόταν με ζώα. Σήμερα έχασαν τα χάνια και την αξία τους και τη μορφή τους, άλλα ερειπώθηκαν και άλλα έγιναν ξενοδοχεία ή εξοχικά κέντρα ή πολυκατοικίες.
Ήταν τα χάνια τότε ξενοδοχεία ύπνου και φαγητού για τους ανθρώπους και σταύλους για τα ζώα, γι’ αυτό πήραν και τ' όνομα πανδοχείο.
Τα ζώα τότε —και ήταν αναρίθμητα, γιατί κανένας χωρικός δεν ήταν χωρίς ζώο— ήταν η κούρσα, το φορτηγό, το λεωφορείο του σήμερα, για να μεταφέρουν ανθρώπους και όλα τα απαραίτητα..
Για τη δουλειά αυτή υπήρχε και ιδιαίτερο επάγγελμα, ο αγωγιάτης, ο συνοδός των ζώων, που διήνυε μιας και δυο ημερών διαδρομή ώσπου να φθάσουν στον προορισμό τους οι μισθωτές των ζώων. Το επάγγελμα αυτό του αγωγιάτη, που τόσες θετικές υπηρεσίες προσέφερε, είναι πανάρχαιο, όπως μας λέει ο μύθος «περί όνου σκιάς».
Τα Άβδηρα, μέσα στους μύθους και την παράδοση και τους τόσους Αβδηρητισμούς, παρέδωσαν στην αιωνιότητα, και τη δίκη περί όνου σκιάς, κάτι που σήμερα το μεταχειριζόμαστε κάθε λίγο για ασήμαντα πράγματα.
Να όμως, που η ασήμαντη! σκιά του όνου κάποτε έγινε τόσο σημαντική, που έφερε διαπληκτισμούς μεταξύ αγωγιάτη και επιστάτη και δικαστικούς αγώνες που συγκλόνισαν τα Άβδηρα. Και να, πώς έγινε, όπως μας λέει ο Γερμανός Βίλατ, μυθιστοριογράφος, στο μυθιστόρημα του «Η των Αβδηριτών ιστορία»:
Ένας οδοντογιατρός ονόματι Στρουθίων, ήθελε να πάει από τα Άβδηρα σ' ένα γειτονικό χωριό όπου γινόταν παζάρι. Ιούλιος μήνας, που ο ήλιος έψηνε το καρβέλι, ζέστη αφόρητη, δεντράκι να ισκιώσουν για λίγο δεν υπήρχε. Άξαφνα, του γιατρού του ήρθε μια σοφή ιδέα, να εκμεταλλευθεί τη σκιά του γαϊδάρου. Σταματάει το γάιδαρο, κατεβαίνει και τρυπώνει κάτω από την κοιλιά του γαϊδάρου που έκανε σκιά. Ο αγωγιάτης όμως ήθελε τη σκιά για τον εαυτό του και η φιλονικία δεν άργησε, ο καθένας διεκδικούσε τη σκιά, ο γιατρός σαν μισθωτής και ο αγωγιάτης σαν ιδιοκτήτης. Ο ένας έλεγε ότι είχε μισθώσει το γάιδαρο και του ανήκει η σκιά, ο άλλος ότι δεν του μίσθωσε τη σκιά, αλλά το γάιδαρο μόνο. Ευτυχώς επικράτησε νηφαλιότερη σκέψη, γύρισαν πίσω στα Άβδηρα και κατέφυγαν στην κρίση της δικαιοσύνης. Εις μάτην δικαστές και δικηγόροι προσπαθούσαν να εύρουν λύση και όλοι οι Αβδηρίτες τότε, προ του αδιεξόδου, πρότειναν να τεθεί το θέμα προς κρίση στη Βουλή και τη Γερουσία.
Λύση όμως δε βρέθηκε και τότε οι Αβδηρίτες βρήκαν τη δική τους πρακτικότερη: Διαμέλισαν το ατυχές ζώο, γιατί το θεώρησαν σαν αιτία κακού, αποζημίωσαν όλοι οι Αβδηρίτες τον ιδιοκτήτη και ξαναβρήκαν τη γαλήνη τους.
Το επάγγελμα του αγωγιάτη είναι ένα ιδιόρρυθμο επάγγελμα, μα άκρως εξυπηρετικό. Δουλειά του είναι η μεταφορά, με ζώα, ανθρώπων και παντοειδών πραγμάτων και εμπορευμάτων, για τη διακίνηση όμως όλων αυτών υπάρχει ιδιαίτερο δίκαιο, το δίκαιο των μεταφορών. Ο αγωγιάτης αναλαμβάνει τον κίνδυνο της μεταφοράς, ο δε εντολέας του θα τον αποζημιώσει για την ημεραργία του, αν το εμπόρευμα δεν είναι έτοιμο να του παραδοθεί συμφωνά με την εντολή που του έδωκε. Με την εντολή που θα λάβει υπογράφεται συμβόλαιο άτυπο μεν, αλλά ισχυρό. Μόνο μια περίπτωση απαλλάσσει τον μεταφορέα αγωγιάτη, αν το ζώο του αρρωστήσει ή ψοφήσει. Τότε απαλλάσσεται γιατί αυτός έπαθε τη μεγάλη ζημιά και διότι δεν είναι υπαίτιος.
Ο αγωγιάτης ξέρει καλά τους δρόμους και τα μονοπάτια για να συντομεύει το δρόμο και να σε βγάλει πάλι στον κύριο δρόμο, να συνεχίσεις το δρομολόγιο σου. Πολλές φορές οι αγωγιάτες είναι αναγκασμένοι να περάσουν και μικροπόταμα και κατεβασμένα ρέματα. Τότε μπαίνουν μέσα και κρατώντας από τα χαλινάρια το ζώο, το τραβάνε δυνατά και με φωνές το προτρέπουν και το ενθαρρύνουν. Ο επιβάτης το μόνο που έχει να κάνει, είναι να κλείσει τα μάτια του, κατά προτροπή του αγωγιάτη, να μη βλέπει και ζαλιστεί. Άλλοτε πάλι πιάνεται από την ουρά του αλόγου και βγαίνει στην αντίπερα όχθη.
Αν ο δρόμος είναι μακρινός και δεν τους παίρνει η ώρα, θα μείνουν σε κάποιο χάνι, που θα βρουν πάντα ανοικτό, θα μείνουν, θα φάνε την περιβόητη φασολάδα ή καμιά γίδα βραστή, θα πιουν το κρασάκι τους, θα κοιμηθούν και θα συνεχίσουν την άλλη μέρα. Όσο για το μενού, δεν πολυσκοτίζονταν, «καλαμπαλίκι έπεσε, νερό στη φασολάδα». Αν έρχονταν πολλοί πελάτες, έριχναν νερό στη φασολάδα και χόρταιναν πεντακισχίλιοι. Μια έννοια είχαν, να ‘χει ξιδόκρασο, για καλό κρασί δεν γινόταν λόγος, «να πίνουν οι διαβάτες και να μην πολυπροσέχουν το ζύγι στο τριφύλλι».
Άπληστος ο χατζής σαν το μυλωνά, άλλωστε πόσους απ' αυτούς τους περαστικούς θα ξανάβλεπε; Κι αν ξαναπερνούσε κανένας ύστερα από ένα χρόνο και τον θυμούνταν, του ‘λεγε εκείνο που έμεινε παροιμιώδες για τους χατζήδες και τους μπακάληδες: «Φίλοι, με το συμπάθιο, πέρσι που ξαναπέρασες, ξέχασες να πληρώσεις στη βία σου μισή οκά κρασί». Κι εκείνος, αμφιβάλλοντας, το πλήρωνε, χωρίς βέβαια να το χρωστάει.
Και δεν ήταν τα χάνια μόνο λιμάνια της ξηράς για τους διακινούμενους, αλλά και πρακτορεία ειδήσεων και ο αγωγιάτης ταχυδρόμος και διαλαλητής των νέων που μάθαινε. Και θα μάθει πολλά ο αγωγιάτης, γιατί είναι ο μόνος πολυταξιδεμένος από χωριό σε χωριό κι από πόλη σε πόλη, άλλωστε συχνά μεταφέρει πρωτευουσιάνους και επίσημα πρόσωπα, που κάτι θα ξέρουν από την πόλη ή την πρωτεύουσα.
Σήμερα χάθηκαν τα χάνια, έλειψαν οι αγωγιάτες, μαράζωσε και αυτό το επάγγελμα, το τόσο εξυπηρετικό άλλοτε. Τα χάνια τα κατάπιε ο οικοδομικός οργασμός και η βιομηχανία με το μεγάλο στόμα και τους αγωγιάτες τους κατήργησε η ρόδα..
Πηγή: Ζάχος Ξηροτύρης, «Ήθη Έθιμα & Δοξασίες του λαού μας»
Επιμέλεια-Ανάρτηση: Τάκης Ευθυμίου
Δευτέρα 4 Ιουνίου 2018
Χαιρετισμός αναχωρησάντων ...
Ο συγχωριανός μας Γεωργιος Καραμπέτσος του Χαράλαμπους ( Τσαλδάρης ) και της ευθυμίας που ζούσε στην Αθήνα , εργολάβος στο επάγγελμα , έφυγε από αυτό τον κόσμο ....
Η κηδεία έγινε το περασμένο Σάββατο στο νεκροταφείο της Βουλας .
Καλό ταξίδι και θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του .
Ο συγχωριανός μας Γεωργιος Καραμπέτσος του Χαράλαμπους ( Τσαλδάρης ) και της ευθυμίας που ζούσε στην Αθήνα , εργολάβος στο επάγγελμα , έφυγε από αυτό τον κόσμο ....
Η κηδεία έγινε το περασμένο Σάββατο στο νεκροταφείο της Βουλας .
Καλό ταξίδι και θερμά συλλυπητήρια στους οικείους του .
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)