Δευτέρα 30 Απριλίου 2018

γύρω στο 1950 

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018



και στα δικά μας τα μέρη η όπως έλεγε ο αείμνηστος Κώστας Καψάλης στην δική μας την γούρνα 

το κυνήγι ήταν για τα παιδιά μια από τις πιο συχνές ενασχολήσεις τους, αναρτώ το πιο κάτω κείμενο του του Γεράσιμου Γρηγόρη σε διασκευή του Τάκη Ευθυμίου.

Κ Μ



 


Παγίδες για πουλιά

Παγίδες για πουλιά
[Λαογραφικά από τη ζωή των παιδιών της υπαίθρου]
(του Γεράσιμου Γρηγόρη σε διασκευή του Τάκη Ευθυμίου)
Οι παγίδες των πουλιών, σε παλιότερες εποχές, για τα παιδιά της υπαίθρου δεν ήταν απλά ένα  παιχνίδι που περνούσαν τις ώρες τους, τα καλοκαίρια, αλλά έπαιζαν και το ρόλο της ωφελιμότητας του κυνηγιού για βιοποριστικούς λόγους.
Τρία ήταν τα είδη των παγίδων που χρησιμοποιούσαν παλιά τα παιδιά της επαρχίας για να πιάνουν τα πουλιά: Η πετροπαγίδα, η ξυλοπαγίδα και το τενέλι.


Η πετροπαγίδα ή τσάκα αποτελούνταν από δυο πέτρες, μια πλακουδερή, την πλάκα, και μια τετράγωνη, το αντιστύλι, από τρία ίσια ξυλαράκια και από ένα πιο κοντό, πελεκημένο ή καμωμένο από σχισμένο καλάμι. Αυτό το τελευταίο το λένε σοφιλιαστάρι επειδή μ’ αυτό σοφιλιάζεται, δηλαδή στήνεται η παγίδα και πάνω σ’ αυτό ακουμπούσαν τα άλλα τρία ξυλαράκια. Αφού διάλεγαν το μέρος που θα έστηναν την τσάκα, έστρωναν στην κατάλληλη θέση τις δυο πέτρες και ανασήκωναν την πλάκα σε λοξή θέση.  Ακουμπούσαν στην κόψη της τετράγωνης πέτρας, με μικρή κλίση, το σοφιλιαστάρι και στην κορυφή του τοποθετούσαν το πρώτο ξυλαράκι, έτσι που να κρατούσε ανασηκωμένη την πλάκα. Δεν άφηναν το χέρι τους από το σοφιλιαστάρι αν δεν έβαζαν και στην κάτω άκρη του και τα δυο άλλα ξυλαράκια ακτινωτά, ώστε να ακουμπούν αντίστοιχα στα πλάγια της πλάκας, προς τη βάση της. Έτσι στήνονταν  η παγίδα. 
Για δόλωμα σκορπούσαν σπειριά δημητριακών κάτω από την πλάκα. Μερικές φορές έσκαβαν από κάτω μια λακούβα για να πιάσουν ζωντανό το πουλί. Συμπληρωματικά, κρεμούσαν κι από πάνω μια ακρίδα, με ανοιγμένα φτερά, ή ένα σκουλήκι για ζωντανό δόλωμα. Δίπλα στην παγίδα έστηναν και το πόστο που ήταν μια μακρουλή πέτρα ή ένα ξύλο μπηγμένο στο έδαφος, για να καθίσει το ανυποψίαστο πουλί. Απ’ αυτή τη θέση το πουλί μόλις έβλεπε το δόλωμα χυμούσε για να χορτάσει την πείνα του. Τρώγοντας όμως λαίμαργα, όλο και κάποιο από τα ξυλαράκια θα σκουντούσε απρόσεχτα με αποτέλεσμα να πέσει η πλάκα και να πιαστεί.
Η ξυλοπαγίδα είχε άλλη κατασκευή και άλλο μηχανισμό. Αποτελούνταν από τη βέργα, τα αδραξούλια (ίσια ξυλάκια), το σκουληκαντήρι, την κολόνα και το σουβλί. Μια γερή βέργα λυγαριάς ή αγριελιάς λυγίζονταν και κρατιόνταν σε σχήμα τόξου, δεμένη με δυο παράλληλα δεσίματα διπλού σπάγκου. Τα αδραξούλια περνούσαν κάθετα, σε κανονικές αποστάσεις, με χιασμό των διπλών σπάγκων και ξαναδένονταν στην καμπύλη του τόξου, αφήνοντας στο κέντρο του να κρεμόταν η θηλιά. Το σκουληκαντήρι γίνεται από χοντρή φρέσκια κληματόβεργα. Την έκοβαν με τον κόμπο της και την πελεκούσαν και την ξεμύτιζαν, τη γύριζαν και έχωναν τη μύτη της στην ψύχα προς τον κόμπο. Κάτω από τον κόμπο κάρφωναν με αγκάθι γκορτσιάς ή παλιουριού το σκουλήκι. Το σκουληκαντήρι το περνούσαν σαν σκουλαρίκι στο μεσιανό αδραξούλι.
Έστηναν την ξυλοπαγίδα περνώντας την κολόνα ανάμεσα από τ’ αδραξούλια της, στο επάνω μέρος, αφού τη στέριωναν στη γη. Στη διχάλα της κολόνας ακουμπούσαν το σουβλί, που η μια άκρη του κρατιόνταν στη θηλιά και η άλλη, η μυτερή, στο σκουλκαντήρι, αλλά ίσα-ίσα να στέκονταν. Φόρτωναν με λίγες αμάδες την παγίδα για να ‘χει βάρος και λίγο πιο πέρα έστηναν το πόστο. Έτσι όλα ήταν έτοιμα. Το σκουλήκι έπρεπε να ήταν ζωντανό για να κουνιόταν. Όταν έβλεπε τέτοιο δόλωμα το πουλί ήταν αδύνατο να μην πέσει στον πειρασμό και να μην ριχτεί. Έτσι, συνήθως, πιανόταν ζωντανό.

Το Τενέλι βασιζόταν στην ευλυγισία χλωρού κλαδιού και στη θηλιά. Υπήρχαν δυο τύποι, ο ένας ήταν με κολόνα (ίσιο ξύλο σε μέγεθος μπαστουνιού) που μπήχνονταν γερά στη γη. Η κορυφή του ήταν πελεκημένη και τρυπημένη για να έμπαινε το ποδόξυλο ή καθίστρα (ένα μικρό ξυλαράκι ξεμυτισμένο σαν μολύβι).
 Είχαν κι ένα γερό σπάγκο διπλό, που την αναδιπλωμένη άκρη του την κομπόθιαζαν, αφήνοντας μια μικρή θηλιά. Η άλλη άκρη του δένονταν χαμηλότερα σε κάποιο κοντινό λυγερό κλαδί ή σε βαθειά μπηγμένο ελαστικό κλαδί. Λύγιζαν το κλαδί προς το μέρος της κολόνας, τεζάροντας τον σπάγκο και πέρναγαν τη θηλιά και τον κόμπο από την τρύπα. Με το ποδόξυλο οριζόντιο βούλωναν την τρύπα για να μην περνάει ο κόμπος και τη στέριωναν τόσο, ίσα-ίσα για να στέκονταν. Άνοιγαν τη θηλιά κύκλο και την ακουμπούσαν με προσοχή πάνω στο ξυλαράκι. Το τενέλι ήταν πια στημένο. Μόλις καθόταν εκεί το πουλί με το βάρος του ενεργοποιούσε την παγίδα και πιανόταν με τη θηλιά από τα πόδια ζωντανό.
Άλλος τύπος τενελιού ήταν μια γερή βέργα λυγισμένη σε σχήμα τόξου, αλλά ανάποδα στημένη, με τις άκρες προς τα πάνω και την καμπύλη προς τα κάτω στερεωμένη στη γη ή πάνω σε κλωνάρι δένδρου. Το ένα άκρο ήταν πελεκημένο και με τρύπα και στο άλλο δεμένος ο διπλός σπάγκος με τη θηλιά. Το πουλί πιάνονταν όπως και στον προηγούμενο τύπο τενελιού.

Οι παγίδες αυτές στήνονταν στα αλώνια, όταν άδειαζαν από τις θημωνιές, στα χωράφια, σε κήπους και σε μέρη που περνούσαν συχνά τα πουλιά. Περιστερουδιές, δαγκανιώροι και συκοφαγάδες ήταν συνήθως τα θηράματα.  Τα σπουργίτια σπάνια πιάνονταν με τις παγίδες επειδή είναι πονηρά πουλιά.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τα παιδιά περνούσαν τα καλοκαίρια τους. Τα πουλιά που έπιανε η παρέα τα θεωρούσε τρόπαια και αποτελούσαν γι’ αυτά μια διαφορετική λιχουδιά όταν τα τηγάνιζαν με κάνα δυο αυγά χτυπημένα. Έτσι αρταίνονταν τα ξελιγωμένα από τη χορτοφαγία και την οσπριοφαγία παιδιά της επαρχίας εκείνους τους στερημένους καιρούς!

Πηγή: «Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο»
στο αγροτόσπιτο της οικογένειας Καραγιάννη  στο λουτσοβιώτικο  κάμπο, θέση Τσαμπάδες, βυθισμένο σήμερα στα νερά της λίμνης του Μόρνου, ο μικρός (τότε)  Κώστας Καραγιάννης.

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Ομοσπονδία Συλλόγων Β.Δ. Δωρίδας


Posted: 21 Apr 2018 07:00 PM PDT
Σαν σήμερα, στις 22 Απριλίου του 1827, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης τραυματίζεται σοβαρά και λίγες ώρες μετά πεθαίνει. Ποτέ δεν απαντήθηκε με βεβαιότητα εάν το φονικό βόλι προήλθε από τις Τουρκικές γραμμές τιυ Κιουταχή ή από “αδελφικό” χέρι όπως εντόνως πιθανολογείται. 


Ο Κοκκινιώτης ζωγράφος Χαράλαμπος Στέφος αποθανάτισε τη σκηνή μεταφοράς του λαβωμένου ήρωα με ξυλοκρέβατο σε έναν πολύ ωραίο πίνακα.

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Στο βυθό της λίμνης , ερείπια παλιού μοναστηριού δίπλα είχε κτιστει η εκκλησία της Παναγίας που γιόρταζε στις 23 Αυγούστου 

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

στα νερά της λίμνης και αυτό το όμορφο αγροτόσπιτο
βυθισμένα όμορφα τοπία !!!
η θέση Μαρμαράκι  στο βυθό της λίμνης  εδώ και 45 χρόνια ...
Στο πανηγύρι της Αϊμονής παιδική παρέα γύρω στο 1965... 

Τρίτη 3 Απριλίου 2018

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Ομοσπονδία Συλλόγων Β.Δ. Δωρίδας


Posted: 31 Mar 2018 07:00 PM PDT
του Γραββάνη Ευάγγελου

Ο Μιλτιάδης Γ. Λιδωρίκης, γεννήθηκε στο Κροκύλειο Φωκίδας σύμφωνα με την βιβλιογραφία, το 1871. Ο ίδιος σε ένα χρονικό του αναφέρει: «Γεννήθηκα τον Μάρτιο του 1872. ατυχώς για μένα, ούτε ο πατέρας μου ούτε η καλή μου μάνα ζουν για να το πιστοποιήσουν. μια όμως που το αναφέρω, θα πει πως λέω την αλήθεια», ενώ [ένα πιστοποιητικό της Κοινότητος Κροκυλείου (30-12-1933), αναφέρει ως έτος γέννησης το 1873 (αριθμός μητρώου αρρένων 182)]. 

Το Κροκύλειο υπήρξε o τόπος καταγωγής της οικογένειας Λιδωρίκη σύμφωνα με το βιβλίο "Βίοι παράλληλοι των επί αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών" του Αναστάσιου Γούδα (1816-1882). Σύμφωνα με τον Τάκη Λάππα, συγγραφέα και ιστορικό (1904-1955), στην επαρχία Λιδωρικίου καταγράφονται δύο οικογένειες Λιδωρίκη, της μίας το σωστό όνομα είναι Σκαρλάτος (απ’ όπου προέρχεται και ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης) και της άλλη Τούντας ή Παπαδογεωργόπουλος. Οι δύο οικογένειες συγγένεψαν όταν μία κόρη από τους Σκαρλάτους παντρεύτηκε γιο της άλλης, των Τούντα. Στα χρόνια εκείνα από το όνομα του τόπου προσδιοριζόταν και το επώνυμο των ανθρώπων, έτσι οι οικογένειες αυτές έμειναν γνωστές με το όνομα Λιδωρίκη.

Παππούς του υπήρξε ο φιλικός Παναγιώτης Λιδωρίκης(1800-1861), πρώτος Υπουργός Οικονομικών επί Καποδίστρια, γερουσιαστής επί Όθωνα και αδελφός του γνωστού Αθανάσιου Λιδωρίκη(ή Σκαρλάτου)(1788-1868), σφραγιδοφύλακα του Αλή-Πασά, που διατηρούσε και στενούς δεσμούς με τον Μακρυγιάννη (1797-1864).  Η δε γιαγιά του, Ρηγίνη Λογοθέτη από τη Λειβαδιά, ήταν φημισμένη για την ομορφιά της. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Λιδωρίκης, ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομίας που συνδέθηκε στενά με τον Χαρίλαο Τρικούπη και παραιτήθηκε προκειμένου να τον ακολούθησε μέχρι τέλους εκλεγόμενος βουλευτής Δωρίδας σε πολλές κοινοβουλευτικές περιόδους. Η μητέρα του η Ερατώ (κόρη του Σταμάτη Δάρα, προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου), μεσολάβισε για να φτιαχτεί ο δρόμος που συνέδεσε το επίνειο της Δωρίδας (λεγόταν τότε Χάνι) με το Λιδωρίκι και προς τιμήν του ονόματός της, οι Δωριείς το μετονόμασαν σε Ερατεινή. Τα αδέρφια του ήταν η Ιουλία, ο Παναγιώτης και η Ρεγγίνα.

Παντρεύτηκε την Ελένη Καράλη, που προερχόταν από αρχοντική οικογένεια της Χίου και έκαναν δύο παιδιά, τον Γεώργιο και τον Αλέξανδρο, (μετέπειτα διάσημος δημοσιογράφος και συγγραφέας γνωστός ως Αλέκος Λιδωρίκης). Μένουν σε ένα σπίτι που έκτισε το 1840, ο παππούς του Σταμάτης Δάρας στην οδό Πανεπιστημίου και από το οποίο πέρασαν δεκάδες προσωπικότητες όπως Μ. Δραγούμης, Χ. Τρικούπης, Δ. Ράλλης, Γ. Θεοτόκης, Α. Μαυροκορδάτος, Σ. Σκουλούδης, Α. Ζαΐμης, Εμ. Ροΐδης και πάρα πολλοί ακόμα.

Γνωστός στην εποχή του ως Μίλτος Λιδωρίκης, υπήρξε μία πολυσχιδής προσωπικότητα που διακρίθηκε με πολλές ιδιότητες, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, λογοτέχνης, δημοσιογράφος, ακόμα και πολιτικός. Πέρα όμως και πάνω απ’ όλα αυτά, υπήρξε μεγάλος πατριώτης ενώ παράλληλα ήταν κι ένας κοσμικός άνθρωπος, ιδιαίτερα αγαπητός στην Αθήνα των «ωραίων ημερών».

Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι, προοριζόμενος από την οικογένειά του να γίνει πολιτικός. Γόνος οικογένειας αγωνιστών του ’21, μυημένων στη φιλική εταιρία, είχε γαλουχηθεί με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και έτσι στον "ατυχή πόλεμο" του 1897 αν και δεν είναι στρατεύσιμος,  κατατάσσεται ως εθελοντής στο ευζωνικό.
Αγαπούσε πολύ την φουστανέλα και με αυτή πήγαινε στο Λιδωρίκι και χόρευε στην πλατεία του Λιδωρικίου που μέχρι πριν λίγα χρόνια ονομαζόταν Γεωργίου Λιδωρίκη. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1898 με το έργο "Ιουλία" και στη συνέχεια μετέφρασε θεατρικά έργα για το Βασιλικό θέατρο (έκλεισε το 1908 και επαναλειτούργησε το 1932 ως Εθνικό θέατρο). Εκλέχτηκε βουλευτής Δωρίδας το 1906 και επανεξελέγη το 1910 στην Α' Αναθεωρητική βουλή ως βουλευτής Φθιώτιδος και Φωκίδας. Η πολιτική όμως δεν τον εμπνέει.

Λαμβάνει μέρος στον πόλεμο του 1912, ξανά ως εθελοντής και ήταν αυτός μάλιστα που ύψωσε την ελληνική σημαία στο Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη την 29η Οκτωβρίου του 1912, όπως περιγράφει στο ιστορικό του βιβλίο με τίτλο «Πολεμικαί εντυπώσεις Ευζώνου» που κυκλοφόρησε το 1914 από τον εκδοτικό οίκο Γ.Δ. Φέξη. Οι αναμνήσεις από τους Βαλκανικούς πολέμους, θα αποτυπωθούν με γλαφυρότητα αργότερα στα έργα του.

Μετά τον πόλεμο, εγκαταλείπει οριστικά την πολιτική, χωρίζει φιλικά με τη γυναίκα του και ξεκινάει μία ζωή «επαναστατική» για την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει. Υπήρξε ιδρυτής του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου (1916), από τους ιδρυτές της Εταιρίας Ελληνικού Θεάτρου (1918) και καθηγητής της αντίστοιχης θεατρικής σχολής και ιδρυτής της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων (1908) και αργότερα Πρόεδρος (1930-31). Τότε περίπου ξεκινά και την λειτουργία του το Εθνικό Θέατρο στο οποίο εργάζεται ως  προσωπάρχης (1932) μέχρι και τον θάνατό του. Εργάστηκε ως χρονικογράφος εφημερίδων και έγραψε πολλά θεατρικά έργα – δράματα, κωμωδίες και επιθεωρήσεις – καθώς και δύο μυθιστορήματα. 
Υπερήφανος πάντα για την καταγωγή του, θα λέει ως το τέλος της ζωής πως "είμαστε Ρουμελιώτες". Απεβίωσε από περιτονίτιδα στις 2 Φεβρουαρίου του 1951 και κηδεύτηκε με δαπάνες του Εθνικού Θεάτρου. Στην εποχή του, τιμήθηκε για την προσφορά του στη θέση του προσωπάρχη του Εθνικού Θεάτρου και γενικότερα στην καλλιτεχνική ζωή του τόπου, στην συνέχεια όμως το έργο του λησμονήθηκε μέχρι πρόσφατα, που κυκλοφόρησαν δύο βιβλία:
•    «ΜΙΛΤΟΣ Γ. ΛΙΔΩΡΙΚΗΣ, ο Εύζωνας, Ο Ρουμελιώτης, ο Αθηναίος, ο θεατράνθρωπος», που έγραψε ο εγγονός του Μίλτος Α. Λιδωρίκης και επιμελήθηκε ο δισέγγονός του Αλέκος Μ. Λιδωρίκης (2016) και το
•    Μίλτος Λιδωρίκης: «Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ», εκδόσεις Polaris (2018), ένα είδος αυτοβιογραφίας που περιλαμβάνει και ανέκδοτο υλικό αντλημένο από τα αρχεία της οικογένειας Λιδωρίκη. Η εικονογράφηση είναι  με φωτογραφίες και σκίτσα της εποχής (σε επιλογή του ίδιου του Λιδωρίκη) και ο πρόλογος του  Γιώργου Χατζηδάκη.

Οι πληροφορίες για το παρών βιογραφικό αντλήθηκαν κυρίως από το πρώτο βιβλίο που έγραψε ο εγγονός του Μίλτος Α. Λιδωρίκης, προκειμένου και τα δικά του εγγόνια να γνωρίσουν τις ρίζες τους. Στην συγκινητική του επιστολή προς αυτά, με την οποία κλείνει το βιβλίο του, αναφέρει:

Αγαπημένα μου εγγόνια,
Καθώς θα μεγαλώνετε και θα διαβάζετε την ιστορία τούτης της χώρας να την περπατάτε με αγάπη και κάποια φορά ας πάτε και στο Παλαιοκάτουνο από όπου ξεκίνησε η οικογένειά σας.
Σας σφίγγω το χέρι με δύναμη. Σας αγαπώ.
Ο παππούς Μίλτος