Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

 

Σε πρώτο πλάνο οι αείμνηστοι Ιουλία και Γιάννης Καραμπέτσος 

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Το χάνι του Γκέκα

 



Το χάνι του Γκέκα στην άκρη της γέφυρας του Κόκκινου ποταμού λίγο πριν σκεπαστεί από τα νερά της λίμνης.

Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Ανάρτηση του Δημήτρη Παπανώτα για τα Βαρδούσια και την Γκιώνα /Αθανάσιος Διάκος και Λιδωρίκι

 Το χωριό Αθανάσιος Διάκος Φωκίδας είναι ίσως από τα πιό όμορφα που έχω δει.  Όταν πάτε θα νιώσετε ότι είστε στις Άλπεις.  Η κορυφή των Βαρδουσίων κρέμεται πάνω από το χωριό.  

Ο ποταμός Μόρνος πηγάζει λίγο πιό πάνω από τα σπίτια και διασχίζει το χωριό μέσα από έναν υπέροχο διαμορφωμένο χώρο όπου μπορείτε να χαθείτε στον ήχο του νερού και στη δροσιά από τα πλατάνια . Η πλατεία του χωριού πέτρινη με ένα γέρο πλάτανο στο κέντρο της.  Από τον κορμό του τρέχει νερό.  Το πίνεις και χωνεύεις ολόκληρο αρνί...😅

😂🤣 Το φαγητό απλά δεν παίζεται.  Ο φίλος μου ο Κώστας Μαστροκωστόπουλος θα σας γνωρίσει γεύσεις ξεχωριστές από ντόπια προϊόντα,  στην ταβέρνα του,  το Μετερίζι.  Και θα σας φιλοξενήσει ζεστά στο ξενοδοχείο του,  λίγο πιο πάνω από την πλατεία.

  Πιο χαμηλά από το χωριό,  το οποίο βρίσκεται στα 1100 μέτρα υψόμετρο,  η λίμνη του Μόρνου και το πανέμορφο Λιδωρίκι.  Αξίζει να το δείτε κι αυτό.  Ο δρόμος που θα σας οδηγήσει εκεί βρίσκεται στην κοιλάδα του Μόρνου με τον ορεινό όγκο των Βαρδουσίων από τη μιά και την πανύψηλη Γκιώνα από την άλλη.  

Στην πιο απότομη πλαγιά της Γκιώνας,  η Συκιά.  Άλλο πανέμορφο χωριό στο δρόμο προς Λιδωρίκι.  Πάνω από τη Συκιά,  η Γκιώνα ανεβαίνει σχεδόν κάθετα,  600 ολόκληρα μέτρα.  Σε αυτό το άγριο τοπίο υπάρχει έντονη δραστηριότητα ορειβασίας και αναρρίχησης. 

 Τον απογευματινό καφέ να τον πιείτε στην πλατεία του Λιδωρικίου.  Φυσικά πέτρινη,  φυσικά με πλάτανο και φυσικά με κρήνη,  επίσης πέτρινη,  που τρέχει συνεχώς.  Ένα καινούργιο καφέ πάνω στην πλατεία,  πανέμορφο,  θα σας ενθουσιάσει.  Όπως και τα τοπικά προϊόντα στα γύρω μαγαζιά.  Προτείνω τοπικό μέλι,  φέτα και κρέας.  Κατσίκι,  αρνί αλλά και βοδινό.

  Καλή διασκέδαση...

Δημήτρης Παπανώτας 

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα: ο θείος από την Γκιώνα. ( από την Συκιά!)

 ΙΟΥ, 2025, 21:01

Διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα: ο θείος από την Γκιώνα.

Ο άλλος χαμογέλασε, ρίξαντας μια ντροπερή ματιά προς τα μένα.

— Ο θείος μου, μου κάνει, απ’ την Γκιώνα. Είχ’ έρθει να μας δει και τώρα φεύγει. Τάχει με τον Δήμαρχο!

Απομείναμε οι δυο μας… Αραιοί οι επιβάτες και διάσπαρτοι, ενώ και η «Ταχεία» ξεκινούσε. Αυτός σταυροκοπήθηκε: «Αϊλιά μ’»… τον άκουσα.

Κοίταξα τον άνθρωπό μου καλύτερα. Στην κεφάλα του αψηλά – ίδια η υδρόγειος! – χρέη καπέλου του εξετέλαε μια σκούφια. Δεν ήταν μεγαλύτερη απόνα πιατέλο του τσαγιού. Μόνο ότι ήταν μέσ’ στη λίγδα… Στο κούτελό του, έως τα φρύδια του, μαυρόπυκνη έπεφτε των μαλλιών του η απλάδα. Και κάτω από τη μύτη του (τέλεια ρυθμού ελληνικού) έπεφτε – κατωφερώς στο πιγούνι του – η μουστάκα. Το «όλον» του σου ‘φερνε στην ιδέα σου μαντρόσκυλους, απ’ αυτούς που γυροφέρνουν και βαδίζουνε στις στρούγκες.

Μα γι’ αυτόν αλλού έβρεχε. Στηρίχτηκε με τις φούχτες στην γκλίτσα του κι άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα χαβά του:

«… Κιτρουλεϊμουνιά, ορέ κιτρουλεϊμουνιά

κιτρουλεϊμουνιά κι μαντζουράνα μου…»

Για ιδές, λέω, κόσμος που ούδε τον υποπτευόμαστε καν. Τούτος ο άνθρωπος ζη τουλάχιστον στον αιώνα που πέρασε και ζη ευχαριστημένος. Ενώ εμείς…

***

— Για πού με το καλό; τον αρωτάω.

— Για του Μπράλλου.

— Κατάγεσαι αποκεί;

— Πιο ζερβά, απ’ την Γκιώνα. Θες να μάθ’ς; Απ’ τη Σ’κιά άιν τ’ν ξέρεις. Δωριέας είμι.

— Κοντά στην Αμφισσα;

— Πώς μου τ’ν είπες;

— Μαθές απ’ τα Σάλωνα;

— Ε, πιο πάν’ λ’γάκι. Σ’ είπα, απ’ την Γκιώνα.

— Κι επαγγέλλεσαι;

– Πώς μ’ τόπες;

— Δηλαδή τι δουλειά κάνεις;

— Δ’λειά; Να, τσοπάνος.

— Είσαι τσέλιγκας;

— Δεν έχου τόσα, μα με φτάν’ ν.

— Είσαι παντρεμένος;

— Ιέχου τη Γιουργούλα μ’.

— Παιδιά έχεις;

— Ιέχου ανηψούδια. Το π’δί που κατέβηκε ανηψούδι μ’ είνι.

— Κι είχες έρθει να τον δεις;

— Ιγώ τουν χάλεψα να με βάλ’ σε μια θέσ’.

— Και δε σ’ έβαλε;

— Αστα!, άστα!, μην τα μουλουγάς… Και μην τα κραίν’ς.

Την ίδια στιγμή μπαίνει ο κοντρολέρ των εισιτηρίων με το «τρυπησιόν» του στο χέρι: «Παρακαλώ, τα εισιτήρια».

Τρύπησε το δικό μου και μου τόδωσε. Πήρε και του φίλου… «Μα το εισιτήριό σας, του κάνει μετά γοργή παρατήρηση, είναι για την “τακτική” αμαξοστοιχία! Αυτή εδώ είναι η “Ταχεία”!. Θα πληρώστε τη διαφορά!».

Ο άνθρωπός μου τον τήραξε. Ηταν κάτι τις το απερίμεντο. «Θαύμα ατραξιόν!»… συλλογίστηκα.

— Θα πληρώστε τη διαφορά, ξαναλέει. Κι άνοιξε να το συμβουλευτεί ένα κιταπάκι.

— Μαθές;… κάνει ο άμοιρος. Π’δής τρέχει αυτό θέλ’ς να μ’ πεις;

— Φυσικά.

— Ορέ π’δί μ’ ποιος του βιάζ’; Θέλ’ κι τρέχει. “Ας πααίνει αγαλιώτερα… τι ευκή, πααίνει σαν να του βάλαν νέφτ’ στουν κώλου;

— Τι λες, ρε μπάρμπα! του κάνει ο υπάλληλος. Δε βιάζεσαι συ, βιάζονται οι άλλοι.

— Ας πλερώσουν αυτοίνοι!. τι με φουρτών’ς ιμένα;

Τελοσπάντων τα κανόνισα εγώ. Πλήρωσα εγώ τη διαφορά. Κι ο υπάλληλος έφυγε. Ο συνταξιδιώτης μου βόλεψε ήσυχα – ήσυχα το στο πλάι του τράστο του κι απέ, ως νάχε βρει εκειδά το δίκιο του: «Αμ δι σφάξανε! μου κάνει. Για κορόιδο μι πέρασε;»

***

–(…)Μα τι απόγινε για τη θέση σου δε μου πες.

— Αφ’ σι να φάω ψμι και σ’ λέω.

Κι άρχισε να ματσουλάει κάμποση ώρα…

…– «Θ’νά τ’ γάμαγα τ’ μάνα!, κάνει ως απόφαγε, αλλά ας έχει χατήρ’ τ’ ανηψουδιού μου. Τη “θέσ'” ιγώ τη διάλεξα, αλλά το ανηψούδι μ’ το θ’ κο του: “Δε σ’ κάνει αυτήνη η δ’λειά, θείγιε μ'”, επίμενε. “Ουόχι, τ’ λέου. Είσι ή δεν είσι ανηψούδι μ’; Ιγώ αυτήνη θέλου!.”. Μίλησε του κυρ – Δήμαρχου κι του προυί πάω μπονώρα. Στέκουμαι στη σιδερένια ανέμη κι όποιους έμπαινε μέσα – χαρτάκι: ένα κομμάτ’ ιγώ ιφημερίδα – μια δραχμούλα αυτός στο χέρι μ’. Σ’ λέου δ’λειά κιλεπούρ’!…».

Η περιέργειά μου ήταν άφταστη!. «… Δεν είχα παράπονο, τον ακώ να συνεχίζει, ούλ’ πλέρωναν. Ούλοι ιβγινείς, ούλ’ κύριοι, κάναν τι κάναν κι απέ φεύγανι».

— Δε μου χαρίζεις τ’ όνομά σου; του λέω, μπάρμπα…

— Γιώργους! μου κάνει.

— Μπαρμπαγιώργο, του λέω, αυτή η δουλειά, αυτό το μαγαζί, πού ακριβώς βρίσκεται;

— Ξέρω να σ’ πω; σε μια πλατέα όμως είνι. Ιέχει κάτι σκαλάκια και κατιβαίνεις ‘σακάτου. Ούλο καθρέφτες κι πορτούλες είνι τ’ άτιμου. Σ’ λέου κιλεπούρ’!…

***

«Ας καθόσουν, του λέω, ας μην έφευγες. Η δουλειά καλή ‘ταν» του κάνω.

— Ιγώ έφυγα για μι σκόλασαν; Και θ’ να τ’ γάμαγα τη μάνα, αλλά για χατήρ’…

— Τι συνέβηκε, ρε μπάρμπα;

— Ακ’ ν’ ακούεις.

Κι ήμουν όλος αφτιά. Η «ιστορία» έγιν’ έτσι:

Σε κάνα δυο ώρες – λέει – η περιέργεια δεν τον άφηνε. Δεν κύτταε να δει το μαγαζί; Δεν άνοιγε μια πορτούλα να δει μέσα; «Ανοίγου ένα καμαρίνι – λέει – Και τι να ιδώ; Εναν θεουκιρατά μισοκαθιστόν να κάνει εκεί το… χοντρό του!»

Η καταπλαή του – λέει – δε λέγονταν. «Τι κάν’ς αυτού ρε;» τ’ λέου. Λέει. «Τ’ν ανάγκη μ’!».

— Κι ήρθις ιδώ να βγάλ’ς το σβέρκου σ’; του κραίνω. «Αμ’ πού να πάω;» μ’ αποκρίνιτι.

— Χάθ’καν όρε, του λέου, τα γρασίδια;

Και τον αρπάζει απ’ τον σβέρκο. «Οξου όρε θεουκιρατά… παλιοτόμαρου!».

Και τον αρχινάει στις κλωτσιές. Ξεκουμπίστηκε αυτός, φοβερίζοντας ότι θα διαμαρτυρηθεί του Δημάρχου.

— Πού θα μ’ πας; του λέου. στον κυρ-Δήμαρχου; Αμ’ ιμένα ποιος μ’ έβαλι ορέ όρνιου εδωδά; Ο κυρ – Δήμαρχος δε μ’ έβαλι; Χάι-Χάι ορέ χαϊβάνι!.

«… Αχ!- Αχ!.. Αχ!.. Και κοντά;» Θα τρελαίνομαν…

Μα αυτός αλλού βρέχει. Είχε εξαγριωθεί τώρα κι άστραφταν μαύρες στράψες τα μάτια του, ενώ και τη μουστάκα του – στρίβοντας – την είχε κάμει ως τσιγκέλι!.

… «Στο παρακάτω, λέει, καμαρίνι πάλ’ τα ίδια!». Αλλον φουκαρά εκεί άρπαξε σαν «κισέμ’» από τον σβέρκο!. «Μάιδε τα σουρέλα του, λέει, δεν πρόφτασε να συμμάσει ο θεοτούμπης!»… τον έσυρε ως πάνω στο πεζοδρόμιο, σαν – προς σφαγή – κάνα κριάρι!.. Εκεί στο ρείθρο τον προυμούτισε!.

— Τι του πέρασις ιδώ ορέ… (του «φούγιαζε»). Για χισαριό ορέ γ’ρούν’; Στραβουμάρα είχες να ιδείς τι γράφει πάνω;

— Τι γράφει; κάνει (ανάσκελα) ο άλλος.

– Τι γράφ’; τρομάρα σ’… Αποχωρητήρια!.. γράφ’ ορέ αγράμματι… Καθρέφτις γυροβουλιά ‘χει μέσα και βρυσούλες!.

Τι θες, τι γυρεύεις… Κόσμος μαζεύτηκε, χάζι γύρω οι μάγκες. Και νάσου ένας πόλισμαν: «τι συμβαίνει; τι έγινε;».

–Μα…

— Μπρος, στο Τμήμα.

— Θα…

— Σκασμός!

Να μη μου τα «πουλυλουγάει» τον απέλυσαν. Δυόμισι ώρες ήταν η «υπερεσία» του όλη-όλη. Ο κυρ – Δήμαρχος… και θ’ να τ’ γάμαε τη μάνα!..

Η επόμενη στάσις το Μπράλλο… ακούστηκε η φωνή απ’ το μεγάφωνο: οι εκ των κυρίων κυρίων επιβατών…

Στο άκουσμα ο Μπαρμπαγιώργος βρέθ’κε όρθιος κι άρπαξε το ταγάρι του απ’ τον γάντζο. «Μη βιάζεσαι, του κάνω, έχουμ’ ώρα».

— «Αν’τρο δε θα τ’ς μείν’ τση Γιουργούλας μου, π’ να τση μουλουγάω για του τραίνου… Τραίνου ιμάς ικεί είν’ τα π’δάρια μας!»

— Και πώς θα της το περιγράψεις, ρε Γιώργο;

– Αντίσκαστου όπως είν’ και του γλέπ’ς: «Μιαν αράδα κ’τάκια, κ’τάκια, κ’τάκια κι μπρουστά ένα μαγερειό πού τα πααίνει!».

«Φτάνει, για το θεό!.» κάνω κι έπιασα σφιχτά την κοιλιά μου. Χιουμοριστικώτερη, σε δέκα λέξεις, παράσταση δε θα μπορούσε να υπάρξει – του τραίνου. Η διαφορά ήταν ότι δεν έκανε χιούμορ ο άνθρωπος, αλλά ανήξερα, σαν του Μολλιέρου τον χωριάτη, έκανε πρόζα. Επεσα χάμω και …κλώτσαγα. Θα μ’ έπαιρνε στον λαιμό του ο θεοτούμπης!.

Βιογραφικό Του Γιάννη ΣΚΑΡΙΜΠΑ

Γεννήθηκε το 1897 στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας. Ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία στην Αθήνα, αλλά εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στη Χαλκίδα όπου εργάστηκε ως εκτελωνιστής. Αρχισε να δημοσιεύει διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής και σε ένα διαγωνισμό που διοργάνωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» κέρδισε το πρώτο βραβείο για το διήγημά του «Ο Καπτάν Σουρμελής και ο Στουραΐτης». Υπήρξε πολυγραφότατος και εκκεντρικός. Μέσα από τη γραφή του καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα και τα πνευματικά ήθη της εποχής του. Εγραψε διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια και θέατρο. Τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα είναι: «Μαριάμπας», «Εαυτούληδες», «Το σόλο του Φιγκαρό», «Το Βατερλώ δύο γελοίων», «Το θείο τραγί», «Το 1821 και η αλήθεια». Τα θεατρικά: «Η Γυναίκα του Καίσαρος», Τα καγκουρώ», «Η κυρία του τραίνου» κ.ά. Πέθανε στη Χαλκίδα το 1985.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Buried dreams, vivid memories: Από σήμερα στο Amazon!

 

Buried dreams, vivid memories: Από σήμερα στο Amazon!

«Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις» από σήμερα στον διεθνή στίβο της παγκοσμοποιημένης αγοράς. Προλάβετε πριν ο πρόεδρος αυξήσει τους δασμούς!!

Παραγγελίες:

https://amzn.eu/d/7ay8lKt

https://a.co/d/6ucZ5yM

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Από την ορεινή Δωρίδα [ ΠΕΝΤΑΓΙΟΙ] ο σπουδαίος τραπεζικός και οικονομολόγος Ιωάννης Δροσόπουλος!


Η ζωή και η σταδιοδρομία ενός από τους πιο εμβληματικούς 

διοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος.




Σε μια μικρή όαση στην Φιλοθέη, στην Πλατεία Δροσοπούλου βρίσκεται η προτομή του σπουδαίου τραπεζικού και οικονομολόγου Ιωάννη Α. Δροσόπουλου ( 1870- 1939). Σταδιοδρόμησε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία διορίστηκε το 1888 στο υποκατάστημα της Λαμίας με τον κατώτερο υπαλληλικό βαθμό. Υπηρέτησε διαδοχικά σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχικής κλίμακας και αναδείχτηκε υποδιοικητής (1914), συνδιοικητής (1918) και διοικητήςτο 1928. Διετέλεσε υπουργός Επισιτισμού (1916) και για μικρό διάστημα Οικονομικών (1926) και διοικητής στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Το φαινόμενο Δροσόπουλος, όπως ανέφερε σε εκτενή άρθρο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ το 2000 ο Γιώργος Μίρκος επίτιμος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας «δεν περιγράφεται εύκολα. Φτωχός και άσημος, αλλά γεμάτος θέληση, ξεκίνησε από την αφάνεια του ελληνικού χωριού, πέρασε ολόκληρη την υπαλληλική τραπεζική ιεραρχία χωρίς να «υπαλληλοποιηθεί» και στο τέρμα της, στο τέρμα της δραστηριότητας των πολλών, αυτός απογειώθηκε σε στόχους για τους οποίους ήταν γεννημένος».

Ο Ι. Δροσόπουλος, όπως αναφέρει έζησε και έδρασε στην πρώτη περίοδο του αστικού μετασχηματισμού της οικονομίας μας – ταυτόχρονα και περίοδο μεγάλων πολιτικών αναταραχών στη χώρα μας – υπήρξε ο υπεύθυνος κεντρικός τραπεζίτης της Ελλάδας στην πρώτη περίοδο της – προσπάθειας – εκβιομηχάνισής της και τέλος υπήρξε ο τελευταίος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας του Γ. Σταύρου.


Μεταφέρουμε μερικά σημεία από την περιγραφή του Γ. Μίρκου για τον Ιωάννη Δροσόπουλος. Γεννήθηκε (1870) από Ρουμελιώτες γονείς, σ’ ένα φτωχόσπιτο πάνω στα τότε σύνορα της χώρας (στο μικρό χωριό Σούρπη της τότε Φθιώτιδας που ήταν τοποθετημένος ο πατέρας του ως τελωνειακός υπάλληλος στον εκεί συνοριακό σταθμό). Οι ανάγκες της ζωής που εβάρυναν την με περιορισμένα μέσα οικογένειά του, οδήγησαν τον τελευταίο σε ηλικία 18 ετών στα γκισέ του υποκ/τος της Εθνικής Τράπεζας της Λαμίας με μηνιαίο μισθό  90 δρχ.

Άρχισε την τραπεζική καριέρα του με μια βασική για την εποχή του μόρφωση(δημοτικό στο χωριό, γυμνάσιο κυρίως στην επαρχία, Νομική παράλληλα με τη δουλειά του και γαλλικά μόνος του) με πολλά, πάρα πολλά φυσικά προσόντα και με σχετική… τύχη! Με υπερβολική θέληση και ισχυρή κρίση και εργατικότηταάρχισε γρήγορα να διεισδύει στα μυστικά της τραπεζικής τέχνης. Σε λίγο ξεχώρισε μέσα στους συναδέλφους του σαν ένας υπάλληλος με «μέλλον». Ύστερα από έξι χρόνια (1894) όταν μετατέθηκε στο υποκατάστημα της Τρίπολης η τύχη τού έδωσε την ευκαιρία να αποτινάξει… τα δεσμά της «ταπεινής καταγωγής του» και να εισέλθει «άνευ όρων» στον κύκλο της «άρχουσας τάξης». Ο γάμος του (1897) με την Ερασμία Γεωργιάδη, κόρη άριστης και παλαιάς τριπολιτσιώτικης οικογένειας, διέρρηξε τους κοινωνικούς φραγμούς και ελευθέρωσε τη δίοδο για υψηλότερους στόχους.

Μέσα σε 40 χρόνια διέτρεξε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας, για να γίνει στα 48του συνδιοικητής και στα 58 του διοικητής. Μέχρι το 1939 υπήρξε ο υπ’ αριθμόν ένα τραπεζίτης της χώρας, απέθανε δε (1939) όταν οι συνθήκες δημιούργησαν «κατάσταση αποχώρησής» του από την Εθνική με πρόσχημα την ανάληψη της Διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος.

Είναι πράγματι εντυπωσιακή και συγκινητική αυτή η πλευρά, η ανθρώπινη, του ανδρός Ιω. Δροσόπουλου. Δεν είναι εύκολος αυτός ο φρενήρης δρόμος (και μάλιστα την εποχή εκείνη) από την αφετηρία του φτωχόσπιτου της Σούρπης στο τέρμα της καρέκλας του πρώτου τραπεζίτη της χώρας! Υπήρξε ο τελευταίος τραπεζίτης της μεγάλης γενιάς των διοικητών της Εθνικής που η μοίρα του ήταν να οδηγήσει την Εθνική Τράπεζα από το τέλος της «ηρωικής» περιόδου της στον πρώτο βηματισμότης για μια νέα τραπεζική αναγέννηση. Αυτός ο ρόλος, αυτή η δραστηριότητα που εκφράζεται με ψυχρά δεδομένα, δίνει τις διαστάσεις της αξίας του τραπεζίτη Δροσόπουλου και το μέτρο της επιτυχίας του στην προσπάθεια ανάπτυξης της χώρας […] Ο Ιω. Δροσόπουλος προέβαλε την ιδιότητα του «τεχνοκράτη» που υπηρετούσε την Τράπεζα και μέσω αυτής την Πατρίδα όλων των πολιτικών παρατάξεων. Τότε ήταν που ο Ιω. Δροσόπουλος υπουργοποιήθηκε (1917) για λίγο διάστημα για να αναλάβει έναν δύσκολο τομέα, τον τομέα του επισιτισμού της χώρας στην περίοδο του αποκλεισμού της από τους Συμμάχους. Αλλά και αργότερα (1926) σε μια ανώμαλη περίοδο(Κυβέρνηση Κονδύλη) έγινε για ένα 3μηνο υπουργός Οικονομικών. Οι υπουργοποιήσεις του είχαν πάντοτε τη μορφή υπηρεσιακήςεθνικής ανάγκης».

Η ιδέα της δημιουργίας της Κεφαλαιαγοράς

Ο Ιω. Δροσόπουλος από το 1928 ως διοικητής της Εθνικής πρώτος συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας κεφαλαιαγοράς. Με τον αγγλικό οίκο του Hambrosεδημιούργησε (με αγγλικά κεφάλαια και συμμετοχή της Εθνικής) την Hellenic Corporation Ltd, έναν νέο οργανισμό συγκρότησης και ενίσχυσης της κεφαλαιαγοράς. Τον ρόλο της βιομηχανικής πίστης και την ανάγκη δημιουργίας ισχυρών επιτελείων και ικανών μηχανισμών εξυπηρετήσεών της διείδε ταχέως και με επαναστατικό για τις τότε τραπεζικές συνήθειες τρόπο έθεσε τις βάσεις μιας νέας οργάνωσης. Πρωτοετής της Νομικής, ενώ ήδη εργαζόταν στην Εθνική της Λαμίας Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Ενώ μέσα στη δεκαετία 1930-40 η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 80%, οι βιομηχανικές χορηγήσεις της Εθνικής αυξήθηκαν κατά 336% του συνόλου των δανείων του 1928 και τελικά ανήλθαν στο 62% των συνολικών δανείων του 1940. Η κεφαλαιαγορά και η βιομηχανική πίστη δεν ανέκοψαν τις προσπάθειές του και προς τους παλιούς τομείς δραστηριότητας της Τράπεζας. Η γενικότερη προσπάθεια της χώρας για ανάπτυξη της οικονομίας της βοηθήθηκε αποφασιστικά από την τραπεζική πολιτική του Ιω. Δροσοπούλου. Η νέα Εθνική με τεράστια κεφάλαια και κύρος, απαλλαγμένη από τον ρόλο του χρηματοδότη του κράτους, και τις μακροχρόνιες χρηματοδοτήσεις του αγροτικού και του κτηματικού τομέα, επιδόθηκε σε μια μεγάλη προσπάθεια και έγινε τελικά ο μοναδικός ρυθμιστής της αναπτυσσόμενης ελληνικής χρηματαγοράς και κεφαλαιαγοράς. Έτσι η Εθνική με διοικητή τον Ιω. Δροσόπουλο ήλεγχε το 1939 το πλείστον της ελληνικής χρηματαγοράς (στις καταθέσεις το 74% του συνόλου και στις χορηγήσεις το 70% του συνόλου).

 

Πηγή:bussiness voice 

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

Δεκαετία 60, άγονη γραμμή!

 

Λιδωρίκι- Αρτοτίνα στην φωτό είναι αρκετοί Λουτσοβιώτες , διακρίνεται σ αγροφύλακας μας Γεώργιος Κολοκυθάς.

25/3/1965, πριν 60 χρόνια!

 Μαθητική παρέλαση στο Λιδωρίκι , πρώτος από αριστερά ο δικός μας Γιάννης Κρανιάς.



Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Ντοπιολαλιά

 Οι ιδιωματισμοί ενός τόπου είναι τα γνήσια στοιχεία γλωσσικής παράδοσης, μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να γνωρίσει την ιδιοσυγκρασία, την κουλτούρα, την καθημερινότητα του απλού ανθρώπου.

«...Η αγάπη που εκδηλώνει κάποιος για τον τόπο καταγωγής του, η προσήλωση στις ηθικές αξίες που κουβαλάει μέσα του, αλλά και η μεταλαμπάδευσή τους, δεν είναι υλικά που μπαίνουν σε καλούπια ούτε σε χρονοντούλαπα για να τα χρησιμοποιούμε όποτε μας κάνει κέφι. Είναι τρόπος ζωής γι' αυτούς που έχουν συναίσθηση της ευθύνης τους απέναντι στον τόπο μας και την ιστορία του..»

Αλαφιάσκα  - αναστατώθηκα

Αλμπαζία – ζαλάδα

Γιάαμ – αδερφή

Λάλας – αδερφός

Τήρα , Τράου , Τράς – κοίτα , κοιτάω, κοιτάς

Γιάτρα – κοίτα εδώ

Κτάλ(ι) – κουτάλι

Κανατσούλ(ι) – μικρό δοχείο

Καλόμ – αγαπητέ μου

Πρίσκα – Έχω πρηστεί

Πρίσκαλα – Τα άγουρα σύκα

Σκουτουριάσκα – ζαλίστηκα

Απάν- επάνω

Καταΐ – κάτω

Καρκώθκα  - γουρλώθηκα

Μι μι πράζις – μη με πειράζεις

Μι Φτας – μη φτύνεις

Γύφτσα ιν(ι) –γύφτισσα είναι

Μαλάζου – αγγίζω

Σκιάζουμι – φοβάμαι

Χλ(ι)μπουνιάρκου – αρρωστιάρης

Χλ(ι)μπόνα – βαριά άρρωστος

Παρτσακλό- άσχημο

Τι ζαφτς; - τι πίνεις;

Ζάφτου – πίνω

Ρίχν(ι) μέσατς – τρώει πολύ

Μαυρουπιτσουκουμένους – κακομοίρης

Κταβ – κουτάβι

Πνίικα – πνίγηκα

Κουσί κουσί – τρέχοντας

Κουσέβου- τρέχω

Πλαέν(ι) – κοιμάται

Κουτάς; - τολμάς;

Κουτώ – τολμώ

Μπανιαρίσκα – έκανα μπάνιο

Αι σαπέρα – (Διπλή σημασία) άντε φύγε ή αυτός είναι χαζός

Προυγγάι – φεύγει από φόβο

παγκίρ – πανηγύρι

Μαντανία- κουβέρτα

Τραΐ – τράγος

Κάρνα – κάρβουνα

Ματσλάς- μασάς

Άκσις; - άκουσες;

Παρασάνταλου – πάρα πολύ άσχημο

Σουριάσκι – έπεσε κάτω

Φτιρνίσκι – φτερνίστηκε

Μσκάρ- μοσχάρι

Μπαΐλ(ι)σα- στράβωσε το σώμα μου

Λαχτάρσι – Λαχτάρισε

Τσόλια - σκεπάσματα

Έφαι τάντιράτ –έφαγε πάρα πολύ

Χλαπάκιασι- έφαγε γρήγορα

Αφτίν(ι) ινι η πτάνα τχουριού – αυτός ξέρει πολλά

Πσμάδ – το μικρότερο παιδί , χαϊδεμένο

Πτσαράδες – δυναμικοί άντρες

Άι μουρέ απού κει- Φύγε βρε από δω

Δε ντιλέβισι- δεν υποφέρεσε

θα σδόσου  μία κι θα ιδ(ι)ς-θα σου ρίξω σφαλιάρα

ώρα μάνα – καλώ τη μητέρα μου

τι φκιάντι- τι κάνετε;

Τσάρμιξις τσπρατίν(ι)ς; - άρμεξες τις προβατίνες;

Σμπέθιρεμ – συμπεθερέ μου

Τι έπαθις καλόμ; - τι έπαθες αγαπητέ μου;

Θα πάου στου μαγαζί- θα πάω για ψώνια

Θέλ(ι)ς τίποτι;- θες κάτι;

Πάμι για τσίπρα; -Πάμε για τσίπουρα;

Στου κατ κατ τσγραφίς- στο κάτω κάτω της γραφής

Πάμι κάτ;- πάμε κάτω;

Πάμι απάν; - πάμε επάνω;

Πλίθκις;-πλύθηκες;

Γινάρς- Γενάρης

Φλιβάρς- Φλεβάρης

Μάρτς- Μάρτιος

Απρίλ(ι)ς – Απρίλιος

Μάις – Μάης

Ιούν(ι)ς- Ιούνιος

Ιούλ(ι)ς – Ιούλιος

Σιμτέμβρ(ι)ς – Σεπτέμβριος

Ουκτόβρ(ι)ς- Οκτώβριος

Νουέμβρ(ι)ς- Νοέμβριος

Δικέμβρ(ι)- Δεκέμβριος

Πάμι στου παγκίρ – πάμε στο πανηγύρι;

Ικί γίνιτι τσκακουμίρας – γίνεται χαμός

Ψουριάρκου – βρωμιάρης

Μσκάρ- μουσχάρι

Μσκάρ τρος; Μοσχαρίσιο κρέας τρως;

Σα γρουν(ι) τρος – τρως πολύ

Γρούν(ι) τρος; - χοιρινό κρέας τρως;

Γρουν(ι) – γουρούνι

Ανέβκα απάν στου βνό – ανέβηκα στο βουνό

Αμτι του θέλ(ι)ς πιδίμ; - τι το θες παιδί μου;

Για ντ παναγία ιν(ι)- τρελός είναι

Άμα σι πιάσου μιτστουμπιές – σε κυνηγήσω με πέτρες

Καρικλάκ(ι)- μικρή καρέκλα

Κριβάτ- κρεβάτι

Μχαρί – τζάκι

Τγάν(ι) – τηγάνι

Σδάβλ(ι)- μακρύ σίδερο για τα κάρβουνα

Στουκόρακα – άντε χάσου

Στθέσιμ κάθισι- κάθεσαι στη θέση μου

Κλίτσκας – κομμάτι κρέας

Γινάτ- εκδίκηση

Βίτσα- βέργα

Βάβου – γιαγιά

Δάχλου – δάχτυλο

Διασίδ- χαλί

Διπλάρκα- δίδυμα

Ικιός – εκείνος

Έφγα – έφυγα

Ζβάου – σβήνω

Ζβάρνα- σέρνω

Ζγώνου – πλησιάζω

Ζέφκ(ι) – αραχτός

Ζίβα- σβήσε

Ζμαρ- ζυμάρι

Ζμπόρτα- στη πόρτα

Θκομ – δικό μου

Θκος – δικό του

Θκοτ- δικό του

Θκόμας – δικό μας

Θκόσας – δικό σας

Θκότς –δικό τους

Έπισι Θράκα– έπεσε ξάπλα

Σκαλτσούνια – κάλτσες

Έρχοντι κανταρέλα – έρχεται ο ένας πίσω από τον άλλο

Χαρδιλάγγος – λάρυγγας

Καρκαλουέμι – γελάω δυνατά

Καταΐς – κάτω

Κατράου- κατουράω

Κιαπέ – αν και

Κλάρα – κλαδί

Κνούπ – κουνούπι

Κμάς – σπίτι γουρουνιού

Κουτρού- στα χαμένα

Κριτσνάου- τρώω με θόρυβο

Κριματζαλιέμι – κρεμιέμαι

Σφουγγάου- σκουπίζω

Σφρι – σφυρί

Στραπέτς – πολύ ξινό

Γιάτρα του φιγγάρ – κοίτα το φεγγάρι

Κατρίσκις απάνς; – ούρησες τα ρούχα σου;

Χέτσας ίσι; - φοβιτσιάρης είσαι;

Του τφέικ(ι)σις του πλι; - το τουφέκισες το πουλί

Τι τφικάς; - τι τουφεκάς;

Πούστι ρε; - Πού είστε βρε

Τίπατι; - τι είπατε;

Κουρκούτιασι του μιαλότ- θόλωσε το μυαλό του

Ντίπ ζούδιου ίσι;- χαζός είσαι;

Κάφκαλου – κρανίο

Νταβάς – ταψί

Τσόλια- ρούχα

Ταβλιάσκα- έπεσα ξερός κάτω

Αψτουμίθκα- αναποδογύρισα

Μι του ζμπάθιου – με το συμπάθειο

Μαυρέλου- καημένη

Τι ριχτς μέσας- τι πολύ που τρως

Φουρδάκλιασα – κοκκίνισα

Αφαλ(ι)σμένο- παλαβό

Ξιφσάς – ξεφυσάς

Μι φσας – μη φυσάς

Κουκουμέλα – μανιτάρι

Μπουβόλια- σαλιγκάρια

Λίμπα- λεκάνη

Τσπίις;  – τις πήγες;

Τβαέλι – πανί στο τραπεζομάντιλο

Φούσκους του – φούσκωσε  το

Παρέκι – παραπέρα

Έπσα- έψησα, έπεσε

Προυγγάου – διώχνω

Ματσαλιάσκι – έλιωσε

Ντιπ ζλαπ – εντελώς ζώο

Πιρπάτσις; – περπάτησες;

Που πίις; - πού πήγες;

Πίις τστρούγκα; - πήγες στο στάβλο

Τσουκάν(ι) – κουδούνι

Σαμάρ - σαμάρι

Λ(ι)θάρ – πέτρα

Του πέτσουσι; - το πέτυχε;

Πέτσουσα – πέτυχα

Στουμπιά – πέτρα

Σφιλάγγ(ι) – αράχνη

Ου τρουμάρας – άντε βρε

Τσαρπατσούκαλο – μικρό αντικείμενο

Τσουτσουμίρκου – πολύ μικρό

Κουψουμισιάσκα – με πόνεσε η μέση μου

Αναφτώθκα- άναψα

Ούι – έκφραση θαυμασμού

Φαφούτς – αυτός που δεν έχει δόντια

Χάλεψα- ζήτησα

Ζλάπ – άγριο ζώο

Κατρίσκα απάν(ι)μ – ούρησα στα ρούχα μου

Πτσαρίνα -  δυναμική γυναίκα

Απστόμσα – αναποδογύρισα

Ζαλίσκα – ζαλίστηκα

Λαμπάδιασα- ζεστάθηκα πολύ

Κλούρ –κουλούρι

Μπικιόν(ι) – μεταλλικό ποτήρι

Ψτούρα- ψητό κρέας

Πιρδικλόθκα – μπερδεύτηκα

Στάνιαρα- δυνάμωσα

Αι για πίν(ι)μα – άντε πνίξου

Τι φκιανς ικί;  – τι κάνεις εκεί;

Τι δλια έις – τι δουλειά έχεις

Ιψες ξινίχτσα – χθες ξενύχτησα

Φούσκους του – φούσκωσέ το

Πάμι παρακάτ- πάμε παρακάτω

Μι μι ζμπας – μην με πιέζεις

Ζμπάω – πιέζω

Κατσίτι – καθίστε

Ζήβατο – σβήστο

Σμαζώνω – συμμαζεύω

Σμάστα ούλα – μάζεψέ τα όλα

Μι του ζορ – με το ζόρι

Μι του στανιό – με το ζόρι

Δε ζλέου – δε σου λέω

Φούλημ – αδερφέ μου, αγαπητέ μου

Τσέξ – στις έξι

Τσιφτά – στις επτά

Τσουχτο – στις οχτώ

Τσδύο – στις δύο

Τστρείς – στις τρεις

Τστέσιρις- στις τέσσερις

Τσινιά – στις εννιά

Να σπου – να σου πω

Ντρίτ – την Τρίτη

Ντιτάρτ – την Τετάρτη

Τδιφτέρα – τη Δευτέρα

Ντμπέμτ – την Πέμπτη

Ντπαρασκιβί – την Παρασκευή

Του Σαββάτου – το Σάββατο

Να μι ζμπαθάτι – να με συμπαθάτε

Έπσα – έψησα

Κουσί κουσί – τρέχοντας

Χέσκα απάν(ι)μ – φοβήθηκα αρκετά

Σκουντούφλιασα – σκόνταψα

Του τφέικ(ι)σις του πλι;- το τουφέκησες το πουλί;

Τσακίσκα- τσακίστηκα

Πδάου τα παλούκια – είμαι ανυπάκουος

Ζμπλατεία – στη πλατεία

Ζγκαντάψιξ – στην κατάψυξη

Να μι μίνι κουλιμπιθρόξλου – τίποτα όρθιο

Μας τά πριξις- μας εκνεύρισες

Α του σιμιουμένου- τον άσχημο

Άκσα – άκουσα

Σκλι - σκυλί

Αγκουσιψα- λαχάνιασα

Α – συμφωνώ

Απδάου - πηδάω

Αστόισα - ξέχασα

Αγγιά  - κατσαρολικά

Αβέρτα- συνέχεια

Α ωρέ- άντε ελά

Άι μάναμ – δεν πας καλά

Ακουρμάς – άκουσε

Κ(ι)λόριψι- κομήθηκε βαριά

Γρουμπούλ(ι) –μικρό εξόγκωμα στο δέρμα

Γούρμασι – ωρίμασε

Γκράνιαξα- δίψασα πολύ

Κτι – κουτί

Λακάου- φεύγω γρήγορα

Λιανόματα – μικρά κέρματα

Μαβλάου- προσκαλώ

Μι σούρξι – μου σφύριξε

Μουλόιμα έγινα- με έμαθαν όλοι

Μαρκαλάου – κάνω sex

Ινι μπούζ- είναι κρύο

Μπουρμπούτσαλου – μικρό έντομο

Μστρι – μυστρί

Δε νουγάου ντιπ – δε καταλαβαίνω τίποτα

Ξαστόισα – ξέχασα

Ξιμουτόχ – επίτιδες

Ξισκλάου- σκίζω

Φσεκ(ι) – μεθυσμένος

Πουδάρ – πόδι

Πραζ- πειράζει

Ζβόηρας - ζωηρός

Σκτια- ρούχα

Στάκα- περίμενε

(Πηγή : idioma)

Αντιγραφή από το fb /lidoriki

Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2025

Στο πανηγύρι της Μεταμορφωσης του Σωτήρος στις όχθες του Κόκκινου Ποταμού

 Πέντε Λιδωρικιώτες - χωριανοί και φίλοι.

Όρθιοι ο Χαραλάμπης Ζέκιος, ο Βασίλης  Χριστόπουλος και ο Παναγιώτης Παλαιολόγου.

Καθιστοί ο Γιώργος Γούρας και ο Γιάννης Ξηρομάμος.


(Από το αρχείο της Μαρίας Γούρα)

Τετάρτη 19 Φεβρουαρίου 2025

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων

 Σήμερα έφυγε από κοντά μας η πολυαγαπημένη μου σύζυγος Μεταξία (Σούλα). Η κηδεία θα γίνει την Παρασκευή 21/2/25, ώρα 11.30, στο Κοιμητήριο Παλαιού Φαλήρου. Καλό σου ταξίδι αγαπημένη μου.

Αθανάσιος Φλωρος 


Θερμά συλλυπητήρια Θανάση καλό κατευόδιο στην αγαπημένη Μεταξία





Δευτέρα 17 Φεβρουαρίου 2025

Οκτώβριος 1966 Λιδωρίκι

 

ΦΩΤΟ από το προσωπικό αρχείο της Μαρίας Γούρα.
Είναι κάποιες στιγμές στη ζωή μας, που θέλουμε να μείνουν ανεξίτηλες. Είναι εκείνες που θα συμβούν μόνο μία φορά, που έχουν τη δική τους «μαγεία» και που σίγουρα δεν θέλουμε να ξεχάσουμε.
Είναι εκείνες οι μοναδικές στιγμές που μας κάνουν να θυμόμαστε ποιοί είμαστε, από που είμαστε.
Είναι αυτές οι στιγμές που θέλουμε να μείνουν «ζωντανές» στη μνήμη μας. Είναι όλα εκείνα τα μικρά και τα μεγάλα της ζωής μας.
Λιδωρίκι. Στην αυλή του σπιτού μας στον Αντώνη. Οκτώβριος 1966. Η μάνα μου, εγώ κρατώντας αγκαλιά τον αδελφό μου Κώστα, 7 μηνών, η νονά του Μαρίκα Καψιώτη και ο Θανάσης Παφίλης*, μαθητής τότε στο Δημοτικό Σχολείο του Λιδωρικίου.
ΜΑΡΙΑ ΓΟΥΡΑ-ΔΕΔΕ 
* στέλεχος και  βουλευτής του ΚΚΕ