Σάββατο 21 Ιουνίου 2025

Όταν ο Μακρυγιάννης καλλιεργούσε το θέατρο του Διονύσου!!

 Η τελευταία κόντρα του με τον Όθωνα για τις ανασκαφές στα χωράφια του (1862)


Γράφει ο Ελευθέριος Γ. Σκιαδάς 

Το 1862 ο Ιωάννης Μακρυγιάννης ήταν 67 ετών και «νεκρός άταφος», όπως έγραψε ο Τιμ. Φιλήμων. Δέκα χρόνια νωρίτερα είχε κατηγορηθεί για συνωμοσία εναντίον του Όθωνος και είχε προφυλακισθεί. Τον έριξαν στις υγρές φυλακές του Μενδρεσέ, όπου οι πληγές που είχε στο κορμί του αφόρμισαν. «Διεβιβρώσκετο υπό παντοειδών σκωλήκων», όπως έγραψε ο Αναστάσιος Γούδας. Δικάσθηκε, καταδικάστηκε σε θάνατο δι’ απαγχονισμού, η ποινή του μετετράπη σε ισόβια, με απόφαση του Όθωνα και αργότερα σε κάθειρξη δέκα ετών. Τελικώς αποφυλακίστηκε με μεσολάβηση του Δημητρίου Καλλέργη τον Σεπτέμβριο 1854[1].

Αλλά η υγεία του ήταν κλονισμένη και ο οργανισμός του εξαιρετικά αδύναμος. Η φροντίδα της οικογενείας του και οι πρόθυμες υπηρεσίες που του πρόσφεραν γιατροί της πόλης δεν αρκούσαν για να επανέλθει σε φυσική κατάσταση. Εξάλλου, είχε στερηθεί τους βαθμούς και κάθε αποδοχής. Διέθετε όμως σημαντικότατη ακίνητη περιουσία, από την οποία ποριζόταν τα προς το ζην και προσπαθούσε να την διατηρήσει για να προικίσει τα κορίτσια του. Την καλλιέργεια των κτημάτων του είχε αναθέσει σε επίμορτους καλλιεργητές, οι οποίοι έπαιρναν ένα σημαντικό μέρος της σοδειάς για να δώσουν το υπόλοιπο στον Μακρυγιάννη.

Καλλιέργειες κάτω από την Ακρόπολη

Τα περισσότερα κτήματά του, ο Μακρυγιάννης, τα είχε εντός της Αττικής και, χρόνο με τον χρόνο, το χώμα της έδινε όλο και λιγότερα. Όσο δύσκολο και αν είναι να το φανταστούμε, ένα από τα χωράφια που καλλιεργούσε ακόμη και μετά την επανάσταση, ένας τέτοιος επίμορτος καλλιεργητής, ήταν στη νοτιοδυτική πλευρά της Ακρόπολης. Στην περιοχή όπου -από το 1838- είχαν ξεκινήσει οι εργασίες για την αποκάλυψη του αρχαίου θεάτρου του Διονύσου. Εργασίες που διήρκεσαν περίπου έναν αιώνα, ανάλογα με τις εκάστοτε δυνατότητες χρηματοδότησης εκ μέρους του Ελληνικού Δημοσίου[2].

Το 1862 είναι μία από τις αποδοτικές χρονιές για το ζήτημα των ανασκαφών. Οι Έλληνες παρακολουθούν, σχεδόν καθημερινά τις ανακοινώσεις των αρχαιολόγων για διάφορα ευρήματα, όπως τα εγχάρακτα εδώλια. Ιστορικοί, λεξικογράφοι και πολλοί δημοσιογράφοι προσπαθούν ενθουσιασμένοι να ερμηνεύσουν τις διάφορες επιγραφές. Τα πλούσια ευρήματα ξεσηκώνουν πανστρατιά και συγκίνηση. Το ενδιαφέρον εκδηλωνόταν κάθε μέρα και περισσότερο, ενώ σοβαρά και μη δημοσιεύματα έβλεπαν το φως της δημοσιότητας.

Καθυστερήσεις ανασκαφών

Τη σοβαρότερη αντιμετώπιση λόγω καλής πληροφόρησης μας έδωσε ο Τιμ. Φιλήμων που έγραφε πως τα χώματα κάτω από την Ακρόπολη «υπισχνούνται ν’ αποκαλύψωσιν εν των περιεργοτέρων μνημείων των Αθηνών και να διαχύσουν ικανόν φως επί της αρχιτεκτονικής των θεάτρων της αρχαιότητος». Βέβαια το κόστος για να έρθουν στην επιφάνεια οι πολύτιμοι αυτοί θησαυροί ήταν υψηλό, αφού οι ανασκαφές έφθαναν σε βάθος πέντε και έξι μέτρων. Έτσι άρχισε έρανος από τον δήμο Αθηναίων. Ιδιώτες αλλά και ομογενείς του εξωτερικού εξασφάλισαν ένα σημαντικό ποσό για τη συνέχιση των ανασκαφών προς το μεσημβρινοανατολικό μέρος «εντεύθεν του τόξου των εδωλίων όπου η σκηνή και η θυμέλη».

Προκαλούσε όμως ταυτόχρονα μεγάλη εντύπωση το γεγονός ότι ο ιδιοκτήτης της γης, δηλαδή ο Ιωάννης Μακρυγιάννης, ζητούσε να σταματήσουν οι ανασκαφές και προχώρησε σε δικαστικές ενέργειες διότι δεν είχε ζητηθεί η άδειά του και δεν είχε αποζημιωθεί για τη γη του από το Ελληνικό Δημόσιο. Η παρέμβαση οδήγησε σε καθυστερήσεις των ανασκαφών της αρχαιολογικής εταιρείας. Εξάλλου, ήταν και ένας από τους λόγους που αποχώρησε από τις ανασκαφές ο Γερμανός αρχιτέκτονας J. H. Strack, ο οποίος είχε αρχίσει σταδιακά να αποκαλύπτει το θέατρο. Η υπόθεση εκδικάσθηκε στο Ειρηνοδικείο, το οποίο απέρριψε το αίτημα του Μακρυγιάννη και διέταξε τη συνέχιση των ανασκαφών. Έτσι η πρώτη συστηματική ανασκαφική έρευνα πραγματοποιείται το 1862 από τον αρχαιολόγο Θ. Ρουσσόπουλο σε συνεργασία πάντα με το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο[3].

Η «κόντρα» με το Παλάτι

Η στάση της οικογένειας Μακρυγιάννη δεν πρέπει να θεωρηθεί ξεκομμένη από τις γενικότερες εξελίξεις. Τον Ιανουάριο εκείνης της χρονιάς ξέσπασαν τα αποκαλούμενα «Ναυπλιακά», δηλαδή η μεγαλύτερη και πιο αιματηρή στάση που έγινε επί Όθωνος. Τερματίστηκαν με εκστρατεία και τακτική πολιορκία του Ναυπλίου. Αξιωματικοί, πολιτικοί κρατούμενοι στο Ναύπλιο και εκατοντάδες νέοι εθελοντές ξεσηκώθηκαν εναντίον του Όθωνα. Η κυβέρνηση του Α. Μιαούλη κινητοποίησε μεγάλο αριθμό ανδρών και κατόρθωσε να καταστείλει τη στάση. Βέβαια είναι γνωστή η συνέχεια, αφού λίγους μήνες αργότερα ο πρώτος βασιλεύς, ο Όθων, έπαιρνε τον δρόμο για την πατρίδα του κάτω από το βάρος των μεγάλων λαϊκών αντιδράσεων.


Όθων Μακρυγιάννης.

Μεταξύ εκείνων που συνελήφθησαν ως πρωτεργάτες για τα «Ναυπλιακά» ήταν και ο γιος του στρατηγού Μακρυγιάννη, ο επίσης στρατιωτικός Όθων Μακρυγιάννης. Τραγική ειρωνεία της τύχης τον είχε βαφτίσει και του είχε δώσει το όνομά του ο βασιλιάς Όθων μόλις πάτησε το πόδι του στο Ναύπλιο. Ο Όθων Μακρυγιάννης ήταν ο πραγματικός διαχειριστής της πατρικής περιουσίας και ο εντολέας των δικαστικών ενεργειών που εξελισσόταν την ίδιες ημέρες που είχαν ξεσπάσει τα «Ναυπλιακά». Η σύγκρουση της οικογένειας Μακρυγιάννη με το Παλάτι ήταν μετωπική. Πάντως, η περιπέτεια εκείνη έληξε με πλήρη αποζημίωση που καταβλήθηκε μερικά χρόνια αργότερα στα μέλη της πολυπληθούς οικογένειάς τους[4].

Η ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ιωάννη Μακρυγιάννη.

«Απεβίωσεν υπό γενικής ατροφίας»

O Ιωάννης Μακρυγιάννης παντρεύτηκε την Αθηναία Αικατερίνη Σκουζέ, δευτερότοκη κόρη του Γεωργαντά Σκουζέ, με την οποία παντρεύτηκαν καταμεσής της Επανάστασης (1825) και απέκτησαν δέκα γιους και δύο κόρες. Εξ αυτών επιβίωσαν τα έξι αγόρια και τα δύο κορίτσια, τα οποία απόλαυσαν τους καρπούς της περιουσίας που τους άφησε ο μεγάλος αγωνιστής[5]. Υπήρξαν δε και περιπτώσεις που η μεγάλη αυτή κτηματική περιουσία βρέθηκε στο επίκεντρο σκανδάλων και συζητήσεων.

Όσο για τον Στρατηγό, έφυγε από τη ζωή δυο χρόνια μετά την περιπέτεια με το Θέατρο Διονύσου, στις 27 Απριλίου 1864[6]. Εξαιρετικό ενδιαφέρον παρουσιάζει η ληξιαρχική πράξη του θανάτου του Μακρυγιάννη.  Στο πλάι της ληξιαρχικής πράξης, η οποία υπογράφεται από τον δήμαρχο Αθηναίων Εμμανουήλ Κουτσικάρη ως Ληξίαρχο, καταγράφεται ως «Ιωάννης μακρή Γιάννης», αναφορά που αποκαλύπτει από πού προήλθε το επώνυμο του μεγάλου αγωνιστή. Ανάφερει δε η πράξη πως απεβίωσε «ο Αντιστράτηγος Ιωάννης Μακρηγιάννης ετών 68 έγγαμος σύζυγος Αικατερίνης υπό γενικής ατροφίας»[7].

Ο ανδριάντας του Ι. Μακρυγιάννη στην ομώνυμη περιοχή.

Το τοπωνύμιο Μακρυγιάννη, που δόθηκε σε μια ολόκληρη περιοχή των Αθηνών, έμεινε να θυμίζει την περιοχή όπου κατοικούσε και είχε μέρος των κτημάτων του, ενώ ο ανδριάντας του κάτω από την Ακρόπολη και κοντά στο Θέατρο του Διονύσου, στον πεζόδρομο της Διονυσίου Αρεοπαγίτου θυμίζει τη μεγάλη προσφορά του στην απελευθέρωση της Ελλάδας.

Πηγή: Αθηναϊκά

Τετάρτη 18 Ιουνίου 2025

Κυριακή 15 Ιουνίου 2025

Δευτέρα 9 Ιουνίου 2025

Στους κορυφαίους επιστήμονες του κόσμου ο Καθηγητής Χρήστος Φλώρος με καταγωγή από τον Κόκκινο

 


Κατατάσσεται στους κορυφαίους 50 του κόσμου, σύμφωνα με το ScholarGPS



Ο Καθηγητής του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου Χρήστος Φλώρος κατατάσσεται στους κορυφαίους επιστήμονες του κόσμου στην ειδικότητα της Χρηματοοικονομικής (Stock Market), σύμφωνα με πρόσφατη ανακοίνωση του ScholarGPS (https://scholargps.com/).

Συγκεκριμένα, ο Καθηγητής Χρήστος Φλώρος βρίσκεται στη θέση 45 στον κόσμο και κατατάσσεται στο κορυφαίο 0,2% των ακαδημαϊκών και ερευνητών παγκοσμίως για το 2024. Το ScholarGPS αναγνωρίζει τους κορυφαίους επιστήμονες σε διάφορους επιστημονικούς κλάδους και ειδικότητες, και τους κατατάσσει με κριτήρια ακαδημαϊκής και ερευνητικής αριστείας όπως είναι το ιστορικό δημοσιεύσεων, ο αντίκτυπος του έργου τους και η ποιότητα των ακαδημαϊκών τους συνεισφορών.

Αυτή είναι άλλη μια σημαντική διάκριση για τον Καθηγητή Χρήστο Φλώρο, που καταδεικνύει για άλλη μια φορά το υψηλής ποιότητας και αναγνώρισης ερευνητικό έργο του στο πεδίο της χρηματοοικονομικής επιστήμης. O Δρ. Χρήστος Φλώρος είναι Καθηγητής Χρηματοοικονομικής στο Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου (ΕΛΜΕΠΑ) στο Ηράκλειο και μέλος του Συμβουλίου Διοίκησης του Πανεπιστημίου. Είναι Διευθυντής του Ερευνητικού Εργαστηρίου στη Λογιστική και Χρηματοοικονομική Διοίκηση (LAFIM), και Διευθυντής των Μεταπτυχιακών Προγραμμάτων του Τμήματος (ΔΠΜΣ στη Λογιστική και Ελεγκτική/ΠΜΣ στη Χρηματοοικονομική Διοίκηση). Επίσης, είναι Διευθυντής του Ινστιτούτου Οικονομικής Ανάλυσης, Επιχειρηματικότητας και Τουρισμού του Πανεπιστημιακού Κέντρου Έρευνας και Καινοτομίας του ΕΛΜΕΠΑ.

Τα κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα του Καθηγητή Χρήστου Φλώρου περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, θέματα χρηματοοικονομικής ανάλυσης αγορών και επιχειρήσεων και διαχείρισης χρηματοοικονομικών κινδύνων. Το ερευνητικό του έργο διακρίνεται από τον υψηλό αριθμό h-index (Google scholar h-index: 42) και των ετεροαναφορών (Google Scholar citations: 6600).

Η νέα σπουδαία διάκριση του Καθηγητή κ. Χρήστου Φλώρου είναι μια ακόμα απόδειξη του υψηλού επιπέδου εκπαίδευσης και έρευνας που παρέχει το Τμήμα Λογιστικής και Χρηματοοικονομικής του Ελληνικού Μεσογειακού Πανεπιστημίου, το οποίο έχει πιστοποιηθεί με Άριστα από την Εθνική Αρχή Ανώτατης Εκπαίδευσης (https://accfin.hmu.gr/).



Κυριακή 1 Ιουνίου 2025

Αποχαιρετισμός ….

ΕΥΘΥΜΙΑ  Γ. ΜΠΕΡΤΣΙΑ 1930-2025




Η Ευθυμία γεννήθηκε το 1930, ο πατέρα της ήταν ο Νικόλαος Κοράκης και η μητέρα της η Βασιλική το γένος Καραδήμα. Οι γονείς της απέκτησαν 10 παιδιά και επέζησαν μόνο δύο ο Γεώργιος και η Ευθυμία. Η παιδική θνησιμότητα εκείνες  τις εποχές ήταν η μεγάλη μάστιγα… Η Ευθυμία, όπως άλλωστε όλα τα παιδιά της γενιάς της έζησε σε ταραχώδη χρόνια, κακουχίες, πόλεμοι, φτώχια ήταν τα κύρια χαρακτηριστικά των χρόνων εκείνων…Η Ευθυμία πάλεψε σκληρά και κατάφερνε να ξεπερνά όλα τα εμπόδια. Παντρεύτηκε τον Γιώργο Μπερτσιά  και έφτιαξαν την οικογένεια τους στο σπιτικό τους που ήταν  στο κάμπο του Λουτσόβου στην θέαση Μαρμαράκι που σήμερα είναι θαμμένο στα νερά της λίμνης του Μόρνου. Η ζωή δύσκολη, οι αγροτικές και κτηνοτροφικές δουλειές πολλές και κοπιώδεις αλλά η Ευθυμία μαζί με τον σύζυγό της και τα πεθερικά της πάλεψε σκληρά και τα κατάφερε. Μεγάλωσε την οικογένεια της, σπούδασε τα παιδιά της και  κατάφερε με την δουλειά της και την συμπεριφορά της να θεωρείται από τις πιο προκομμένες γυναίκες του χωριού ..

Η κατασκευή της λίμνης ανάγκασε την οικογένεια το 1972 να μεταναστεύσει στην Αθήνα όπου ένας καινούργιος αγώνας επιβίωσης ξαναξεκίνησε …Η Ευθυμία πάλι στις επάλξεις για να βοηθήσει να στηθεί το νέο σπιτικό της οικογένειας στην Πετρούπολη. Με πολύ δουλειά και με απέραντη αγάπη για την οικογένεια της, τα κατάφερε… Είχε την χαρά να δει τα παιδιά της ευτυχισμένα,  να γνωρίσει και να ζήσει αγαπημένα με τις νύφες, τους γαμπρούς, τα εγγόνια και δισέγγονα της!! 

Σήμερα γαλήνια και γεμάτη από την ζωή αποφάσισε να πετάξει η ψυχή της στον Παραδείσι …

Σε ευχαριστούμε Μάνα για όλα ..

Καλό κατευόδιο..




Στη μνήμη της το πιο κάτω διήγημα :

15. Η κατάρα της μητρός μου
Απόγευμα Παρασκευής, οχτώ μέρες πριν το τελείωμα του Σεπτέμβρη του 1972, ανήμερα της φθινοπωρινής ισημερίας, που η νύχτα και η μέρα ισομεριάζουν, και στο σπιτικό μας, στην κοιλάδα του Μόρνου, επικρατεί μεγάλη αναστάτωση.

Είμαστε στις τελευταίες ώρες πριν την οριστική φυγή. Τα περισσότερα πράγματα έχουν μαζευτεί, έχουν χωριστεί σε δυο ομάδες, αυτά που θα πέρναμε μαζί μας στην Αθήνα και τα υπόλοιπα, που θα μεταφέραμε πάνω στο χωριό. Είμαστε όλοι εκεί και βοηθάμε, ξαφνικά ακούγεται μια φωνή από το δρόμο να καλεί τον πατέρα μου. Ο πατέρας μου ήταν ανεβασμένος στο πατάρι για να κατεβάσει κάποια πράγματα και βγήκα εγώ να δω ποιος είναι. Βγαίνοντας στην αυλή αντικρίζω ένα άγνωστο άνδρα που με ρωτά:

«Είναι εδώ ο πατέρας σου;»

Πριν προλάβω να απαντήσω εμφανίστηκε ο πατέρας μου και τον καλωσόρισε.

Ήταν ο Γιάννης ο Πεντεορίτης, από ένα χωριό κοντά στο Γαλαξίδι, που είχε συνεννοηθεί με τον πατέρα μου να αγοράσει το άλογο, την αγαπημένη μας φοράδα, την Κούλα. Την Κούλα την είχαν αγοράσει από το επαχτίτικο παζάρι πριν 18 χρόνια, την χρονιά που γεννήθηκα κι εγώ, και μάλιστα σχεδόν την ίδια ημερομηνία, είμαστε δηλαδή συνομήλικοι. Η Κούλα εκείνη την στιγμή έβοσκε στις σιτοκαλαμιές ακριβώς κάτω από την αυλή. Με το άκουσμα ότι τη φοράδα θα την πάρει ο ξένος, όλη η οικογένεια συγκεντρωθήκαμε στην αυλή. Η μάνα μου πήγε και της φόρεσε το σαμάρι και τραβώντας από το καπίστρι την έφερε μπροστά μας. Λες και ήταν άνθρωπος, τη σύστησε με επισημότητα στο νέο της αφεντικό και άρχισε να λέει στο κύριο Γιάννη τα προσόντα της Κούλας. Πόσο εργατική ήταν, πόσο συνεργάσιμη με το ταίρι της στα οργώματα, με πόση άνεση μετέφερε τα φορτία, πόσο γρήγορο ζώο είναι και άλλες αρετές της που δεν θυμάμαι. Τελειώνοντας με τα καλά συμβούλεψε τον κύριο Γιάννη να την προσέχει, ειδικά όταν υπάρχουν μικρά παιδιά, γιατί σαν θηλυκό είναι και λίγο ζηλιάρα και μπορεί να τα δαγκώσει.

Μετά της χάιδεψε το κεφάλι της και με δάκρυα την αποχαιρέτησε λέγοντας πως δεν φταίει αυτή, αλλά η κακιά η λίμνη που σε λίγο θα τους διώξει όλους και θα σκεπάσει τα πάντα. Η μάνα είχε την πιο στενή συνεργασία όλα αυτά τα χρόνια με το ζώο και το ένιωθε σαν παιδί της. Τα τελευταία δέκα χρόνια, που ο πατέρας μου δούλευε σε διαφορά δημόσια τεχνικά έργα, αυτή είχε την φροντίδα των χωραφιών, από το δύσκολο έργο του οργώματος και της σποράς μέχρι τον θερισμό και το αλώνισμα. Σε αυτό το επίπονο έργο που συνήθως ήταν δουλειά των ανδρών είχε την άμεση βοήθεια της Κούλας και ενός μεγαλόσωμου μουλαριού, που ήταν δωρεά της Αμερικής στο πλαίσιο του σχεδίου Μάρσαλ. Αυ- τό το σκληροτράχηλο μουλάρι, –δεν θυμάμαι πως το φωνάζαμε–, είχε ψοφήσει πριν ένα χρόνο από γερατειά, αφού είχε οργώσει μαζί με την Κούλα με σιδερένιο άροτρο ή με ξύλινο αλέτρι δεκάδες στρέμματα πάνω από είκοσι χρόνια. Το κουφάρι του το είχαμε μεταφέρει στην ποταμιά, όπου αυτά τα κακάσχημα και μεγαλόσωμα όρνια που όρμησαν από τις κορφές των Βαρδουσίων το αποτελείωσαν.

Η αγροτική δουλειά εκείνα τα χρόνια με τα παραδοσιακά μέσα ήταν πολύ σκληρή και για τους ανθρώπους και για τα ζώα. Απαιτούσε, εκτός του μεγάλου κόπου, ιδιαίτερη επιμονή και μαεστρία για τον άριστο συντονισμό και την υπακοή των ζώων στα κελεύσματα του αγρότη ώστε να παραχθεί το ζητούμενο έργο.

Αυτή τη δουλειά για πολλά χρόνια την έκανε η κυρία Ευθυμία, η μάνα μου, μόνη της. Πόσες φορές δεν την είχα ακούσει, όταν είχε υπερβεί τα όριά της, να καταριέται αγανακτισμένη τα χωράφια που όργωνε με την φράση:

«Κακή λίμνη δεν θα γίνει… να τα πάρει να ησυχάσουμε…»

Και αυτά τα έλεγε πριν από πολλά χρόνια και πριν ακόμη να έχει ακουστεί κάτι για κατασκευή λίμνης.

Τέτοιες φράσεις εκστόμιζαν και άλλες γυναίκες που δούλευαν σκληρά στα χωράφια τους και οι απολαβές των κόπων τους ήσαν τόσο μικρές, που τις έφερνε σε κατάσταση απελπισίας, ειδικά σε χρονιές με κακές καιρικές συνθήκες.

Να που η κατάρα της μάνας έπιασε, σκεφτόμουν, άλλο αν η ίδια ήθελε μάλλον να το ξεχάσει…

Ήμασταν όλοι σε κακή ψυχολογική κατάσταση γιατί είχαμε δεθεί με το ζώο. Ο κύριος Γιάννης προσπάθησε να ελαφρύνει την ατμόσφαιρα μιλώντας στην Κούλα για τον εαυτό του και πόσο πολύ αγαπά τα ζώα κι ότι θα περνά καλύτερα μαζί του μιας και έχει πολύ λίγα αγροκτήματα και μάλιστα φυτεμένα με ελιές, που δεν απαιτούν κουραστικές δουλειές για το άλογο. Γυρνώντας προς την μεριά μας, λέει:

«Σας καταλαβαίνω, κι εγώ στενοχωριέμαι όταν αποχωρίζουμε τα ζώα μου, τα έχω σαν τα παιδιά μου, όποτε θέλετε να έρχεστε στο χωριό μου να τη βλέπετε τη φο- ράδα.»

«Κάποια στιγμή θα έρθουμε, είναι στο χωριό σου παντρεμένη και η θειά μου η Όλγα με το χωριανό σου το μπάρμπα Δήμο», του απαντά η μάνα μου.

«Ναι, ναι, το είχα ξεχάσει πως η κυρά Όλγα είναι από το Λούτσοβο.»

«Είναι αδελφή του πατέρα μου.»

«Αγαπημένο ζευγάρι, καλοί άνθρωποι, τους αγαπά όλο το χωριό. Αν τους είχε δώσει κι ο θεός ένα παιδάκι… τέλος πάντων, αυτά είναι τυχερά πράγματα.»

Ο παππούς, που δεν είχε μιλήσει μέχρι τώρα, πλησίασε το ζώο, του χάιδεψε την χαίτη και κοιτώντας προς εμάς λέει: «Τυχερή είναι η Κούλα, σε καλά χέρια θα πέσει, ο Γιάννης φαίνεται πολύ καλός άνθρωπος.» Και συνεχίζει: «Θυμάσαι Γιώργο, τότε στην Ναύπακτο, στο παζάρι, ήταν μια βδομάδα μετά την γέννηση του Κώστα, που εσύ διάλεξες αυτό το ζώο, εγώ ήθελα να πάρουμε αρσενικό αλλά εσύ επέμενες και φαίνεται πως έπραξες άριστα, πολύ καλή φοράδα. Γιάννη, θα μείνεις πολύ ευχαριστημένος, με την καρδιά μας σου την δίνουμε… καλορίζικη!».

«Καλορίζικη, καλορίζικη!!!» ακούστηκε μια φωνή από όλους μας.

Οι παλιοί άνθρωποι, όταν πωλούσαν κάτι έπρεπε να το δώσουν με την καρδιά τους, διαφορετικά πίστευαν ότι τη συναλλαγή θα συνόδευε η γρουσουζιά. Γι αυτό οι αγοραστές, αν διαισθάνονταν ότι δεν υπήρχε καλή διάθεση συνήθως χάλαγαν την συμφωνία.

Η παρέμβαση του παππού ήταν καταλυτική προς άπαντας.

Ο Γιάννης ο Πεντεορίτης καβάλησε τη φοράδα, αφού πρώτα μας ευχαρίστησε και μας υπενθύμισε να μην ξεχάσουμε τη θεία μας τη Όλγα και την Κούλα και να επισκεφτούμε το χωριό του, όπου με χαρά θα μας φιλοξενήσει.

Παρακολουθούσαμε αμίλητοι τον Γιάννη με την φοράδα να απομακρύνονται προς την πλευρά του Στενού. Δεν είχαν διανύσει ούτε διακόσια μέτρα όταν το άλογο κάνει απότομα στροφή 180 μοίρες, σηκώνει τα μπροστινά του πόδια και, κοιτάζοντας προς την δική μας πλευρά, άρχισε να χλιμιντρίζει έντονα ενώ ο Γιάννης με δυσκολία προσπαθούσε να το επαναφέρει στην πορεία του.

Αυτό το χλιμίντρισμα ήταν το τελευταίο ακουστικό αποτύπωμα της Κούλας, που έμεινε άσβεστο στην μνήμη μου παρόλο που έχουν περάσει τόσες δεκαετίες…

Η κόρνα του φορτηγού που είχε σταματήσει στον δημόσιο δρόμο μας επανέφερε στην πραγματικότητα. «Ο Θύμιος είναι», λέει ο πατέρας μου, «πάω να συνεννοηθούμε τι ώρα θα έλθει το πρωί να φορτώσουμε.» Ο Θύμιος ο Καραγιάννης, φίλος του πατέρα μου και ξάδελφος της μάνας μου, είχε φορτηγό και προσφέρθηκε να μας μεταφέρει στην Αθήνα…


Απόσπασμα από το βιβλίο του Κ ΜΠΕΡΤΣΙΑ : θαμμένα όνειρα, ζωντανές, αναμνήσεις




Πέμπτη 22 Μαΐου 2025

ΠΡΟΠΟΛΕΜΙΚΗ ΠΑΙΔΕΙΑ στο Λιδωρίκι



AΓΩΝΙΣΤΕΣ ΔΑΣΚΑΛΟΙ ΚΑΙ «ΑΓΡΙΜΙΑ» ΜΑΘΗΤΕΣ


ΤΑ ΑΛΩΝΙΑ ΤΟΥ ΨΑΛΛΑ ΦΡΑΓΜΟΣ ΣΤΗΝ ΠΡΟΟΔΟ!


Του Αλέκου Κωστάκη


Από την Εφημερίδα «Λιδωρίκι» - τεύχη 6-7-8 - Μάιος-Ιούνιος-Ιούλιος 1982

(Αντιγραφή από το fb ανάρτηση του Θύμιου Καψάλη)



Η σκέψη στρέφεται πάντα με σεβασμό στους προπολεμικούς δάσκαλους του χωριού μας. Τους απλούς εκείνους ανθρώπους, που έπαιρναν «αγρίμια» και σωστά λυκόπουλα, ξυπόλητα και πεινασμένα, και τα ’φτιάναν «ανθρώπους».


Δεν είχαν βγάλει Ακαδημίες και Ανώτερες Σχολές. Ήξεραν όμως να διαπλάθουν ανθρώπους σωστούς και το απόδειξαν στην πράξη.


Το ήθος τους; ανεπίληπτο. Οι κοινωνικές τους σχέσεις; Άριστες. Και σ’ αυτούς και στις οικογένειές τους δεν θα βρεις πουθενά ψεγάδι. Το μόνο που μπορείς να τους καταλογίσεις, είναι μια κάποια σκληρότητα, αλλά κι αυτή, αν λάβουμε υπόψη μας τις συνθήκες που επικρατούσαν τότε στο χωριό μας και το έμψυχο υλικό, που ήταν βαθειά επηρεασμένο από το ηρωικό και μαχητικό πνεύμα των νικηφόρων πολέμων του 12-13, των οποίων ο απόηχος δεν είχε σβήσει ακόμα στην ορεινή μας περιοχή, τότε θα τη δικαιολογήσεις πολύ.


Στρατιές ολόκληρες επιστημόνων έβγαλαν οι άνθρωποι αυτοί κι απέδωσαν και ο Κάγκαλος και ο Σφέτσος και ο Μίχος με την Κοντολάτου, έργο σημαντικό. Λίγος τότε ο μισθός, ανύπαρκτα τα μέσα (καλά που βρέθηκε κι ο Συγγρός και βόλεψε, εν μέρει, τις στεγαστικές ανάγκες του σχολειού μας) και δουλειά από το πρωί ως το μεσημέρι κι από τ’ απόγευμα ως το βράδυ. Και ούτε πενθήμερα, ούτε δέκατοι τρίτοι μισθοί και τα «κρυφά της μάνας».


Και να παιδεύεσαι όχι να εκπαιδεύσεις, αλλά να ημερώσεις, να καθυποτάξεις τους ανυπόταχτους, να «στρώσεις στο ζυγό» παιδιά, σα μερικά Βαρσιωτάκια, που λιγάκι αν έκανες πως τα «τσίγκλαγες», τράβαγαν τον Κολοκοτρωνέικο σουγιά – σαν τον Αντρέα, το φίλο μου το Νιανιάρα, με την κακομοίρα τη Φακίτσα – ή τον αδελφό μου το Γιώργο με την Κοντολάτου, που τη δάγκωσε στο χέρι και πήδησε τρία μέτρα από το μπαλκόνι στον κήπο της Κοράκαινας!!!


Που να ’βρισκες άκρη με τους Βαρσιώτες, Αυτοί, όταν κατηφόριζαν για το Σχολείο, ήταν συμφορά. Έρχονταν ομαδικά, έχοντας για «γκεσέμι» τους τον Κοραή (Θύμιο Πέτρου) οι παλιότεροι, και τον Ταλτόγιαννο οι νεώτεροι. Με τις βλαχόκαλτσές του και το κοντοβράκι του ο Γιάννης, ξυπόλυτος ολοχρονίς, μάζευε γύρω του, σαν την κλώσσα, όλα τα παιδιά του Βαρουσιού και τα ’κανε όπως ήθελε, πλην του Κοντοκρά.


Όταν κατέβαινε αλαλάζοντας το Βαρουσιώτικο λεφούσι, έκλαιγαν κήποι κήποι και «γιούρτια».


Τότε το κράτος ήταν φτωχό και δεν περίσσευαν κονδύλια για τη σχολική θέρμανση. Το πολύ ν’ αγόραζε καμιά σόμπα ξύλων. Που ξέρανε τότε καλοριφέρ, πετρέλαια και τέτοια. Σόμπα ξύλου υπήρχε μονάχα και τα ξύλα τα φέρναμε εμείς τα παιδιά, καθένα κι από ’να ξύλο την ημέρα. Τα κάπως ημερότερα παιδιά, κόβαμε ένα ξύλο, ίσια που να χωράει στη σόμπα, ή παίρναμε ένα αμπελίσιο κουρβούλι κι ήμασταν εντάξει. Μερικοί πατεράδες (της... πλουτοκρατίας να πούμε) για να μη κουράζονται οι «κανακάρηδές» τους, κουβαλώντας κάθε μέρα ξύλο, αγόραζαν, με δέκα ή δεκαπέντε δραχμές, ένα φόρτωμα ξύλα από τους Σωταινιώτες και το ’στελναν στο Σχολείο και βγάζανε την υποχρέωση, δημιουργώντας όμως έτσι – άθελά τους – έναν ψυχολογικό διαχωρισμό ανάμεσα στα παιδιά τους και στ’ άλλα παιδιά, που τα ’βλεπαν με περιφρόνηση.


Οι Βαρσιώτες, όμως, το ’χαν λύσει κάπως διαφορετικά. Δεν είχαν αφήσει παλούκι για παλούκι ελάτινο στα γιούρια τα ξένα. Τα ’βαζαν ανάμεσα σε δυο λιθάρια και τα ’σπαγαν με μια βαριά πέτρα και το μοιράζονταν στα τρία ή στα τέσσερα. Τα γιούρτια της Κρυστάλλως, της Φανιώς και της Σούλιαινας είχαν «βογγήξει».


Κι ερχόταν ένα τέτοιο παιδί στο μάθημα. Κι από πάνω θεονήστικο και ψειριασμένο. Που δεν είχε τετράδιο, δεν είχε μολύβι, δεν είχε πλάκα και κοντύλι. Εκείνη η μαγκούφα η πλάκα, με το παραμικρό έσπαγε κι οι πατεράδες δεν μας αγόραζαν άλλη. Μια κλωτσιά να ’τρωγε η «μαρούδα» από κάποιον στο παιχνίδι και η πλάκα γινόταν χίλια κομμάτια. Ή, όπως η μαρούδα ήταν αφημένη καταγής, κάποιος περνούσε από πάνω της κι έσπαγε την πλάκα. Πως ν’ αντιμετωπίσεις, λοιπόν, ένα τέτοιο παιδί; Όταν ξέρεις, είσαι συγχωριανός, πατέρας και συ; Με το καλό ή με το άγριο;


Χίλια δυο εμπόδια είχαν οι ήρωες εκείνοι ν’ αντιμετωπίσουν. Ακόμα και τ’ αλώνια, (όπως του Ζώη, του Ψαλλά και του Τάλτα) πήγαιναν κόντρα στο έργο τους. Μη σας φανεί παράξενο αν πω ότι του Τάλτα τ’ Αλώνι στάθηκε ανασταλτικός παράγοντας στη μόρφωση του Βαρουσιού. Να το πιστέψετε, γιατί είναι αλήθεια.


Τα Βαρσιωτάκια, μόλις σκόλαγε το μάθημα, με τον Ταλτόγιαννο μπροστά, ξεπέζευαν στ’ αλώνι του. Εκεί άφηναν κάτω τις μαρούδες τους, ξέχειλες από... μόρφωση, κι άρχιζαν την «τσιλίκα» και τη «γουρούνα», ώσπου να βγουν τ’ αστέρια. Να πήγαιναν στα σπίτια και να γράψουν ή να διαβάσουν; Αφού στα σπίτια δεν ήταν κανένας. Ο πατέρας στα πρόβατα, η μάνα στο χωράφι όλη μέρα. Και καλά που ο προοδευτικός (όχι μόνο για την εποχή εκείνη, αλλά και για σήμερα ακόμη) «Δασκαλάκης» (Ιω. Σφέτσος) είχε διοργανώσει άριστα συσσίτια, όπου τα παιδιά έτρωγαν ένα θαυμάσιο μεσημεριανό φαγητό, που δεν το ’χαν στο σπίτι τους. Πρέπει να τονιστεί αυτό ιδιαίτερα για τον άξιο εκείνο δάσκαλο, καθώς και για τους έμπορους του χωριού, που τον βοηθούσαν με τρόφιμα στο θεάρεστο έργο του και ποτέ δεν του αρνήθηκαν τη βοήθειά τους.


Έμεναν έτσι τα παιδιά αναγκαστικά στ’ αλώνι παίζοντας και τράβαγαν για το σπίτι το βράδυ, όταν γύριζαν απ’ το χωράφι ή τα πρόβατα οι γονείς τους. Πότε να διαβάσουν και πότε να γράψουν; Κι αν μερικοί Βαρσιώτες ξέκοψαν και σπούδασαν, όπως τα Πετρογιαννάκια, Κοκκαλιάδες, Πανάγος, Καραστάθηδες και μερικοί άλλοι, αυτό έγινε γιατί οι γονείς τους δεν ήσαν τσοπάνηδες. Τα τσοπανόπουλα, τα πιο πολλά, κόλλαγαν στο δημοτικό, αλλά, όπως είδαμε, δεν έφταιγαν αυτά. Δεν υστερούσαν διανοητικά από τ’ άλλα παιδιά.


Αγωνίζονταν κι αυτά τα κακόμοιρα. Το μολύβι κοβόταν στα τρία, να το πάρουν και να το μοιραστούν όλα τ’ αδέρφια. Πίσω του κάνανε «κόκα» κι έδεναν με μια κλωστή την «κομπολάστιχα» (γομολάστιχα) να μη τη χάσουν. Λιγοστά τα τετράδια, ανύπαρκτα τα βιβλία. Εχθρός γι’ αυτά το Σχολείο και ζυγός αφόρητος.


Αυτό το υλικό, λοιπόν, το πρωτόγονο, το αντάρτικο, τ’ ανυπόταχτο και το κακότροπο, έπρεπε να το πάρουν οι δάσκαλοι κι οι δασκάλες εκείνου του καιρού στα χέρια τους και να το πλάσουν και να το βγάλουν έντιμους και χρηστούς πολίτες, οικογενειάρχες, επιστήμονες, στρατιώτες για την πατρίδα. Και τα κατάφερναν πάντα και μάλιστα με τον καλύτερο τρόπο.


Μπορεί η παιδαγωγική τους, κρινόμενη με τα σημερινά δεδομένα, να φαίνεται πρωτόγονη και να ξενίζει. Κάπως σκληρή και βάρβαρη. Εμείς, όμως που την υποστήκαμε, νομίζουμε πως ήταν πέρα για πέρα σωστή. Είναι γεγονός πως έπεφτε και λίγο ξύλο. Ε, και μ’ αυτό τί; Έπεσε η ζάχαρη στο νερό! ΟΛΟΙ ΜΑΣ, ποιος λίγο, ποιος πολύ, φάγαμε ξύλο από τους δασκάλους μας. Δεν είμασταν δα κι αγγελούδια. Σωστοί βεελζεβούληδες και «μαγάρες του κέρατα» είμασταν κι όπου μας έπιανες λερωνόσουν. Όχι όσο φάγαμε αλλά κι άλλο τόσο να μας έδιναν, πάλι λίγο θα ’τανε. Γίναμε μήπως κομπλεξικοί ή με μειωμένη προσωπικότητα, λόγω ξύλου, όπως ισχυρίζονται μερικοί βαθυστόχαστοι παιδαγωγοί; Πήγαμε εμείς ποτέ στον πατέρα μας να διαμαρτυρηθούμε γιατί μας έδειρε ο δάσκαλος, όπως κάνουν σήμερα; Αν του λέγαμε κάτι τέτοιο θα τρώγαμε άλλο τόσο ή και περισσότερο από κείνον. Ήξερε ο πατέρας μας ποιος ήταν ο Κάρας, ο Μίχος, ο Δασκαλάκης, η Κοντολάτου και πως για να μας χειροτονήσουν κάτι θα ’χαμε κάνει. Δεν είχαν προηγούμενα μαζί μας οι δάσκαλοί μας και δεν τίς τρώγαμε άδικα.


Θυμάμαι κάτι σαν σήμερα. Ήταν καλοκαίρι. Διακοπές. Πήγαινα πια στη δευτέρα Γυμνασίου. Το μακαρίτη το Δασκαλάκη δεν τον είχα πιά «καμιά ανάγκη». Τότε οι Ταμπακαίοι είχαν φέρει στο καφενείο τους στη Βαθειά το πρώτο μπιλιάρδο. Για όλο το χωριό τότε ήταν το μοναδικό θέμα στις συζητήσεις κι όλοι πήγαιναν να δουν το μηχάνημα, πού έστελνε... η Ευρώπη! Παιδάκος κι εγώ, πήγα και χάζευα. Κάποια στιγμή όμως βλέπω το Δασκαλάκη να μπαίνει στο καφενείο. Ίσια πού με κοίταξε κι αμέσως εγώ, χαμηλώνοντας το κεφάλι, βγήκα από το καφενείο. Κι ας μη τον είχα πια δάσκαλο.


Θέλω να πω, πως τότε υπήρχε μεγάλος σεβασμός του παιδιού απέναντι στο δάσκαλο. Κι όχι μόνο του παιδιού, αλλά και των γονέων μας. Όμως κι οι δάσκαλοί μας φρόντιζαν να ’ναι στο ύψος τους. Μπορεί κανείς να τους κατηγορήσει για έλλειψη μεγάλης μόρφωσης και πολλών γνώσεων. Ποτέ όμως για έλλειψη συνείδησης επαγγελματικής. Το λειτούργημα του δάσκαλου το ’βλεπαν σαν ιεραποστολή, με πολλαπλές κοινωνικές και εθνικές προεκτάσεις.


Θυμάμαι το μακαρίτη το Μίχο, όταν μας μιλούσε για το Λιδωρικιώτη Κλίμακα, για το Γκούρα, που πρήστηκε το χέρι του στα Βασιλικά, κόβοντας τούρκικα κεφάλια και δεν έβγαινε μετά από τη λαβή του γιαταγανιού του, το Διάκο, το Μακρυγιάννη, τον Αντρούτσο, τον Ταγματάρχη των Ευζώνων Βελισσαρίου. Άστραφτε το βλέμμα του παράξενα, αλλοπαρμένα. Μεταμορφωνόταν απόκοσμα, γινόταν έφηβος και πολεμούσε μαζί τους. Κι ύστερα μας έβαζε και τραγουδούσαμε το τραγούδι του Ζαχαρία Παπαντωνίου: «Στην Αγια-Σοφιά αγνάντια στέκουν τα ευζωνάκια...» Και μας μιλούσε για το 21, για την Ελλάδα, για το «πάλι με χρόνια με καιρούς». Έπαιρνε η φωνή του τόνους μυστηριακούς και μας συντάραζε. Μα σαν μιλούσε για τις θλιβερές σελίδες της ιστορίας, σελίδες μίσους και διχόνοιας, χαμήλωνε τον τόνο πικραμένος κι έλεγε πως έκλαιγε. Κι ύστερα πήγαινε δίπλα στη σόμπα, έβγαζε την από κερασόξυλο πίπα του, έβαζε κι άναβε ένα «μισαδάκι» Καραβασίλη (εφτά στόματα είχε να θρέψει και το τσιγάρο κοβόταν στη μέση), γέμιζε το στόμα του καπνό κι ονειροπολούσε με μισόκλειστα μάτια, δίπλα στη θαλπωρή της σόμπας, ενώ εμείς ήσυχα-ήσυχα γράφαμε καμιά έκθεση, για το κυνήγι, που τόσο του άρεσε, γιατί στα νιάτα του ήταν φοβερός κυνηγός.


Τα μαθήματα τότε ήσαν πιο απλά. Το προπολεμικό σύστημα ήταν τελείως διαφορετικό από το σημερινό. Τώρα το ποιο είναι καλύτερο θα το δείξει ο χρόνος. Εμείς λέμε το παλιό, οι νέοι το δικό τους, το σημερινό. Εμείς κάναμε διαίρεση στις μεγάλες τάξεις. Τώρα την κάνουν στην πρώτη. Αριθμητική μαθαίναμε με σπιρτόξυλα και φασόλια, αλλά δε νομίζω να υστερούμε από τους σημερινούς μαθητές. Αλλά ας είναι.


Εκείνο όμως που θα μού μείνει αξέχαστο ήταν το μάθημα της Ωδικής και γελάω σαν το θυμάμαι. Ζήτημα αν κάναμε 5-6 μαθήματα το χρόνο. Κι αυτά όχι για να μάθουμε νότες, όργανα, κλπ., αλλά για να τραγουδήσουμε όλοι μαζί τρία με τέσσερα τραγουδάκια, που τα ξέραμε όλοι καλά. Κι αυτά ήσαν τα: «Μηλίτσα, που ’σαι στο γκρεμό», που το έλεγε η Θυμία του Μπέη πρώτη, που το 'ξερε καλά κι εμείς επαναλαμβάναμε τη στροφή, το «Δε λαλείς, καημένο αηδόνι» το «Στην Αγια-Σοφιά, αγνάντια, στέκουν τα ευζωνάκια», το «Σαν πεθάνω μες στη μάχη» και το «Την ελληνική σημαία, μάνα μου, την αγαπώ»... Η μόνη παρεμβολή του Μίχου ήταν στο τραγούδι που μας είχε μάθει, – το μοναδικό –  «Τι ωραία που σημαίνει η καμπάνα του χωριού μας». Το λέγαμε όλα τα παιδιά κι ο Μίχος συμπλήρωνε με τη βαθιά του φωνή τον ήχο τής καμπάνας... μπημ, μπαμ-μπημ, μπαμ-μπημ, μπαμ!. Αυτό ήταν, όλο κι όλο, το μάθημα της Ωδικής.


Το μεγάλο όμως αναστάτωμα κατά τη διάρκεια της σχολικής χρονιάς ήταν η 25η Μαρτίου και οι προετοιμασίες της, πού άρχιζαν από τις 15 του Φλεβάρη. Τα παιδιά όλα διάλεγαν ένα ποίημα για τη γιορτή και το έλεγαν στην τάξη σαν πρόκριση. Αν το ’λεγαν καλά, ο δάσκαλος τους έλεγε πως «εγκρίνεται» και να το μάθουν καλά να το πουν στή γιορτή.  Από τα 50 ποιήματα – ας πούμε – εγκρίνονταν 5-6, αυτά που οι επιλογείς τους τα έλεγαν καλά, αλλά και ταίριαζαν καλύτερα στο ηρωικό πνεύμα της ημέρας.


«Λεβέντης εροβόλαγε από τα κορφοβούνια», «Η Γκιώνα λέει της Λιάκουρας», «Ανέβα, Μήτρο, στου βουνού», και κάνα δυο άλλα. Μέχρι ξύλο έπεφτε ποιος να τα πρωτοπάρει.


Ύστερα είχαμε και τα χάρτινα φαναράκια, που τα φτιάχναμε μόνοι μας, γιατί δεν είχαμε λεφτά να τ’ αγοράσουμε έτοιμα από το Μπήλιο ή τον Καραμήτσο. Κοιτάζαμε μάλιστα «να ’ναι ψιλ’ες οι ζάρες», αλλά λίγοι τα κατάφεραν. Εγώ, για παράδειγμα, ποτέ μου δεν τα κατάφερα να φτιάσω και τ’ αγόραζα από το Γιώργο της Αραποκστάλλως, πού ήταν μάστορας σέ τέτοια.


Μα τ’ αποκορύφωμα της γιορτής ήσαν οι πανηγυρικοί στην εκκλησία. Μόνιμος ομιλητής ήταν ο μακαρίτης ο Κυριαζόγιαννος, πού επανελάμβανε στερεότυπα κάθε χρόνο το «δαυλό του Καψάλη», εννοώντας τον ηρωικό Μεσολογγίτη μπουρλοτιέρη. Εμείς όμως απορούσαμε, νομίζοντας ότι λέει για το γέρο-Καψάλη, τον παππού του σημερινού. Διευθυντή τής εφημερίδας μας!! Κατόπιν όταν έγινε Πρόεδρος ο μακαρίτης Κ. Πανάγος, τα πράγματα απλοποιήθηκαν. Ο Μπαρμπακώστας, μη ξέροντας πολλά γράμματα και μη θέλοντας να κουράσει το εκκλησίασμα με χιλιοειπωμένα λόγια, ανέβαινε στον άμβωνα και φώναζε: «Ζήτω η 25η Μαρτίου». «Ζήτω το Έθνος» και το πανηγύρι σχόλαγε, με ζητωκραυγές από τα ενθουσιασμένα μαθητούδια.


Όλα αυτά, όλη αυτή η ατμόσφαιρα, που σε συνέπαιρνε και σ’ έκανε να νιώθεις Έλληνας, ήταν αποτέλεσμα της συνεχούς διεργασίας των απλών εκείνων Γραμματοδασκάλων. Πού τον εθνικό τους παλμό, το οικογενειακό τους ήθος, το κοινωνικό και ηθικό τους «πιστεύω» κι ό,τι άλλο καλό, υψηλό και ωραίο είχε η θαυμάσια ρουμελιώτικη πατριδολάτρισσα ψυχή τους, το μεταλαμπάδευαν στις παιδικές και τρυφερές ψυχές των μαθητών τους.


Κι εμείς όλοι, που περάσαμε από τα χέρια τους, δεν το παραγνωρίζουμε ποτέ αυτό και στεκόμαστε πάντα ευλαβικά και μ’ ευγνωμοσύνη μπροστά στη μνήμη τους.




Κυριακή 18 Μαΐου 2025

Αποχαιρετισμός αναχωρησάντων ( Δημητηρης Γ.Κολοκυθάς)

 Από τον σύλλογο Κοκκινιωτών :

Χθές έφυγε από κοντά μας ο χωριανός μας Κολοκυθάς Δημήτριος του Γεωργίου ( του Αγροφύλακα).Η κηδεία θα γίνει αύριο Δευτέρα στον Άγιο Δημήτριο Μπραχάμι ώρα 10 πμ.Τα θερμά μας  συλλυπητήρια στην οικογένεια του.

Πέμπτη 15 Μαΐου 2025

Θανάσης Βώττας

 

Οι αείμνηστοι: ο τραγουδιστής   Θανάσης Βώττας (αριστερά) από τον Κονιάκο Δωρίδας και ο κλαρινίστας Κώστας Κωστάκης από την Μυρωνία Ηλείας ..

Δευτέρα 5 Μαΐου 2025

 Ο Θύμιος Καραγιάννης και ο Δημήτρης και Σπύρος Μπερτσιάς στο πανηγύρι της Παναγίας στο χωριό το 1993


Τετάρτη 30 Απριλίου 2025

Δευτέρα 28 Απριλίου 2025

Το χάνι του Γκέκα

 



Το χάνι του Γκέκα στην άκρη της γέφυρας του Κόκκινου ποταμού λίγο πριν σκεπαστεί από τα νερά της λίμνης.

Παρασκευή 18 Απριλίου 2025

Ανάρτηση του Δημήτρη Παπανώτα για τα Βαρδούσια και την Γκιώνα /Αθανάσιος Διάκος και Λιδωρίκι

 Το χωριό Αθανάσιος Διάκος Φωκίδας είναι ίσως από τα πιό όμορφα που έχω δει.  Όταν πάτε θα νιώσετε ότι είστε στις Άλπεις.  Η κορυφή των Βαρδουσίων κρέμεται πάνω από το χωριό.  

Ο ποταμός Μόρνος πηγάζει λίγο πιό πάνω από τα σπίτια και διασχίζει το χωριό μέσα από έναν υπέροχο διαμορφωμένο χώρο όπου μπορείτε να χαθείτε στον ήχο του νερού και στη δροσιά από τα πλατάνια . Η πλατεία του χωριού πέτρινη με ένα γέρο πλάτανο στο κέντρο της.  Από τον κορμό του τρέχει νερό.  Το πίνεις και χωνεύεις ολόκληρο αρνί...😅

😂🤣 Το φαγητό απλά δεν παίζεται.  Ο φίλος μου ο Κώστας Μαστροκωστόπουλος θα σας γνωρίσει γεύσεις ξεχωριστές από ντόπια προϊόντα,  στην ταβέρνα του,  το Μετερίζι.  Και θα σας φιλοξενήσει ζεστά στο ξενοδοχείο του,  λίγο πιο πάνω από την πλατεία.

  Πιο χαμηλά από το χωριό,  το οποίο βρίσκεται στα 1100 μέτρα υψόμετρο,  η λίμνη του Μόρνου και το πανέμορφο Λιδωρίκι.  Αξίζει να το δείτε κι αυτό.  Ο δρόμος που θα σας οδηγήσει εκεί βρίσκεται στην κοιλάδα του Μόρνου με τον ορεινό όγκο των Βαρδουσίων από τη μιά και την πανύψηλη Γκιώνα από την άλλη.  

Στην πιο απότομη πλαγιά της Γκιώνας,  η Συκιά.  Άλλο πανέμορφο χωριό στο δρόμο προς Λιδωρίκι.  Πάνω από τη Συκιά,  η Γκιώνα ανεβαίνει σχεδόν κάθετα,  600 ολόκληρα μέτρα.  Σε αυτό το άγριο τοπίο υπάρχει έντονη δραστηριότητα ορειβασίας και αναρρίχησης. 

 Τον απογευματινό καφέ να τον πιείτε στην πλατεία του Λιδωρικίου.  Φυσικά πέτρινη,  φυσικά με πλάτανο και φυσικά με κρήνη,  επίσης πέτρινη,  που τρέχει συνεχώς.  Ένα καινούργιο καφέ πάνω στην πλατεία,  πανέμορφο,  θα σας ενθουσιάσει.  Όπως και τα τοπικά προϊόντα στα γύρω μαγαζιά.  Προτείνω τοπικό μέλι,  φέτα και κρέας.  Κατσίκι,  αρνί αλλά και βοδινό.

  Καλή διασκέδαση...

Δημήτρης Παπανώτας 

Δευτέρα 14 Απριλίου 2025

Διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα: ο θείος από την Γκιώνα. ( από την Συκιά!)

 ΙΟΥ, 2025, 21:01

Διήγημα του Γιάννη Σκαρίμπα: ο θείος από την Γκιώνα.

Ο άλλος χαμογέλασε, ρίξαντας μια ντροπερή ματιά προς τα μένα.

— Ο θείος μου, μου κάνει, απ’ την Γκιώνα. Είχ’ έρθει να μας δει και τώρα φεύγει. Τάχει με τον Δήμαρχο!

Απομείναμε οι δυο μας… Αραιοί οι επιβάτες και διάσπαρτοι, ενώ και η «Ταχεία» ξεκινούσε. Αυτός σταυροκοπήθηκε: «Αϊλιά μ’»… τον άκουσα.

Κοίταξα τον άνθρωπό μου καλύτερα. Στην κεφάλα του αψηλά – ίδια η υδρόγειος! – χρέη καπέλου του εξετέλαε μια σκούφια. Δεν ήταν μεγαλύτερη απόνα πιατέλο του τσαγιού. Μόνο ότι ήταν μέσ’ στη λίγδα… Στο κούτελό του, έως τα φρύδια του, μαυρόπυκνη έπεφτε των μαλλιών του η απλάδα. Και κάτω από τη μύτη του (τέλεια ρυθμού ελληνικού) έπεφτε – κατωφερώς στο πιγούνι του – η μουστάκα. Το «όλον» του σου ‘φερνε στην ιδέα σου μαντρόσκυλους, απ’ αυτούς που γυροφέρνουν και βαδίζουνε στις στρούγκες.

Μα γι’ αυτόν αλλού έβρεχε. Στηρίχτηκε με τις φούχτες στην γκλίτσα του κι άρχισε να σιγοτραγουδάει ένα χαβά του:

«… Κιτρουλεϊμουνιά, ορέ κιτρουλεϊμουνιά

κιτρουλεϊμουνιά κι μαντζουράνα μου…»

Για ιδές, λέω, κόσμος που ούδε τον υποπτευόμαστε καν. Τούτος ο άνθρωπος ζη τουλάχιστον στον αιώνα που πέρασε και ζη ευχαριστημένος. Ενώ εμείς…

***

— Για πού με το καλό; τον αρωτάω.

— Για του Μπράλλου.

— Κατάγεσαι αποκεί;

— Πιο ζερβά, απ’ την Γκιώνα. Θες να μάθ’ς; Απ’ τη Σ’κιά άιν τ’ν ξέρεις. Δωριέας είμι.

— Κοντά στην Αμφισσα;

— Πώς μου τ’ν είπες;

— Μαθές απ’ τα Σάλωνα;

— Ε, πιο πάν’ λ’γάκι. Σ’ είπα, απ’ την Γκιώνα.

— Κι επαγγέλλεσαι;

– Πώς μ’ τόπες;

— Δηλαδή τι δουλειά κάνεις;

— Δ’λειά; Να, τσοπάνος.

— Είσαι τσέλιγκας;

— Δεν έχου τόσα, μα με φτάν’ ν.

— Είσαι παντρεμένος;

— Ιέχου τη Γιουργούλα μ’.

— Παιδιά έχεις;

— Ιέχου ανηψούδια. Το π’δί που κατέβηκε ανηψούδι μ’ είνι.

— Κι είχες έρθει να τον δεις;

— Ιγώ τουν χάλεψα να με βάλ’ σε μια θέσ’.

— Και δε σ’ έβαλε;

— Αστα!, άστα!, μην τα μουλουγάς… Και μην τα κραίν’ς.

Την ίδια στιγμή μπαίνει ο κοντρολέρ των εισιτηρίων με το «τρυπησιόν» του στο χέρι: «Παρακαλώ, τα εισιτήρια».

Τρύπησε το δικό μου και μου τόδωσε. Πήρε και του φίλου… «Μα το εισιτήριό σας, του κάνει μετά γοργή παρατήρηση, είναι για την “τακτική” αμαξοστοιχία! Αυτή εδώ είναι η “Ταχεία”!. Θα πληρώστε τη διαφορά!».

Ο άνθρωπός μου τον τήραξε. Ηταν κάτι τις το απερίμεντο. «Θαύμα ατραξιόν!»… συλλογίστηκα.

— Θα πληρώστε τη διαφορά, ξαναλέει. Κι άνοιξε να το συμβουλευτεί ένα κιταπάκι.

— Μαθές;… κάνει ο άμοιρος. Π’δής τρέχει αυτό θέλ’ς να μ’ πεις;

— Φυσικά.

— Ορέ π’δί μ’ ποιος του βιάζ’; Θέλ’ κι τρέχει. “Ας πααίνει αγαλιώτερα… τι ευκή, πααίνει σαν να του βάλαν νέφτ’ στουν κώλου;

— Τι λες, ρε μπάρμπα! του κάνει ο υπάλληλος. Δε βιάζεσαι συ, βιάζονται οι άλλοι.

— Ας πλερώσουν αυτοίνοι!. τι με φουρτών’ς ιμένα;

Τελοσπάντων τα κανόνισα εγώ. Πλήρωσα εγώ τη διαφορά. Κι ο υπάλληλος έφυγε. Ο συνταξιδιώτης μου βόλεψε ήσυχα – ήσυχα το στο πλάι του τράστο του κι απέ, ως νάχε βρει εκειδά το δίκιο του: «Αμ δι σφάξανε! μου κάνει. Για κορόιδο μι πέρασε;»

***

–(…)Μα τι απόγινε για τη θέση σου δε μου πες.

— Αφ’ σι να φάω ψμι και σ’ λέω.

Κι άρχισε να ματσουλάει κάμποση ώρα…

…– «Θ’νά τ’ γάμαγα τ’ μάνα!, κάνει ως απόφαγε, αλλά ας έχει χατήρ’ τ’ ανηψουδιού μου. Τη “θέσ'” ιγώ τη διάλεξα, αλλά το ανηψούδι μ’ το θ’ κο του: “Δε σ’ κάνει αυτήνη η δ’λειά, θείγιε μ'”, επίμενε. “Ουόχι, τ’ λέου. Είσι ή δεν είσι ανηψούδι μ’; Ιγώ αυτήνη θέλου!.”. Μίλησε του κυρ – Δήμαρχου κι του προυί πάω μπονώρα. Στέκουμαι στη σιδερένια ανέμη κι όποιους έμπαινε μέσα – χαρτάκι: ένα κομμάτ’ ιγώ ιφημερίδα – μια δραχμούλα αυτός στο χέρι μ’. Σ’ λέου δ’λειά κιλεπούρ’!…».

Η περιέργειά μου ήταν άφταστη!. «… Δεν είχα παράπονο, τον ακώ να συνεχίζει, ούλ’ πλέρωναν. Ούλοι ιβγινείς, ούλ’ κύριοι, κάναν τι κάναν κι απέ φεύγανι».

— Δε μου χαρίζεις τ’ όνομά σου; του λέω, μπάρμπα…

— Γιώργους! μου κάνει.

— Μπαρμπαγιώργο, του λέω, αυτή η δουλειά, αυτό το μαγαζί, πού ακριβώς βρίσκεται;

— Ξέρω να σ’ πω; σε μια πλατέα όμως είνι. Ιέχει κάτι σκαλάκια και κατιβαίνεις ‘σακάτου. Ούλο καθρέφτες κι πορτούλες είνι τ’ άτιμου. Σ’ λέου κιλεπούρ’!…

***

«Ας καθόσουν, του λέω, ας μην έφευγες. Η δουλειά καλή ‘ταν» του κάνω.

— Ιγώ έφυγα για μι σκόλασαν; Και θ’ να τ’ γάμαγα τη μάνα, αλλά για χατήρ’…

— Τι συνέβηκε, ρε μπάρμπα;

— Ακ’ ν’ ακούεις.

Κι ήμουν όλος αφτιά. Η «ιστορία» έγιν’ έτσι:

Σε κάνα δυο ώρες – λέει – η περιέργεια δεν τον άφηνε. Δεν κύτταε να δει το μαγαζί; Δεν άνοιγε μια πορτούλα να δει μέσα; «Ανοίγου ένα καμαρίνι – λέει – Και τι να ιδώ; Εναν θεουκιρατά μισοκαθιστόν να κάνει εκεί το… χοντρό του!»

Η καταπλαή του – λέει – δε λέγονταν. «Τι κάν’ς αυτού ρε;» τ’ λέου. Λέει. «Τ’ν ανάγκη μ’!».

— Κι ήρθις ιδώ να βγάλ’ς το σβέρκου σ’; του κραίνω. «Αμ’ πού να πάω;» μ’ αποκρίνιτι.

— Χάθ’καν όρε, του λέου, τα γρασίδια;

Και τον αρπάζει απ’ τον σβέρκο. «Οξου όρε θεουκιρατά… παλιοτόμαρου!».

Και τον αρχινάει στις κλωτσιές. Ξεκουμπίστηκε αυτός, φοβερίζοντας ότι θα διαμαρτυρηθεί του Δημάρχου.

— Πού θα μ’ πας; του λέου. στον κυρ-Δήμαρχου; Αμ’ ιμένα ποιος μ’ έβαλι ορέ όρνιου εδωδά; Ο κυρ – Δήμαρχος δε μ’ έβαλι; Χάι-Χάι ορέ χαϊβάνι!.

«… Αχ!- Αχ!.. Αχ!.. Και κοντά;» Θα τρελαίνομαν…

Μα αυτός αλλού βρέχει. Είχε εξαγριωθεί τώρα κι άστραφταν μαύρες στράψες τα μάτια του, ενώ και τη μουστάκα του – στρίβοντας – την είχε κάμει ως τσιγκέλι!.

… «Στο παρακάτω, λέει, καμαρίνι πάλ’ τα ίδια!». Αλλον φουκαρά εκεί άρπαξε σαν «κισέμ’» από τον σβέρκο!. «Μάιδε τα σουρέλα του, λέει, δεν πρόφτασε να συμμάσει ο θεοτούμπης!»… τον έσυρε ως πάνω στο πεζοδρόμιο, σαν – προς σφαγή – κάνα κριάρι!.. Εκεί στο ρείθρο τον προυμούτισε!.

— Τι του πέρασις ιδώ ορέ… (του «φούγιαζε»). Για χισαριό ορέ γ’ρούν’; Στραβουμάρα είχες να ιδείς τι γράφει πάνω;

— Τι γράφει; κάνει (ανάσκελα) ο άλλος.

– Τι γράφ’; τρομάρα σ’… Αποχωρητήρια!.. γράφ’ ορέ αγράμματι… Καθρέφτις γυροβουλιά ‘χει μέσα και βρυσούλες!.

Τι θες, τι γυρεύεις… Κόσμος μαζεύτηκε, χάζι γύρω οι μάγκες. Και νάσου ένας πόλισμαν: «τι συμβαίνει; τι έγινε;».

–Μα…

— Μπρος, στο Τμήμα.

— Θα…

— Σκασμός!

Να μη μου τα «πουλυλουγάει» τον απέλυσαν. Δυόμισι ώρες ήταν η «υπερεσία» του όλη-όλη. Ο κυρ – Δήμαρχος… και θ’ να τ’ γάμαε τη μάνα!..

Η επόμενη στάσις το Μπράλλο… ακούστηκε η φωνή απ’ το μεγάφωνο: οι εκ των κυρίων κυρίων επιβατών…

Στο άκουσμα ο Μπαρμπαγιώργος βρέθ’κε όρθιος κι άρπαξε το ταγάρι του απ’ τον γάντζο. «Μη βιάζεσαι, του κάνω, έχουμ’ ώρα».

— «Αν’τρο δε θα τ’ς μείν’ τση Γιουργούλας μου, π’ να τση μουλουγάω για του τραίνου… Τραίνου ιμάς ικεί είν’ τα π’δάρια μας!»

— Και πώς θα της το περιγράψεις, ρε Γιώργο;

– Αντίσκαστου όπως είν’ και του γλέπ’ς: «Μιαν αράδα κ’τάκια, κ’τάκια, κ’τάκια κι μπρουστά ένα μαγερειό πού τα πααίνει!».

«Φτάνει, για το θεό!.» κάνω κι έπιασα σφιχτά την κοιλιά μου. Χιουμοριστικώτερη, σε δέκα λέξεις, παράσταση δε θα μπορούσε να υπάρξει – του τραίνου. Η διαφορά ήταν ότι δεν έκανε χιούμορ ο άνθρωπος, αλλά ανήξερα, σαν του Μολλιέρου τον χωριάτη, έκανε πρόζα. Επεσα χάμω και …κλώτσαγα. Θα μ’ έπαιρνε στον λαιμό του ο θεοτούμπης!.

Βιογραφικό Του Γιάννη ΣΚΑΡΙΜΠΑ

Γεννήθηκε το 1897 στην Αγία Ευθυμία Παρνασσίδας. Ξεκίνησε να σπουδάζει φιλοσοφία στην Αθήνα, αλλά εγκατέλειψε το Πανεπιστήμιο για να αφοσιωθεί στη λογοτεχνία. Το μεγαλύτερο μέρος της ζωής του έζησε στη Χαλκίδα όπου εργάστηκε ως εκτελωνιστής. Αρχισε να δημοσιεύει διηγήματα σε εφημερίδες και περιοδικά της εποχής και σε ένα διαγωνισμό που διοργάνωσε το λογοτεχνικό περιοδικό «Ελληνικά Γράμματα» κέρδισε το πρώτο βραβείο για το διήγημά του «Ο Καπτάν Σουρμελής και ο Στουραΐτης». Υπήρξε πολυγραφότατος και εκκεντρικός. Μέσα από τη γραφή του καυτηρίαζε τα κακώς κείμενα και τα πνευματικά ήθη της εποχής του. Εγραψε διηγήματα, ποιήματα, δοκίμια και θέατρο. Τα πιο αντιπροσωπευτικά του έργα είναι: «Μαριάμπας», «Εαυτούληδες», «Το σόλο του Φιγκαρό», «Το Βατερλώ δύο γελοίων», «Το θείο τραγί», «Το 1821 και η αλήθεια». Τα θεατρικά: «Η Γυναίκα του Καίσαρος», Τα καγκουρώ», «Η κυρία του τραίνου» κ.ά. Πέθανε στη Χαλκίδα το 1985.