Πέμπτη 29 Μαΐου 2025

 

Εκλεκτοί Λουτσοβιώτες!

Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ στο Λιδωρίκι



AΓΩΝΙΣΤΕΣ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΚΑΙ «ΑΓΡΙΜΙΑ» ΜΑΘΗΤΕΣ


ΤΑ ΑΛΩΝΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΛΑ ΦΡΑΓΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ!


Του Αλέκου Κωστάκη


Από την Εφημερίδα «Λιδωρίκι» - τεύχη 6-7-8 - Μάιος-Ιούνιος-Ιούλιος 1982

(Αντιγραφή από το fb ανάρτηση του Θύμιου Καψάλη)



Η σκέψη στρέφεται πάντα με σεβασμό στους προπολεμικούς δάσκαλους του χωριού μας. Τους απλούς εκείνους ανθρώπους, που έπαιρναν «αγρίμια» και σωστά λυκόπουλα, ξυπόλητα και πεινασμένα, και τα ’φτιάναν «ανθρώπους».


Δεν είχαν βγάλει Ακαδημίες και Ανώτερες Σχολές. Ήξεραν όμως να διαπλάθουν ανθρώπους σωστούς και το απόδειξαν στην πράξη.


Το ήθος τους; ανεπίληπτο. Οι κοινωνικές τους σχέσεις; Άριστες. Και σ’ αυτούς και στις οικογένειές τους δεν θα βρεις πουθενά ψεγάδι. Το μόνο που μπορείς να τους καταλογίσεις, είναι μια κάποια σκληρότητα, αλλά κι αυτή, αν λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο χωριό μας και το έμψυχο υλικό, που ήταν βαθειά επηρεασμένο από το ηρωικό και μαχητικό πνεύμα των νικηφόρων πολέμων του 12-13, των οποίων ο απόηχος δεν είχε σβήσει ακόμα στην ορεινή μας περιοχή, τότε θα τη δικαιολογήσεις πολύ.


Στρατιές ολόκληρες επιστημόνων έβγαλαν οι άνθρωποι αυτοί κι απέδωσαν και ο Κάγκαλος και ο Σφέτσος και ο Μίχος με την Κοντολάτου, έργο σημαντικό. Λίγος τότε ο μισθός, ανύπαρκτα τα μέσα (καλά που βρέθηκε κι ο Συγγρός και βόλεψε, εν μέρει, τις στεγαστικές ανάγκες του σχολειού μας) και δουλειά από το πρωί ως το μεσημέρι κι από τ’ απόγευμα ως το βράδυ. Και ούτε πενθήμερα, ούτε δέκατοι τρίτοι μισθοί και τα «κρυφά της μάνας».


Και να παιδεύεσαι όχι να εκπαιδεύσεις, αλλά να ημερώσεις, να καθυποτάξεις τους ανυπόταχτους, να «στρώσεις στο ζυγό» παιδιά, σα μερικά Βαρσιωτάκια, που λιγάκι αν έκανες πως τα «τσίγκλαγες», τράβαγαν τον Κολοκοτρωνέικο σουγιά – σαν τον Αντρέα, το φίλο μου το Νιανιάρα, με την κακομοίρα τη Φακίτσα – ή τον αδελφό μου το Γιώργο με την Κοντολάτου, που τη δάγκωσε στο χέρι και πήδησε τρία μέτρα από το μπαλκόνι στον κήπο της Κοράκαινας!!!


Που να ’βρισκες άκρη με τους Βαρσιώτες, Αυτοί, όταν κατηφόριζαν για το Σχολείο, ήταν συμφορά. Έρχονταν ομαδικά, έχοντας για «γκεσέμι» τους τον Κοραή (Θύμιο Πέτρου) οι παλιότεροι, και τον Ταλτόγιαννο οι νεώτεροι. Με τις βλαχόκαλτσές του και το κοντοβράκι του ο Γιάννης, ξυπόλυτος ολοχρονίς, μάζευε γύρω του, σαν την κλώσσα, όλα τα παιδιά του Βαρουσιού και τα ’κανε όπως ήθελε, πλην του Κοντοκρά.


Όταν κατέβαινε αλαλάζοντας το Βαρουσιώτικο λεφούσι, έκλαιγαν κήποι κήποι και «γιούρτια».


Τότε το κράτος ήταν φτωχό και δεν περίσσευαν κονδύλια για τη σχολική θέρμανση. Το πολύ ν’ αγόραζε καμιά σόμπα ξύλων. Που ξέρανε τότε καλοριφέρ, πετρέλαια και τέτοια. Σόμπα ξύλου υπήρχε μονάχα και τα ξύλα τα φέρναμε εμείς τα παιδιά, καθένα κι από ’να ξύλο την ημέρα. Τα κάπως ημερότερα παιδιά, κόβαμε ένα ξύλο, ίσια που να χωράει στη σόμπα, ή παίρναμε ένα αμπελίσιο κουρβούλι κι ήμασταν εντάξει. Μερικοί πατεράδες (της... πλουτοκρατίας να πούμε) για να μη κουράζονται οι «κανακάρηδές» τους, κουβαλώντας κάθε μέρα ξύλο, αγόραζαν, με δέκα ή δεκαπέντε δραχμές, ένα φόρτωμα ξύλα από τους Σωταινιώτες και το ’στελναν στο Σχολείο και βγάζανε την υποχρέωση, δημιουργώντας όμως έτσι – άθελά τους – έναν ψυχολογικό διαχωρισμό ανάμεσα στα παιδιά τους και στ’ άλλα παιδιά, που τα ’βλεπαν με περιφρόνηση.


Οι Βαρσιώτες, όμως, το ’χαν λύσει κάπως διαφορετικά. Δεν είχαν αφήσει παλούκι για παλούκι ελάτινο στα γιούρια τα ξένα. Τα ’βαζαν ανάμεσα σε δυο λιθάρια και τα ’σπαγαν με μια βαριά πέτρα και το μοιράζονταν στα τρία ή στα τέσσερα. Τα γιούρτια της Κρυστάλλως, της Φανιώς και της Σούλιαινας είχαν «βογγήξει».


Κι ερχόταν ένα τέτοιο παιδί στο μάθημα. Κι από πάνω θεονήστικο και ψειριασμένο. Που δεν είχε τετράδιο, δεν είχε μολύβι, δεν είχε πλάκα και κοντύλι. Εκείνη η μαγκούφα η πλάκα, με το παραμικρό έσπαγε κι οι πατεράδες δεν μας αγόραζαν άλλη. Μια κλωτσιά να ’τρωγε η «μαρούδα» από κάποιον στο παιχνίδι και η πλάκα γινόταν χίλια κομμάτια. Ή, όπως η μαρούδα ήταν αφημένη καταγής, κάποιος περνούσε από πάνω της κι έσπαγε την πλάκα. Πως ν’ αντιμετωπίσεις, λοιπόν, ένα τέτοιο παιδί; Όταν ξέρεις, είσαι συγχωριανός, πατέρας και συ; Με το καλό ή με το άγριο;


Χίλια δυο εμπόδια είχαν οι ήρωες εκείνοι ν’ αντιμετωπίσουν. Ακόμα και τ’ αλώνια, (όπως του Ζώη, του Ψαλλά και του Τάλτα) πήγαιναν κόντρα στο έργο τους. Μη σας φανεί παράξενο αν πω ότι του Τάλτα τ’ Αλώνι στάθηκε ανασταλτικός παράγοντας στη μόρφωση του Βαρουσιού. Να το πιστέψετε, γιατί είναι αλήθεια.


Τα Βαρσιωτάκια, μόλις σκόλαγε το μάθημα, με τον Ταλτόγιαννο μπροστά, ξεπέζευαν στ’ αλώνι του. Εκεί άφηναν κάτω τις μαρούδες τους, ξέχειλες από... μόρφωση, κι άρχιζαν την «τσιλίκα» και τη «γουρούνα», ώσπου να βγουν τ’ αστέρια. Να πήγαιναν στα σπίτια και να γράψουν ή να διαβάσουν; Αφού στα σπίτια δεν ήταν κανένας. Ο πατέρας στα πρόβατα, η μάνα στο χωράφι όλη μέρα. Και καλά που ο προοδευτικός (όχι μόνο για την εποχή εκείνη, αλλά και για σήμερα ακόμη) «Δασκαλάκης» (Ιω. Σφέτσος) είχε διοργανώσει άριστα συσσίτια, όπου τα παιδιά έτρωγαν ένα θαυμάσιο μεσημεριανό φαγητό, που δεν το ’χαν στο σπίτι τους. Πρέπει να τονιστεί αυτό ιδιαίτερα για τον άξιο εκείνο δάσκαλο, καθώς και για τους έμπορους του χωριού, που τον βοηθούσαν με τρόφιμα στο θεάρεστο έργο του και ποτέ δεν του αρνήθηκαν τη βοήθειά τους.


Έμεναν έτσι τα παιδιά αναγκαστικά στ’ αλώνι παίζοντας και τράβαγαν για το σπίτι το βράδυ, όταν γύριζαν απ’ το χωράφι ή τα πρόβατα οι γονείς τους. Πότε να διαβάσουν και πότε να γράψουν; Κι αν μερικοί Βαρσιώτες ξέκοψαν και σπούδασαν, όπως τα Πετρογιαννάκια, Κοκκαλιάδες, Πανάγος, Καραστάθηδες και μερικοί άλλοι, αυτό έγινε γιατί οι γονείς τους δεν ήσαν τσοπάνηδες. Τα τσοπανόπουλα, τα πιο πολλά, κόλλαγαν στο δημοτικό, αλλά, όπως είδαμε, δεν έφταιγαν αυτά. Δεν υστερούσαν διανοητικά από τ’ άλλα παιδιά.


Αγωνίζονταν κι αυτά τα κακόμοιρα. Το μολύβι κοβόταν στα τρία, να το πάρουν και να το μοιραστούν όλα τ’ αδέρφια. Πίσω του κάνανε «κόκα» κι έδεναν με μια κλωστή την «κομπολάστιχα» (γομολάστιχα) να μη τη χάσουν. Λιγοστά τα τετράδια, ανύπαρκτα τα βιβλία. Εχθρός γι’ αυτά το Σχολείο και ζυγός αφόρητος.


Αυτό το υλικό, λοιπόν, το πρωτόγονο, το αντάρτικο, τ’ ανυπόταχτο και το κακότροπο, έπρεπε να το πάρουν οι δάσκαλοι κι οι δασκάλες εκείνου του καιρού στα χέρια τους και να το πλάσουν και να το βγάλουν έντιμους και χρηστούς πολίτες, οικογενειάρχες, επιστήμονες, στρατιώτες για την πατρίδα. Και τα κατάφερναν πάντα και μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο.


Μπορεί η παιδαγωγική τους, κρινόμενη με τα σημερινά δεδομένα, να φαίνεται πρωτόγονη και να ξενίζει. Κάπως σκληρή και βάρβαρη. Εμείς, όμως που την υποστήκαμε, νομίζουμε πως ήταν πέρα για πέρα σωστή. Είναι γεγονός πως έπεφτε και λίγο ξύλο. Ε, και μ’ αυτό τί; Έπεσε η ζάχαρη στο νερό! ΟΛΟΙ ΜΑΣ, ποιος λίγο, ποιος πολύ, φάγαμε ξύλο από τους δασκάλους μας. Δεν είμασταν δα κι αγγελούδια. Σωστοί βεελζεβούληδες και «μαγάρες του κέρατα» είμασταν κι όπου μας έπιανες λερωνόσουν. Όχι όσο φάγαμε αλλά κι άλλο τόσο να μας έδιναν, πάλι λίγο θα ’τανε. Γίναμε μήπως κομπλεξικοί ή με μειωμένη προσωπικότητα, λόγω ξύλου, όπως ισχυρίζονται μερικοί βαθυστόχαστοι παιδαγωγοί; Πήγαμε εμείς ποτέ στον πατέρα μας να διαμαρτυρηθούμε γιατί μας έδειρε ο δάσκαλος, όπως κάνουν σήμερα; Αν του λέγαμε κάτι τέτοιο θα τρώγαμε άλλο τόσο ή και περισσότερο από κείνον. Ήξερε ο πατέρας μας ποιος ήταν ο Κάρας, ο Μίχος, ο Δασκαλάκης, η Κοντολάτου και πως για να μας χειροτονήσουν κάτι θα ’χαμε κάνει. Δεν είχαν προηγούμενα μαζί μας οι δάσκαλοί μας και δεν τίς τρώγαμε άδικα.


Θυμάμαι κάτι σαν σήμερα. Ήταν καλοκαίρι. Διακοπές. Πήγαινα πια στη δευτέρα Γυμνασίου. Το μακαρίτη το Δασκαλάκη δεν τον είχα πιά «καμιά ανάγκη». Τότε οι Ταμπακαίοι είχαν φέρει στο καφενείο τους στη Βαθειά το πρώτο μπιλιάρδο. Για όλο το χωριό τότε ήταν το μοναδικό θέμα στις συζητήσεις κι όλοι πήγαιναν να δουν το μηχάνημα, πού έστελνε... η Ευρώπη! Παιδάκος κι εγώ, πήγα και χάζευα. Κάποια στιγμή όμως βλέπω το Δασκαλάκη να μπαίνει στο καφενείο. Ίσια πού με κοίταξε κι αμέσως εγώ, χαμηλώνοντας το κεφάλι, βγήκα από το καφενείο. Κι ας μη τον είχα πια δάσκαλο.


Θέλω να πω, πως τότε υπήρχε μεγάλος σεβασμός του παιδιού απέναντι στο δάσκαλο. Κι όχι μόνο του παιδιού, αλλά και των γονέων μας. Όμως κι οι δάσκαλοί μας φρόντιζαν να ’ναι στο ύψος τους. Μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει για έλλειψη μεγάλης μόρφωσης και πολλών γνώσεων. Ποτέ όμως για έλλειψη συνείδησης επαγγελματικής. Το λειτούργημα του δάσκαλου το ’βλεπαν σαν ιεραποστολή, με πολλαπλές κοινωνικές και εθνικές προεκτάσεις.


Θυμάμαι το μακαρίτη το Μίχο, όταν μας μιλούσε για το Λιδωρικιώτη Κλίμακα, για το Γκούρα, που πρήστηκε το χέρι του στα Βασιλικά, κόβοντας τούρκικα κεφάλια και δεν έβγαινε μετά από τη λαβή του γιαταγανιού του, το Διάκο, το Μακρυγιάννη, τον Αντρούτσο, τον Ταγματάρχη των Ευζώνων Βελισσαρίου. Άστραφτε το βλέμμα του παράξενα, αλλοπαρμένα. Μεταμορφωνόταν απόκοσμα, γινόταν έφηβος και πολεμούσε μαζί τους. Κι ύστερα μας έβαζε και τραγουδούσαμε το τραγούδι του Ζαχαρία Παπαντωνίου: «Στην Αγια-Σοφιά αγνάντια στέκουν τα ευζωνάκια...» Και μας μιλούσε για το 21, για την Ελλάδα, για το «πάλι με χρόνια με καιρούς». Έπαιρνε η φωνή του τόνους μυστηριακούς και μας συντάραζε. Μα σαν μιλούσε για τις θλιβερές σελίδες της ιστορίας, σελίδες μίσους και διχόνοιας, χαμήλωνε τον τόνο πικραμένος κι έλεγε πως έκλαιγε. Κι ύστερα πήγαινε δίπλα στη σόμπα, έβγαζε την από κερασόξυλο πίπα του, έβαζε κι άναβε ένα «μισαδάκι» Καραβασίλη (εφτά στόματα είχε να θρέψει και το τσιγάρο κοβόταν στη μέση), γέμιζε το στόμα του καπνό κι ονειροπολούσε με μισόκλειστα μάτια, δίπλα στη θαλπωρή της σόμπας, ενώ εμείς ήσυχα-ήσυχα γράφαμε καμιά έκθεση, για το κυνήγι, που τόσο του άρεσε, γιατί στα νιάτα του ήταν φοβερός κυνηγός.


Τα μαθήματα τότε ήσαν πιο απλά. Το προπολεμικό σύστημα ήταν τελείως διαφορετικό από το σημερινό. Τώρα το ποιο είναι καλύτερο θα το δείξει ο χρόνος. Εμείς λέμε το παλιό, οι νέοι το δικό τους, το σημερινό. Εμείς κάναμε διαίρεση στις μεγάλες τάξεις. Τώρα την κάνουν στην πρώτη. Αριθμητική μαθαίναμε με σπιρτόξυλα και φασόλια, αλλά δε νομίζω να υστερούμε από τους σημερινούς μαθητές. Αλλά ας είναι.


Εκείνο όμως που θα μού μείνει αξέχαστο ήταν το μάθημα της Ωδικής και γελάω σαν το θυμάμαι. Ζήτημα αν κάναμε 5-6 μαθήματα το χρόνο. Κι αυτά όχι για να μάθουμε νότες, όργανα, κλπ., αλλά για να τραγουδήσουμε όλοι μαζί τρία με τέσσερα τραγουδάκια, που τα ξέραμε όλοι καλά. Κι αυτά ήσαν τα: «Μηλίτσα, που ’σαι στο γκρεμό», που το έλεγε η Θυμία του Μπέη πρώτη, που το 'ξερε καλά κι εμείς επαναλαμβάναμε τη στροφή, το «Δε λαλείς, καημένο αηδόνι» το «Στην Αγια-Σοφιά, αγνάντια, στέκουν τα ευζωνάκια», το «Σαν πεθάνω μες στη μάχη» και το «Την ελληνική σημαία, μάνα μου, την αγαπώ»... Η μόνη παρεμβολή του Μίχου ήταν στο τραγούδι που μας είχε μάθει, – το μοναδικό –  «Τι ωραία που σημαίνει η καμπάνα του χωριού μας». Το λέγαμε όλα τα παιδιά κι ο Μίχος συμπλήρωνε με τη βαθιά του φωνή τον ήχο τής καμπάνας... μπημ, μπαμ-μπημ, μπαμ-μπημ, μπαμ!. Αυτό ήταν, όλο κι όλο, το μάθημα της Ωδικής.


Το μεγάλο όμως αναστάτωμα κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς ήταν η 25η Μαρτίου και οι προετοιμασίες της, πού άρχιζαν από τις 15 του Φλεβάρη. Τα παιδιά όλα διάλεγαν ένα ποίημα για τη γιορτή και το έλεγαν στην τάξη σαν πρόκριση. Αν το ’λεγαν καλά, ο δάσκαλος τους έλεγε πως «εγκρίνεται» και να το μάθουν καλά να το πουν στή γιορτή.  Από τα 50 ποιήματα – ας πούμε – εγκρίνονταν 5-6, αυτά που οι επιλογείς τους τα έλεγαν καλά, αλλά και ταίριαζαν καλύτερα στο ηρωικό πνεύμα της ημέρας.


«Λεβέντης εροβόλαγε από τα κορφοβούνια», «Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας», «Ανέβα, Μήτρο, στου βουνού», και κάνα δυο άλλα. Μέχρι ξύλο έπεφτε ποιος να τα πρωτοπάρει.


Ύστερα είχαμε και τα χάρτινα φαναράκια, που τα φτιάχναμε μόνοι μας, γιατί δεν είχαμε λεφτά να τ’ αγοράσουμε έτοιμα από το Μπήλιο ή τον Καραμήτσο. Κοιτάζαμε μάλιστα «να ’ναι ψιλ’ες οι ζάρες», αλλά λίγοι τα κατάφεραν. Εγώ, για παράδειγμα, ποτέ μου δεν τα κατάφερα να φτιάσω και τ’ αγόραζα από το Γιώργο της Αραποκστάλλως, πού ήταν μάστορας σέ τέτοια.


Μα τ’ αποκορύφωμα της γιορτής ήσαν οι πανηγυρικοί στην εκκλησία. Μόνιμος ομιλητής ήταν ο μακαρίτης ο Κυριαζόγιαννος, πού επανελάμβανε στερεότυπα κάθε χρόνο το «δαυλό του Καψάλη», εννοώντας τον ηρωικό Μεσολογγίτη μπουρλοτιέρη. Εμείς όμως απορούσαμε, νομίζοντας ότι λέει για το γέρο-Καψάλη, τον παππού του σημερινού. Διευθυντή τής εφημερίδας μας!! Κατόπιν όταν έγινε Πρόεδρος ο μακαρίτης Κ. Πανάγος, τα πράγματα απλοποιήθηκαν. Ο Μπαρμπακώστας, μη ξέροντας πολλά γράμματα και μη θέλοντας να κουράσει το εκκλησίασμα με χιλιοειπωμένα λόγια, ανέβαινε στον άμβωνα και φώναζε: «Ζήτω η 25η Μαρτίου». «Ζήτω το Έθνος» και το πανηγύρι σχόλαγε, με ζητωκραυγές από τα ενθουσιασμένα μαθητούδια.


Όλα αυτά, όλη αυτή η ατμόσφαιρα, που σε συνέπαιρνε και σ’ έκανε να νιώθεις Έλληνας, ήταν αποτέλεσμα της συνεχούς διεργασίας των απλών εκείνων Γραμματοδασκάλων. Πού τον εθνικό τους παλμό, το οικογενειακό τους ήθος, το κοινωνικό και ηθικό τους «πιστεύω» κι ό,τι άλλο καλό, υψηλό και ωραίο είχε η θαυμάσια ρουμελιώτικη πατριδολάτρισσα ψυχή τους, το μεταλαμπάδευαν στις παιδικές και τρυφερές ψυχές των μαθητών τους.


Κι εμείς όλοι, που περάσαμε από τα χέρια τους, δεν το παραγνωρίζουμε ποτέ αυτό και στεκόμαστε πάντα ευλαβικά και μ’ ευγνωμοσύνη μπροστά στη μνήμη τους.




Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων ( Δημητηρης Γ.Κολοκυθάς)

 Από τον σύλλογο Κοκκινιωτών :

Χθές έφυγε από κοντά μας ο χωριανός μας Κολοκυθάς Δημήτριος του Γεωργίου ( του Αγροφύλακα).Η κηδεία θα γίνει αύριο Δευτέρα στον Άγιο Δημήτριο Μπραχάμι ώρα 10 πμ.Τα θερμά μας  συλλυπητήρια στην οικογένεια του.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Θανάσης Βώττας

 

Οι αείμνηστοι: ο τραγουδιστής   Θανάσης Βώττας (αριστερά) από τον Κονιάκο Δωρίδας και ο κλαρινίστας Κώστας Κωστάκης από την Μυρωνία Ηλείας ..

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

 Ο Θύμιος Καραγιάννης και ο Δημήτρης και Σπύρος Μπερτσιάς στο πανηγύρι της Παναγίας στο χωριό το 1993


Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Το χάνι του Γκέκα

 



Το χάνι του Γκέκα στην άκρη της γέφυρας του Κόκκινου ποταμού λίγο πριν σκεπαστεί από τα νερά της λίμνης.

Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Ανάρτηση του Δημήτρη Παπανώτα για τα Βαρδούσια και την Γκιώνα /Αθανάσιος Διάκος και Λιδωρίκι

 Το χωριό Αθανάσιος Διάκος Φωκίδας είναι ίσως από τα πιό όμορφα που έχω δει.  Όταν πάτε θα νιώσετε ότι είστε στις Άλπεις.  Η κορυφή των Βαρδουσίων κρέμεται πάνω από το χωριό.  

Ο ποταμός Μόρνος πηγάζει λίγο πιό πάνω από τα σπίτια και διασχίζει το χωριό μέσα από έναν υπέροχο διαμορφωμένο χώρο όπου μπορείτε να χαθείτε στον ήχο του νερού και στη δροσιά από τα πλατάνια . Η πλατεία του χωριού πέτρινη με ένα γέρο πλάτανο στο κέντρο της.  Από τον κορμό του τρέχει νερό.  Το πίνεις και χωνεύεις ολόκληρο αρνί...😅

😂🤣 Το φαγητό απλά δεν παίζεται.  Ο φίλος μου ο Κώστας Μαστροκωστόπουλος θα σας γνωρίσει γεύσεις ξεχωριστές από ντόπια προϊόντα,  στην ταβέρνα του,  το Μετερίζι.  Και θα σας φιλοξενήσει ζεστά στο ξενοδοχείο του,  λίγο πιο πάνω από την πλατεία.

  Πιο χαμηλά από το χωριό,  το οποίο βρίσκεται στα 1100 μέτρα υψόμετρο,  η λίμνη του Μόρνου και το πανέμορφο Λιδωρίκι.  Αξίζει να το δείτε κι αυτό.  Ο δρόμος που θα σας οδηγήσει εκεί βρίσκεται στην κοιλάδα του Μόρνου με τον ορεινό όγκο των Βαρδουσίων από τη μιά και την πανύψηλη Γκιώνα από την άλλη.  

Στην πιο απότομη πλαγιά της Γκιώνας,  η Συκιά.  Άλλο πανέμορφο χωριό στο δρόμο προς Λιδωρίκι.  Πάνω από τη Συκιά,  η Γκιώνα ανεβαίνει σχεδόν κάθετα,  600 ολόκληρα μέτρα.  Σε αυτό το άγριο τοπίο υπάρχει έντονη δραστηριότητα ορειβασίας και αναρρίχησης. 

 Τον απογευματινό καφέ να τον πιείτε στην πλατεία του Λιδωρικίου.  Φυσικά πέτρινη,  φυσικά με πλάτανο και φυσικά με κρήνη,  επίσης πέτρινη,  που τρέχει συνεχώς.  Ένα καινούργιο καφέ πάνω στην πλατεία,  πανέμορφο,  θα σας ενθουσιάσει.  Όπως και τα τοπικά προϊόντα στα γύρω μαγαζιά.  Προτείνω τοπικό μέλι,  φέτα και κρέας.  Κατσίκι,  αρνί αλλά και βοδινό.

  Καλή διασκέδαση...

Δημήτρης Παπανώτας 

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα: ο θείος από την Γκιώνα. ( από την Συκιά!)

 ΙΟΥ, 2025, 21:01

Διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα: ο θείος από την Γκιώνα.

Ο άλλος χαμογέλασε, ρίξαντας μια ντροπερή ματιά προς τα μένα.

— Ο θείος μου, μου κάνει, απ’ την Γκιώνα. Είχ’ έρθει να μας δει και τώρα φεύγει. Τάχει με τον Δήμαρχο!

Απομείναμε οι δυο μας… Αραιοί οι επιβάτες και διάσπαρτοι, ενώ και η «Ταχεία» ξεκινούσε. Αυτός σταυροκοπήθηκε: «Αϊλιά μ’»… τον άκουσα.

Κοίταξα τον άνθρωπό μου καλύτερα. Στην κεφάλα του αψηλά – ίδια η υδρόγειος! – χρέη καπέλου του εξετέλαε μια σκούφια. Δεν ήταν μεγαλύτερη απόνα πιατέλο του τσαγιού. Μόνο ότι ήταν μέσ’ στη λίγδα… Στο κούτελό του, έως τα φρύδια του, μαυρόπυκνη έπεφτε των μαλλιών του η απλάδα. Και κάτω από τη μύτη του (τέλεια ρυθμού ελληνικού) έπεφτε – κατωφερώς στο πιγούνι του – η μουστάκα. Το «όλον» του σου ‘φερνε στην ιδέα σου μαντρόσκυλους, απ’ αυτούς που γυροφέρνουν και βαδίζουνε στις στρούγκες.

Μα γι’ αυτόν αλλού έβρεχε. Στηρίχτηκε με τις φούχτες στην γκλίτσα του κι άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα χαβά του:

«… Κιτρουλεϊμουνιά, ορέ κιτρουλεϊμουνιά

κιτρουλεϊμουνιά κι μαντζουράνα μου…»

Για ιδές, λέω, κόσμος που ούδε τον υποπτευόμαστε καν. Τούτος ο άνθρωπος ζη τουλάχιστον στον αιώνα που πέρασε και ζη ευχαριστημένος. Ενώ εμείς…

***

— Για πού με το καλό; τον αρωτάω.

— Για του Μπράλλου.

— Κατάγεσαι αποκεί;

— Πιο ζερβά, απ’ την Γκιώνα. Θες να μάθ’ς; Απ’ τη Σ’κιά άιν τ’ν ξέρεις. Δωριέας είμι.

— Κοντά στην Αμφισσα;

— Πώς μου τ’ν είπες;

— Μαθές απ’ τα Σάλωνα;

— Ε, πιο πάν’ λ’γάκι. Σ’ είπα, απ’ την Γκιώνα.

— Κι επαγγέλλεσαι;

– Πώς μ’ τόπες;

— Δηλαδή τι δουλειά κάνεις;

— Δ’λειά; Να, τσοπάνος.

— Είσαι τσέλιγκας;

— Δεν έχου τόσα, μα με φτάν’ ν.

— Είσαι παντρεμένος;

— Ιέχου τη Γιουργούλα μ’.

— Παιδιά έχεις;

— Ιέχου ανηψούδια. Το π’δί που κατέβηκε ανηψούδι μ’ είνι.

— Κι είχες έρθει να τον δεις;

— Ιγώ τουν χάλεψα να με βάλ’ σε μια θέσ’.

— Και δε σ’ έβαλε;

— Αστα!, άστα!, μην τα μουλουγάς… Και μην τα κραίν’ς.

Την ίδια στιγμή μπαίνει ο κοντρολέρ των εισιτηρίων με το «τρυπησιόν» του στο χέρι: «Παρακαλώ, τα εισιτήρια».

Τρύπησε το δικό μου και μου τόδωσε. Πήρε και του φίλου… «Μα το εισιτήριό σας, του κάνει μετά γοργή παρατήρηση, είναι για την “τακτική” αμαξοστοιχία! Αυτή εδώ είναι η “Ταχεία”!. Θα πληρώστε τη διαφορά!».

Ο άνθρωπός μου τον τήραξε. Ηταν κάτι τις το απερίμεντο. «Θαύμα ατραξιόν!»… συλλογίστηκα.

— Θα πληρώστε τη διαφορά, ξαναλέει. Κι άνοιξε να το συμβουλευτεί ένα κιταπάκι.

— Μαθές;… κάνει ο άμοιρος. Π’δής τρέχει αυτό θέλ’ς να μ’ πεις;

— Φυσικά.

— Ορέ π’δί μ’ ποιος του βιάζ’; Θέλ’ κι τρέχει. “Ας πααίνει αγαλιώτερα… τι ευκή, πααίνει σαν να του βάλαν νέφτ’ στουν κώλου;

— Τι λες, ρε μπάρμπα! του κάνει ο υπάλληλος. Δε βιάζεσαι συ, βιάζονται οι άλλοι.

— Ας πλερώσουν αυτοίνοι!. τι με φουρτών’ς ιμένα;

Τελοσπάντων τα κανόνισα εγώ. Πλήρωσα εγώ τη διαφορά. Κι ο υπάλληλος έφυγε. Ο συνταξιδιώτης μου βόλεψε ήσυχα – ήσυχα το στο πλάι του τράστο του κι απέ, ως νάχε βρει εκειδά το δίκιο του: «Αμ δι σφάξανε! μου κάνει. Για κορόιδο μι πέρασε;»

***

–(…)Μα τι απόγινε για τη θέση σου δε μου πες.

— Αφ’ σι να φάω ψμι και σ’ λέω.

Κι άρχισε να ματσουλάει κάμποση ώρα…

…– «Θ’νά τ’ γάμαγα τ’ μάνα!, κάνει ως απόφαγε, αλλά ας έχει χατήρ’ τ’ ανηψουδιού μου. Τη “θέσ'” ιγώ τη διάλεξα, αλλά το ανηψούδι μ’ το θ’ κο του: “Δε σ’ κάνει αυτήνη η δ’λειά, θείγιε μ'”, επίμενε. “Ουόχι, τ’ λέου. Είσι ή δεν είσι ανηψούδι μ’; Ιγώ αυτήνη θέλου!.”. Μίλησε του κυρ – Δήμαρχου κι του προυί πάω μπονώρα. Στέκουμαι στη σιδερένια ανέμη κι όποιους έμπαινε μέσα – χαρτάκι: ένα κομμάτ’ ιγώ ιφημερίδα – μια δραχμούλα αυτός στο χέρι μ’. Σ’ λέου δ’λειά κιλεπούρ’!…».

Η περιέργειά μου ήταν άφταστη!. «… Δεν είχα παράπονο, τον ακώ να συνεχίζει, ούλ’ πλέρωναν. Ούλοι ιβγινείς, ούλ’ κύριοι, κάναν τι κάναν κι απέ φεύγανι».

— Δε μου χαρίζεις τ’ όνομά σου; του λέω, μπάρμπα…

— Γιώργους! μου κάνει.

— Μπαρμπαγιώργο, του λέω, αυτή η δουλειά, αυτό το μαγαζί, πού ακριβώς βρίσκεται;

— Ξέρω να σ’ πω; σε μια πλατέα όμως είνι. Ιέχει κάτι σκαλάκια και κατιβαίνεις ‘σακάτου. Ούλο καθρέφτες κι πορτούλες είνι τ’ άτιμου. Σ’ λέου κιλεπούρ’!…

***

«Ας καθόσουν, του λέω, ας μην έφευγες. Η δουλειά καλή ‘ταν» του κάνω.

— Ιγώ έφυγα για μι σκόλασαν; Και θ’ να τ’ γάμαγα τη μάνα, αλλά για χατήρ’…

— Τι συνέβηκε, ρε μπάρμπα;

— Ακ’ ν’ ακούεις.

Κι ήμουν όλος αφτιά. Η «ιστορία» έγιν’ έτσι:

Σε κάνα δυο ώρες – λέει – η περιέργεια δεν τον άφηνε. Δεν κύτταε να δει το μαγαζί; Δεν άνοιγε μια πορτούλα να δει μέσα; «Ανοίγου ένα καμαρίνι – λέει – Και τι να ιδώ; Εναν θεουκιρατά μισοκαθιστόν να κάνει εκεί το… χοντρό του!»

Η καταπλαή του – λέει – δε λέγονταν. «Τι κάν’ς αυτού ρε;» τ’ λέου. Λέει. «Τ’ν ανάγκη μ’!».

— Κι ήρθις ιδώ να βγάλ’ς το σβέρκου σ’; του κραίνω. «Αμ’ πού να πάω;» μ’ αποκρίνιτι.

— Χάθ’καν όρε, του λέου, τα γρασίδια;

Και τον αρπάζει απ’ τον σβέρκο. «Οξου όρε θεουκιρατά… παλιοτόμαρου!».

Και τον αρχινάει στις κλωτσιές. Ξεκουμπίστηκε αυτός, φοβερίζοντας ότι θα διαμαρτυρηθεί του Δημάρχου.

— Πού θα μ’ πας; του λέου. στον κυρ-Δήμαρχου; Αμ’ ιμένα ποιος μ’ έβαλι ορέ όρνιου εδωδά; Ο κυρ – Δήμαρχος δε μ’ έβαλι; Χάι-Χάι ορέ χαϊβάνι!.

«… Αχ!- Αχ!.. Αχ!.. Και κοντά;» Θα τρελαίνομαν…

Μα αυτός αλλού βρέχει. Είχε εξαγριωθεί τώρα κι άστραφταν μαύρες στράψες τα μάτια του, ενώ και τη μουστάκα του – στρίβοντας – την είχε κάμει ως τσιγκέλι!.

… «Στο παρακάτω, λέει, καμαρίνι πάλ’ τα ίδια!». Αλλον φουκαρά εκεί άρπαξε σαν «κισέμ’» από τον σβέρκο!. «Μάιδε τα σουρέλα του, λέει, δεν πρόφτασε να συμμάσει ο θεοτούμπης!»… τον έσυρε ως πάνω στο πεζοδρόμιο, σαν – προς σφαγή – κάνα κριάρι!.. Εκεί στο ρείθρο τον προυμούτισε!.

— Τι του πέρασις ιδώ ορέ… (του «φούγιαζε»). Για χισαριό ορέ γ’ρούν’; Στραβουμάρα είχες να ιδείς τι γράφει πάνω;

— Τι γράφει; κάνει (ανάσκελα) ο άλλος.

– Τι γράφ’; τρομάρα σ’… Αποχωρητήρια!.. γράφ’ ορέ αγράμματι… Καθρέφτις γυροβουλιά ‘χει μέσα και βρυσούλες!.

Τι θες, τι γυρεύεις… Κόσμος μαζεύτηκε, χάζι γύρω οι μάγκες. Και νάσου ένας πόλισμαν: «τι συμβαίνει; τι έγινε;».

–Μα…

— Μπρος, στο Τμήμα.

— Θα…

— Σκασμός!

Να μη μου τα «πουλυλουγάει» τον απέλυσαν. Δυόμισι ώρες ήταν η «υπερεσία» του όλη-όλη. Ο κυρ – Δήμαρχος… και θ’ να τ’ γάμαε τη μάνα!..

Η επόμενη στάσις το Μπράλλο… ακούστηκε η φωνή απ’ το μεγάφωνο: οι εκ των κυρίων κυρίων επιβατών…

Στο άκουσμα ο Μπαρμπαγιώργος βρέθ’κε όρθιος κι άρπαξε το ταγάρι του απ’ τον γάντζο. «Μη βιάζεσαι, του κάνω, έχουμ’ ώρα».

— «Αν’τρο δε θα τ’ς μείν’ τση Γιουργούλας μου, π’ να τση μουλουγάω για του τραίνου… Τραίνου ιμάς ικεί είν’ τα π’δάρια μας!»

— Και πώς θα της το περιγράψεις, ρε Γιώργο;

– Αντίσκαστου όπως είν’ και του γλέπ’ς: «Μιαν αράδα κ’τάκια, κ’τάκια, κ’τάκια κι μπρουστά ένα μαγερειό πού τα πααίνει!».

«Φτάνει, για το θεό!.» κάνω κι έπιασα σφιχτά την κοιλιά μου. Χιουμοριστικώτερη, σε δέκα λέξεις, παράσταση δε θα μπορούσε να υπάρξει – του τραίνου. Η διαφορά ήταν ότι δεν έκανε χιούμορ ο άνθρωπος, αλλά ανήξερα, σαν του Μολλιέρου τον χωριάτη, έκανε πρόζα. Επεσα χάμω και …κλώτσαγα. Θα μ’ έπαιρνε στον λαιμό του ο θεοτούμπης!.

Βιογραφικό Του Γιάννη ΣΚΑΡΙΜΠΑ

Γεννήθηκε το 1897 στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας. Ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία στην Αθήνα, αλλά εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στη Χαλκίδα όπου εργάστηκε ως εκτελωνιστής. Αρχισε να δημοσιεύει διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής και σε ένα διαγωνισμό που διοργάνωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» κέρδισε το πρώτο βραβείο για το διήγημά του «Ο Καπτάν Σουρμελής και ο Στουραΐτης». Υπήρξε πολυγραφότατος και εκκεντρικός. Μέσα από τη γραφή του καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα και τα πνευματικά ήθη της εποχής του. Εγραψε διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια και θέατρο. Τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα είναι: «Μαριάμπας», «Εαυτούληδες», «Το σόλο του Φιγκαρό», «Το Βατερλώ δύο γελοίων», «Το θείο τραγί», «Το 1821 και η αλήθεια». Τα θεατρικά: «Η Γυναίκα του Καίσαρος», Τα καγκουρώ», «Η κυρία του τραίνου» κ.ά. Πέθανε στη Χαλκίδα το 1985.

Δευτέρα 7 Απριλίου 2025

Buried dreams, vivid memories: Από σήμερα στο Amazon!

 

Buried dreams, vivid memories: Από σήμερα στο Amazon!

«Θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις» από σήμερα στον διεθνή στίβο της παγκοσμοποιημένης αγοράς. Προλάβετε πριν ο πρόεδρος αυξήσει τους δασμούς!!

Παραγγελίες:

https://amzn.eu/d/7ay8lKt

https://a.co/d/6ucZ5yM

Δευτέρα 31 Μαρτίου 2025

Από την ορεινή Δωρίδα [ ΠΕΝΤΑΓΙΟΙ] ο σπουδαίος τραπεζικός και οικονομολόγος Ιωάννης Δροσόπουλος!


Η ζωή και η σταδιοδρομία ενός από τους πιο εμβληματικούς 

διοικητές της Τράπεζας της Ελλάδος.




Σε μια μικρή όαση στην Φιλοθέη, στην Πλατεία Δροσοπούλου βρίσκεται η προτομή του σπουδαίου τραπεζικού και οικονομολόγου Ιωάννη Α. Δροσόπουλου ( 1870- 1939). Σταδιοδρόμησε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος, στην οποία διορίστηκε το 1888 στο υποκατάστημα της Λαμίας με τον κατώτερο υπαλληλικό βαθμό. Υπηρέτησε διαδοχικά σε όλες τις βαθμίδες της ιεραρχικής κλίμακας και αναδείχτηκε υποδιοικητής (1914), συνδιοικητής (1918) και διοικητήςτο 1928. Διετέλεσε υπουργός Επισιτισμού (1916) και για μικρό διάστημα Οικονομικών (1926) και διοικητής στην Τράπεζα της Ελλάδος.

Το φαινόμενο Δροσόπουλος, όπως ανέφερε σε εκτενή άρθρο στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ το 2000 ο Γιώργος Μίρκος επίτιμος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδας «δεν περιγράφεται εύκολα. Φτωχός και άσημος, αλλά γεμάτος θέληση, ξεκίνησε από την αφάνεια του ελληνικού χωριού, πέρασε ολόκληρη την υπαλληλική τραπεζική ιεραρχία χωρίς να «υπαλληλοποιηθεί» και στο τέρμα της, στο τέρμα της δραστηριότητας των πολλών, αυτός απογειώθηκε σε στόχους για τους οποίους ήταν γεννημένος».

Ο Ι. Δροσόπουλος, όπως αναφέρει έζησε και έδρασε στην πρώτη περίοδο του αστικού μετασχηματισμού της οικονομίας μας – ταυτόχρονα και περίοδο μεγάλων πολιτικών αναταραχών στη χώρα μας – υπήρξε ο υπεύθυνος κεντρικός τραπεζίτης της Ελλάδας στην πρώτη περίοδο της – προσπάθειας – εκβιομηχάνισής της και τέλος υπήρξε ο τελευταίος διοικητής της Εθνικής Τράπεζας του Γ. Σταύρου.


Μεταφέρουμε μερικά σημεία από την περιγραφή του Γ. Μίρκου για τον Ιωάννη Δροσόπουλος. Γεννήθηκε (1870) από Ρουμελιώτες γονείς, σ’ ένα φτωχόσπιτο πάνω στα τότε σύνορα της χώρας (στο μικρό χωριό Σούρπη της τότε Φθιώτιδας που ήταν τοποθετημένος ο πατέρας του ως τελωνειακός υπάλληλος στον εκεί συνοριακό σταθμό). Οι ανάγκες της ζωής που εβάρυναν την με περιορισμένα μέσα οικογένειά του, οδήγησαν τον τελευταίο σε ηλικία 18 ετών στα γκισέ του υποκ/τος της Εθνικής Τράπεζας της Λαμίας με μηνιαίο μισθό  90 δρχ.

Άρχισε την τραπεζική καριέρα του με μια βασική για την εποχή του μόρφωση(δημοτικό στο χωριό, γυμνάσιο κυρίως στην επαρχία, Νομική παράλληλα με τη δουλειά του και γαλλικά μόνος του) με πολλά, πάρα πολλά φυσικά προσόντα και με σχετική… τύχη! Με υπερβολική θέληση και ισχυρή κρίση και εργατικότηταάρχισε γρήγορα να διεισδύει στα μυστικά της τραπεζικής τέχνης. Σε λίγο ξεχώρισε μέσα στους συναδέλφους του σαν ένας υπάλληλος με «μέλλον». Ύστερα από έξι χρόνια (1894) όταν μετατέθηκε στο υποκατάστημα της Τρίπολης η τύχη τού έδωσε την ευκαιρία να αποτινάξει… τα δεσμά της «ταπεινής καταγωγής του» και να εισέλθει «άνευ όρων» στον κύκλο της «άρχουσας τάξης». Ο γάμος του (1897) με την Ερασμία Γεωργιάδη, κόρη άριστης και παλαιάς τριπολιτσιώτικης οικογένειας, διέρρηξε τους κοινωνικούς φραγμούς και ελευθέρωσε τη δίοδο για υψηλότερους στόχους.

Μέσα σε 40 χρόνια διέτρεξε όλη την κλίμακα της ιεραρχίας, για να γίνει στα 48του συνδιοικητής και στα 58 του διοικητής. Μέχρι το 1939 υπήρξε ο υπ’ αριθμόν ένα τραπεζίτης της χώρας, απέθανε δε (1939) όταν οι συνθήκες δημιούργησαν «κατάσταση αποχώρησής» του από την Εθνική με πρόσχημα την ανάληψη της Διοίκησης της Τράπεζας της Ελλάδος.

Είναι πράγματι εντυπωσιακή και συγκινητική αυτή η πλευρά, η ανθρώπινη, του ανδρός Ιω. Δροσόπουλου. Δεν είναι εύκολος αυτός ο φρενήρης δρόμος (και μάλιστα την εποχή εκείνη) από την αφετηρία του φτωχόσπιτου της Σούρπης στο τέρμα της καρέκλας του πρώτου τραπεζίτη της χώρας! Υπήρξε ο τελευταίος τραπεζίτης της μεγάλης γενιάς των διοικητών της Εθνικής που η μοίρα του ήταν να οδηγήσει την Εθνική Τράπεζα από το τέλος της «ηρωικής» περιόδου της στον πρώτο βηματισμότης για μια νέα τραπεζική αναγέννηση. Αυτός ο ρόλος, αυτή η δραστηριότητα που εκφράζεται με ψυχρά δεδομένα, δίνει τις διαστάσεις της αξίας του τραπεζίτη Δροσόπουλου και το μέτρο της επιτυχίας του στην προσπάθεια ανάπτυξης της χώρας […] Ο Ιω. Δροσόπουλος προέβαλε την ιδιότητα του «τεχνοκράτη» που υπηρετούσε την Τράπεζα και μέσω αυτής την Πατρίδα όλων των πολιτικών παρατάξεων. Τότε ήταν που ο Ιω. Δροσόπουλος υπουργοποιήθηκε (1917) για λίγο διάστημα για να αναλάβει έναν δύσκολο τομέα, τον τομέα του επισιτισμού της χώρας στην περίοδο του αποκλεισμού της από τους Συμμάχους. Αλλά και αργότερα (1926) σε μια ανώμαλη περίοδο(Κυβέρνηση Κονδύλη) έγινε για ένα 3μηνο υπουργός Οικονομικών. Οι υπουργοποιήσεις του είχαν πάντοτε τη μορφή υπηρεσιακήςεθνικής ανάγκης».

Η ιδέα της δημιουργίας της Κεφαλαιαγοράς

Ο Ιω. Δροσόπουλος από το 1928 ως διοικητής της Εθνικής πρώτος συνέλαβε την ιδέα της δημιουργίας κεφαλαιαγοράς. Με τον αγγλικό οίκο του Hambrosεδημιούργησε (με αγγλικά κεφάλαια και συμμετοχή της Εθνικής) την Hellenic Corporation Ltd, έναν νέο οργανισμό συγκρότησης και ενίσχυσης της κεφαλαιαγοράς. Τον ρόλο της βιομηχανικής πίστης και την ανάγκη δημιουργίας ισχυρών επιτελείων και ικανών μηχανισμών εξυπηρετήσεών της διείδε ταχέως και με επαναστατικό για τις τότε τραπεζικές συνήθειες τρόπο έθεσε τις βάσεις μιας νέας οργάνωσης. Πρωτοετής της Νομικής, ενώ ήδη εργαζόταν στην Εθνική της Λαμίας Τα αποτελέσματα ήταν εντυπωσιακά. Ενώ μέσα στη δεκαετία 1930-40 η βιομηχανική παραγωγή αυξήθηκε κατά 80%, οι βιομηχανικές χορηγήσεις της Εθνικής αυξήθηκαν κατά 336% του συνόλου των δανείων του 1928 και τελικά ανήλθαν στο 62% των συνολικών δανείων του 1940. Η κεφαλαιαγορά και η βιομηχανική πίστη δεν ανέκοψαν τις προσπάθειές του και προς τους παλιούς τομείς δραστηριότητας της Τράπεζας. Η γενικότερη προσπάθεια της χώρας για ανάπτυξη της οικονομίας της βοηθήθηκε αποφασιστικά από την τραπεζική πολιτική του Ιω. Δροσοπούλου. Η νέα Εθνική με τεράστια κεφάλαια και κύρος, απαλλαγμένη από τον ρόλο του χρηματοδότη του κράτους, και τις μακροχρόνιες χρηματοδοτήσεις του αγροτικού και του κτηματικού τομέα, επιδόθηκε σε μια μεγάλη προσπάθεια και έγινε τελικά ο μοναδικός ρυθμιστής της αναπτυσσόμενης ελληνικής χρηματαγοράς και κεφαλαιαγοράς. Έτσι η Εθνική με διοικητή τον Ιω. Δροσόπουλο ήλεγχε το 1939 το πλείστον της ελληνικής χρηματαγοράς (στις καταθέσεις το 74% του συνόλου και στις χορηγήσεις το 70% του συνόλου).

 

Πηγή:bussiness voice 

Δευτέρα 24 Μαρτίου 2025

Δεκαετία 60, άγονη γραμμή!

 

Λιδωρίκι- Αρτοτίνα στην φωτό είναι αρκετοί Λουτσοβιώτες , διακρίνεται σ αγροφύλακας μας Γεώργιος Κολοκυθάς.

25/3/1965, πριν 60 χρόνια!

 Μαθητική παρέλαση στο Λιδωρίκι , πρώτος από αριστερά ο δικός μας Γιάννης Κρανιάς.



Δευτέρα 10 Μαρτίου 2025

Ντοπιολαλιά

 Οι ιδιωματισμοί ενός τόπου είναι τα γνήσια στοιχεία γλωσσικής παράδοσης, μέσα από τα οποία μπορεί κανείς να γνωρίσει την ιδιοσυγκρασία, την κουλτούρα, την καθημερινότητα του απλού ανθρώπου.

«...Η αγάπη που εκδηλώνει κάποιος για τον τόπο καταγωγής του, η προσήλωση στις ηθικές αξίες που κουβαλάει μέσα του, αλλά και η μεταλαμπάδευσή τους, δεν είναι υλικά που μπαίνουν σε καλούπια ούτε σε χρονοντούλαπα για να τα χρησιμοποιούμε όποτε μας κάνει κέφι. Είναι τρόπος ζωής γι' αυτούς που έχουν συναίσθηση της ευθύνης τους απέναντι στον τόπο μας και την ιστορία του..»

Αλαφιάσκα  - αναστατώθηκα

Αλμπαζία – ζαλάδα

Γιάαμ – αδερφή

Λάλας – αδερφός

Τήρα , Τράου , Τράς – κοίτα , κοιτάω, κοιτάς

Γιάτρα – κοίτα εδώ

Κτάλ(ι) – κουτάλι

Κανατσούλ(ι) – μικρό δοχείο

Καλόμ – αγαπητέ μου

Πρίσκα – Έχω πρηστεί

Πρίσκαλα – Τα άγουρα σύκα

Σκουτουριάσκα – ζαλίστηκα

Απάν- επάνω

Καταΐ – κάτω

Καρκώθκα  - γουρλώθηκα

Μι μι πράζις – μη με πειράζεις

Μι Φτας – μη φτύνεις

Γύφτσα ιν(ι) –γύφτισσα είναι

Μαλάζου – αγγίζω

Σκιάζουμι – φοβάμαι

Χλ(ι)μπουνιάρκου – αρρωστιάρης

Χλ(ι)μπόνα – βαριά άρρωστος

Παρτσακλό- άσχημο

Τι ζαφτς; - τι πίνεις;

Ζάφτου – πίνω

Ρίχν(ι) μέσατς – τρώει πολύ

Μαυρουπιτσουκουμένους – κακομοίρης

Κταβ – κουτάβι

Πνίικα – πνίγηκα

Κουσί κουσί – τρέχοντας

Κουσέβου- τρέχω

Πλαέν(ι) – κοιμάται

Κουτάς; - τολμάς;

Κουτώ – τολμώ

Μπανιαρίσκα – έκανα μπάνιο

Αι σαπέρα – (Διπλή σημασία) άντε φύγε ή αυτός είναι χαζός

Προυγγάι – φεύγει από φόβο

παγκίρ – πανηγύρι

Μαντανία- κουβέρτα

Τραΐ – τράγος

Κάρνα – κάρβουνα

Ματσλάς- μασάς

Άκσις; - άκουσες;

Παρασάνταλου – πάρα πολύ άσχημο

Σουριάσκι – έπεσε κάτω

Φτιρνίσκι – φτερνίστηκε

Μσκάρ- μοσχάρι

Μπαΐλ(ι)σα- στράβωσε το σώμα μου

Λαχτάρσι – Λαχτάρισε

Τσόλια - σκεπάσματα

Έφαι τάντιράτ –έφαγε πάρα πολύ

Χλαπάκιασι- έφαγε γρήγορα

Αφτίν(ι) ινι η πτάνα τχουριού – αυτός ξέρει πολλά

Πσμάδ – το μικρότερο παιδί , χαϊδεμένο

Πτσαράδες – δυναμικοί άντρες

Άι μουρέ απού κει- Φύγε βρε από δω

Δε ντιλέβισι- δεν υποφέρεσε

θα σδόσου  μία κι θα ιδ(ι)ς-θα σου ρίξω σφαλιάρα

ώρα μάνα – καλώ τη μητέρα μου

τι φκιάντι- τι κάνετε;

Τσάρμιξις τσπρατίν(ι)ς; - άρμεξες τις προβατίνες;

Σμπέθιρεμ – συμπεθερέ μου

Τι έπαθις καλόμ; - τι έπαθες αγαπητέ μου;

Θα πάου στου μαγαζί- θα πάω για ψώνια

Θέλ(ι)ς τίποτι;- θες κάτι;

Πάμι για τσίπρα; -Πάμε για τσίπουρα;

Στου κατ κατ τσγραφίς- στο κάτω κάτω της γραφής

Πάμι κάτ;- πάμε κάτω;

Πάμι απάν; - πάμε επάνω;

Πλίθκις;-πλύθηκες;

Γινάρς- Γενάρης

Φλιβάρς- Φλεβάρης

Μάρτς- Μάρτιος

Απρίλ(ι)ς – Απρίλιος

Μάις – Μάης

Ιούν(ι)ς- Ιούνιος

Ιούλ(ι)ς – Ιούλιος

Σιμτέμβρ(ι)ς – Σεπτέμβριος

Ουκτόβρ(ι)ς- Οκτώβριος

Νουέμβρ(ι)ς- Νοέμβριος

Δικέμβρ(ι)- Δεκέμβριος

Πάμι στου παγκίρ – πάμε στο πανηγύρι;

Ικί γίνιτι τσκακουμίρας – γίνεται χαμός

Ψουριάρκου – βρωμιάρης

Μσκάρ- μουσχάρι

Μσκάρ τρος; Μοσχαρίσιο κρέας τρως;

Σα γρουν(ι) τρος – τρως πολύ

Γρούν(ι) τρος; - χοιρινό κρέας τρως;

Γρουν(ι) – γουρούνι

Ανέβκα απάν στου βνό – ανέβηκα στο βουνό

Αμτι του θέλ(ι)ς πιδίμ; - τι το θες παιδί μου;

Για ντ παναγία ιν(ι)- τρελός είναι

Άμα σι πιάσου μιτστουμπιές – σε κυνηγήσω με πέτρες

Καρικλάκ(ι)- μικρή καρέκλα

Κριβάτ- κρεβάτι

Μχαρί – τζάκι

Τγάν(ι) – τηγάνι

Σδάβλ(ι)- μακρύ σίδερο για τα κάρβουνα

Στουκόρακα – άντε χάσου

Στθέσιμ κάθισι- κάθεσαι στη θέση μου

Κλίτσκας – κομμάτι κρέας

Γινάτ- εκδίκηση

Βίτσα- βέργα

Βάβου – γιαγιά

Δάχλου – δάχτυλο

Διασίδ- χαλί

Διπλάρκα- δίδυμα

Ικιός – εκείνος

Έφγα – έφυγα

Ζβάου – σβήνω

Ζβάρνα- σέρνω

Ζγώνου – πλησιάζω

Ζέφκ(ι) – αραχτός

Ζίβα- σβήσε

Ζμαρ- ζυμάρι

Ζμπόρτα- στη πόρτα

Θκομ – δικό μου

Θκος – δικό του

Θκοτ- δικό του

Θκόμας – δικό μας

Θκόσας – δικό σας

Θκότς –δικό τους

Έπισι Θράκα– έπεσε ξάπλα

Σκαλτσούνια – κάλτσες

Έρχοντι κανταρέλα – έρχεται ο ένας πίσω από τον άλλο

Χαρδιλάγγος – λάρυγγας

Καρκαλουέμι – γελάω δυνατά

Καταΐς – κάτω

Κατράου- κατουράω

Κιαπέ – αν και

Κλάρα – κλαδί

Κνούπ – κουνούπι

Κμάς – σπίτι γουρουνιού

Κουτρού- στα χαμένα

Κριτσνάου- τρώω με θόρυβο

Κριματζαλιέμι – κρεμιέμαι

Σφουγγάου- σκουπίζω

Σφρι – σφυρί

Στραπέτς – πολύ ξινό

Γιάτρα του φιγγάρ – κοίτα το φεγγάρι

Κατρίσκις απάνς; – ούρησες τα ρούχα σου;

Χέτσας ίσι; - φοβιτσιάρης είσαι;

Του τφέικ(ι)σις του πλι; - το τουφέκισες το πουλί

Τι τφικάς; - τι τουφεκάς;

Πούστι ρε; - Πού είστε βρε

Τίπατι; - τι είπατε;

Κουρκούτιασι του μιαλότ- θόλωσε το μυαλό του

Ντίπ ζούδιου ίσι;- χαζός είσαι;

Κάφκαλου – κρανίο

Νταβάς – ταψί

Τσόλια- ρούχα

Ταβλιάσκα- έπεσα ξερός κάτω

Αψτουμίθκα- αναποδογύρισα

Μι του ζμπάθιου – με το συμπάθειο

Μαυρέλου- καημένη

Τι ριχτς μέσας- τι πολύ που τρως

Φουρδάκλιασα – κοκκίνισα

Αφαλ(ι)σμένο- παλαβό

Ξιφσάς – ξεφυσάς

Μι φσας – μη φυσάς

Κουκουμέλα – μανιτάρι

Μπουβόλια- σαλιγκάρια

Λίμπα- λεκάνη

Τσπίις;  – τις πήγες;

Τβαέλι – πανί στο τραπεζομάντιλο

Φούσκους του – φούσκωσε  το

Παρέκι – παραπέρα

Έπσα- έψησα, έπεσε

Προυγγάου – διώχνω

Ματσαλιάσκι – έλιωσε

Ντιπ ζλαπ – εντελώς ζώο

Πιρπάτσις; – περπάτησες;

Που πίις; - πού πήγες;

Πίις τστρούγκα; - πήγες στο στάβλο

Τσουκάν(ι) – κουδούνι

Σαμάρ - σαμάρι

Λ(ι)θάρ – πέτρα

Του πέτσουσι; - το πέτυχε;

Πέτσουσα – πέτυχα

Στουμπιά – πέτρα

Σφιλάγγ(ι) – αράχνη

Ου τρουμάρας – άντε βρε

Τσαρπατσούκαλο – μικρό αντικείμενο

Τσουτσουμίρκου – πολύ μικρό

Κουψουμισιάσκα – με πόνεσε η μέση μου

Αναφτώθκα- άναψα

Ούι – έκφραση θαυμασμού

Φαφούτς – αυτός που δεν έχει δόντια

Χάλεψα- ζήτησα

Ζλάπ – άγριο ζώο

Κατρίσκα απάν(ι)μ – ούρησα στα ρούχα μου

Πτσαρίνα -  δυναμική γυναίκα

Απστόμσα – αναποδογύρισα

Ζαλίσκα – ζαλίστηκα

Λαμπάδιασα- ζεστάθηκα πολύ

Κλούρ –κουλούρι

Μπικιόν(ι) – μεταλλικό ποτήρι

Ψτούρα- ψητό κρέας

Πιρδικλόθκα – μπερδεύτηκα

Στάνιαρα- δυνάμωσα

Αι για πίν(ι)μα – άντε πνίξου

Τι φκιανς ικί;  – τι κάνεις εκεί;

Τι δλια έις – τι δουλειά έχεις

Ιψες ξινίχτσα – χθες ξενύχτησα

Φούσκους του – φούσκωσέ το

Πάμι παρακάτ- πάμε παρακάτω

Μι μι ζμπας – μην με πιέζεις

Ζμπάω – πιέζω

Κατσίτι – καθίστε

Ζήβατο – σβήστο

Σμαζώνω – συμμαζεύω

Σμάστα ούλα – μάζεψέ τα όλα

Μι του ζορ – με το ζόρι

Μι του στανιό – με το ζόρι

Δε ζλέου – δε σου λέω

Φούλημ – αδερφέ μου, αγαπητέ μου

Τσέξ – στις έξι

Τσιφτά – στις επτά

Τσουχτο – στις οχτώ

Τσδύο – στις δύο

Τστρείς – στις τρεις

Τστέσιρις- στις τέσσερις

Τσινιά – στις εννιά

Να σπου – να σου πω

Ντρίτ – την Τρίτη

Ντιτάρτ – την Τετάρτη

Τδιφτέρα – τη Δευτέρα

Ντμπέμτ – την Πέμπτη

Ντπαρασκιβί – την Παρασκευή

Του Σαββάτου – το Σάββατο

Να μι ζμπαθάτι – να με συμπαθάτε

Έπσα – έψησα

Κουσί κουσί – τρέχοντας

Χέσκα απάν(ι)μ – φοβήθηκα αρκετά

Σκουντούφλιασα – σκόνταψα

Του τφέικ(ι)σις του πλι;- το τουφέκησες το πουλί;

Τσακίσκα- τσακίστηκα

Πδάου τα παλούκια – είμαι ανυπάκουος

Ζμπλατεία – στη πλατεία

Ζγκαντάψιξ – στην κατάψυξη

Να μι μίνι κουλιμπιθρόξλου – τίποτα όρθιο

Μας τά πριξις- μας εκνεύρισες

Α του σιμιουμένου- τον άσχημο

Άκσα – άκουσα

Σκλι - σκυλί

Αγκουσιψα- λαχάνιασα

Α – συμφωνώ

Απδάου - πηδάω

Αστόισα - ξέχασα

Αγγιά  - κατσαρολικά

Αβέρτα- συνέχεια

Α ωρέ- άντε ελά

Άι μάναμ – δεν πας καλά

Ακουρμάς – άκουσε

Κ(ι)λόριψι- κομήθηκε βαριά

Γρουμπούλ(ι) –μικρό εξόγκωμα στο δέρμα

Γούρμασι – ωρίμασε

Γκράνιαξα- δίψασα πολύ

Κτι – κουτί

Λακάου- φεύγω γρήγορα

Λιανόματα – μικρά κέρματα

Μαβλάου- προσκαλώ

Μι σούρξι – μου σφύριξε

Μουλόιμα έγινα- με έμαθαν όλοι

Μαρκαλάου – κάνω sex

Ινι μπούζ- είναι κρύο

Μπουρμπούτσαλου – μικρό έντομο

Μστρι – μυστρί

Δε νουγάου ντιπ – δε καταλαβαίνω τίποτα

Ξαστόισα – ξέχασα

Ξιμουτόχ – επίτιδες

Ξισκλάου- σκίζω

Φσεκ(ι) – μεθυσμένος

Πουδάρ – πόδι

Πραζ- πειράζει

Ζβόηρας - ζωηρός

Σκτια- ρούχα

Στάκα- περίμενε

(Πηγή : idioma)

Αντιγραφή από το fb /lidoriki