Εκανα 50 χλμ. κάθε μέρα με τα πόδια για να μοιράσω τα γράμματα
Με την τσάντα των ΕΛ.ΤΑ. στον ώμο και μια γκλίτσα στο χέρι διήνυε 50 χιλιόμετρα καθημερινά στα Βαρδούσια για να παραδώσει στους κατοίκους των ορεινών χωριών της Φωκίδας γράμματα, επιταγές, φάρμακα αλλά και... τρόφιμα. «Με περίμεναν με μεγάλη αγωνία, με αγάπη και σεβασμό», τονίζει
jfoskolos@pegasus.gr
Κονιάκος, Τριβίδι, Λευκαδίτης, Συκιά, Δορικό, Κάλιο, Δάφνος... Δεκαετία του 70. Χωριά σκαρφαλωμένα στα βουνά της Φωκίδας, στα Βαρδούσια και την Γκιώνα. Περιμένουν με αγωνία νέα από συγγενείς που βρίσκονται στην ξενιτιά και στην Αθήνα, από φαντάρους κι αγαπημένα πρόσωπα που είναι μακριά. Τον... μίτο της επικοινωνίας κρατά ο ταχυδρόμος, που αξημέρωτα ζώνεται την τσάντα του στο Λιδωρίκι και ξεκινά με τα πόδια μέσα στα βουνά, τα λαγκάδια και τις ρεματιές, για να μεταφέρει γράμματα, επιταγές, αλλά και φάρμακα, εφημερίδες, ακόμη και κατεψυγμένα τρόφιμα, ψάρια και κοτόπουλα... Μόλις φθάνει στην πλατεία με τον καφενέ βγάζει την καραμούζα και σφυρίζει για να μαζευτούν οι χωριανοί. Καθένας τους και μια ιστορία... «Κυρα- Βασιλική τι κάνει ο φαντάρος;» ρωτά ο ταχυδρόμος τη μαυροφορεμένη γιαγιά.
«Αχ, Γιάννη μου», του απαντά εκείνη, «πάλι δεν μου έγραψε ο εγγονός μου»... Και μετά κεράσματα και πεσκέσια -τυριά και αβγά- γεμίζουν την ταλαιπωρημένη δερμάτινη τσάντα των ΕΛΤΑ.
Ο ταχυδρόμος όμως δεν έχει και πολύ χρόνο να κοντοσταθεί. Ισα για να φάει καμιά φασολάδα, αν τυχαίνει να έχει φτάσει μεσημέρι. Περιμένουν άλλα χωριά κι άλλες αγωνίες πρέπει να πάρουν τη σειρά τους...
«Ο κόσμος τότε περίμενε τον ταχυδρόμο με πολλή αγωνία, με αγάπη και σεβασμό. Ηταν σημαντικό πρόσωπο, σαν να έβλεπαν κάποιον συγγενή τους. Εμένα, όλοι με φώναζαν με το μικρό μου όνομα: Γιάννης». Ο Γιάννης Βελάγιας, συνταξιούχος πια εδώ και τρία χρόνια, μας μιλά για μια εποχή κατά την οποία η ασύρματη επικοινωνία φάνταζε σχεδόν επιστημονική φαντασία.
Στην ελληνική επαρχία τουλάχιστον... Μια εποχή χωρίς e-mail, κινητά τηλέφωνα και Διαδίκτυο. Οταν ο ταχυδρόμος ήταν η μοναδική γραμμή επικοινωνίας των ανθρώπων στα απομονωμένα χωριά. Και όχι μόνο αυτό. Ηταν ο άνθρωπος που τους διάβαζε συχνά τα γράμματα που λάμβαναν. Ο άνθρωπος που έγραφε καμιά φορά τις επιστολές τους, που μετέφερε τα φάρμακα από την πόλη και ό,τι άλλο δεν μπορούσαν να βρουν στο χωριό.
«Ο ταχυδρόμος ήταν τότε τα πάντα γι αυτούς τους ανθρώπους», μας λέει ο κ. Βελάγιας, που δούλεψε ως αγροτικός ταχυδρόμος στο Λιδωρίκι Φωκίδας από το 1973 μέχρι το 1978. «Θυμάμαι ο παπα-Βλάχος έλεγε: ο παπάς και ο ταχυδρόμος δεν κερνάνε ποτέ... Κι έτσι ήταν. Με το που έμπαινα στο καφενείο, αμέσως η πρώτη κουβέντα όλων ήταν: Κέρασε τον ταχυδρόμο».
Μονοπάτια
Στα 22 του όργωνε τα Βαρδούσια από τα μονοπάτια που είχαν ανοίξει οι τσοπάνηδες για τα κατσίκια, με την τσάντα των ΕΛΤΑ στον ώμο και μια γκλίτσα στο χέρι. «Κάθε μέρα έκανα 50 χλμ. για να πάω από το ένα χωριό στο άλλο. Ξυπνούσα πέντε το πρωί κι έφτανα στο τελευταίο χωριό κατάκοπος κι εξαντλημένος.
Αλλά ο κόσμος δεν είχε πονηράδες. Τώρα δεν σου ανοίγουν την πόρτα, επειδή ξέρουν ότι τους πηγαίνεις γραμμάτια από τις τράπεζες και λογαριασμούς. Τότε είχανε μόνο το γράμμα τους να λάβουν. Αντε και καμιά επιταγή»...
Ο Γιάννης Βελάγιας έζησε στο πετσί του μια εποχή που δείχνει να έχει περάσει ανεπιστρεπτί. Το γράμμα, ως μέσο επικοινωνίας, ψυχορραγεί, αν δεν έχει ήδη πεθάνει. Οι τσάντες των ταχυδρόμων παραγεμίζουν με διαφημιστικά φυλλάδια, μπροσούρες, λογαριασμούς, μαζική αλληλογραφία.
Στον αιώνα του ηλεκτρονικού ταχυδρομείου και της ασύρματης επικοινωνίας, το προσωπικό γράμμα, ακόμη και η ευχετήρια κάρτα, είναι είδος υπό εξαφάνιση.
Τη δεκαετία του 70 όμως; Τότε όλα ήταν πολύ διαφορετικά. Τότε ο Γιάννης Βελάγιας μοίραζε γύρω στα δεκαπέντε γράμματα σε κάθε χωριό, φωνάζοντας τους ανθρώπους με το μικρό τους όνομα στο καφενείο ή το κοινοτικό γραφείο...
«Το πρώτο μου δρομολόγιο ήταν 3 Φεβρουαρίου του 1973. Δευτέρα, θυμάμαι. Μεγάλη περιπέτεια. Δεν την ξεχνάω. Ενας συνάδελφος μου έδειξε τον δρόμο μέσα από τα βουνά. Την προηγούμενη νύχτα δεν είχα κλείσει μάτι από το άγχος. Ξεκινάω τον δρόμο και πάω, πάω, πάω... Εδώ το χωριό, εκεί το χωριό, αλλά σπίτι πουθενά.
Τελικά ο Λευκαδίτης φάνηκε μετά από 12 χλμ... Ο πρώτος άνθρωπος που συνάντησα ήταν ο κυρ- Γιαννάκης. "Καλώς το παλικάρι. Νέος;" με ρωτά. "Νέος" του απαντώ.
"Αντε να δούμε εσύ αν θα στεριώσεις"... Αργότερα έμαθα πως κανείς δεν έμενε στο συγκεκριμένο πόστο, λόγω των πολύ μεγάλων αποστάσεων. Πριν από εμένα είχαν πάει άλλοι δέκα, αλλά έφυγαν. Εγώ, θες από πείσμα, θες από εγωισμό, στέριωσα. "Κάτσε να πιεις ένα κονιάκ", μου λέει ο κυρ-Γιαννάκης. Και μου έδωσε να πιω μπότζι - βρασμένο κονιάκ με ζάχαρη. Εκανε φοβερό κρύο. Αρχές Φλεβάρη.
Δεύτερη στάση το χωριό Συκιά και μετά ο Κονιάκος, αφού διέσχισα τον Μόρνο πάνω σε κάτι δοκάρια. Εκεί ρωτώ έναν χωριανό:
-Τι θα φάμε;
-Εχω μια ρώσικη σαλάτα κονσέρβα. Θες;
-Και ρώσικη -του λέω- και αμερικάνικη... Και για πρώτη φορά έφαγα ρώσικη σαλάτα, με ψωμί ζυμωτό κι ελιές.
Θύελλες
Ο 58χρονος σήμερα συνταξιούχος ταχυδρόμος θυμάται πολλούς χειμώνες με θύελλες, κι αυτός να πορεύεται κάπου μεταξύ Βαρδουσίων και Γκιώνας. «Το χιόνι να μου χτυπά το πρόσωπο. Να μην μπορώ να περπατήσω από τον βοριά. Και να προσεύχομαι μέσα μου, να φτάσω μέχρι την κορυφή του λόφου. Κι όμως πηγαίναμε με όλους τους καιρούς». Στον δρόμο έβλεπε ασβούς, αγριογούρουνα, αγριοκάτσικα, φίδια... «Μόνο λύκο δεν είχα δει»...
Και η πορεία συνεχίζεται βάσει συγκεκριμένου δρομολογίου. «Οριζαν τότε ότι ένας ταχυδρόμος μπορούσε να διανύσει 4 χλμ. την ώρα. Με τα πόδια βέβαια. Και έτσι υπολόγιζαν τι ώρα έπρεπε να φθάσουμε. Είχαμε φύλλο πορείας.
Δεν μπορούσες να φύγεις αν δεν σου έβαζε σφραγίδα ο πρόεδρος, ο δάσκαλος ή ο παπάς ότι πέρασες από το χωριό. Κι αν ήταν κάνα στραβόξυλο και τύχαινε να αργήσεις... Γιατί δεν υπολόγιζαν τις ανηφόρες και τις κατηφόρες, τη γλώσσα που σου έβγαινε σαν... γραβάτα από το κουβάλημα».
ΣΤΟ ΧΩΡΙΟ ΔΟΡΙΚΟ
«Εφερα φάρμακα στον δήμαρχο, αλλά αυτός δεν υπέγραφε γιατί καθυστέρησα»
«Στο χωριό Δορικό, ο πρόεδρος ήταν διορισμένος από τη χούντα. Είχε τη λογική "αποφασίζουμε και διατάζουμε".
Αν ξέφευγες δέκα λεπτά από το πρόγραμμα που είχε το φύλλο πορείας έκανε αναφορά. Οι περισσότεροι ταχυδρόμοι είχαν φύγει λόγω αυτού του ανθρώπου.
Σκεφτόμουν τι να κάνω για να τον αντιμετωπίσω... Την πρώτη φορά, λοιπόν, που πάω στο Δορικό μού ζητάει να του φέρω φάρμακα. Στο Λιδωρίκι τότε δεν είχε φαρμακείο. Μας τα έστελναν από την Αμφισσα με την αποστολή του ταχυδρομείου.
Αυθάδεια...
Παραλαμβάνω τα φάρμακά του και ρωτάω τον αγροτικό γιατρό ποια είναι τα πιο σημαντικά για την υγεία του. Ξεκινάω τη διαδρομή μου και φτάνω στο Δορικό με μισή ώρα καθυστέρηση. Φυσάω με την καραμούζα μου, μαζεύεται ο κόσμος κι αρχίζω να μοιράζω τα γράμματα.
Ερχεται και μου λέει με αυθάδεια: "Δεν θα υπογράψω το φύλλο πορείας, επειδή καθυστέρησες και θα σου κάνω αναφορά". Του απαντώ: "Είμαι ρομπότ; Εκατσα πιο κάτω να ξαποστάσω, να πάρω μιαν ανάσα.
Δεν έχω συνηθίσει την ανηφόρα στα κατσάβραχα"...
Μοίρασα τα γράμματα και στο τέλος τον ρωτάω ξανά: "Πρόεδρε θα υπογράψεις"; "Οχι", μου απαντά. Τότε λέω κι εγώ: "Κάποιος κ. Κωνσταντόπουλος που ζήτησε φάρμακα, ποιος είναι"; "Εγώ", απαντά εκείνος. "Ρε άνθρωπέ μου -του λέω- εγώ φορτώθηκα σαν γαϊδούρι και σου έφερα τα φάρμακά σου κι εσύ δεν σεβάστηκες ούτε αυτό;".
Ρίχνω κάτω τα χάπια που δεν ήταν τόσο σημαντικά, του δίνω τα άλλα και του λέω: "Πάρε κι αυτά για να ζήσεις. Και την άλλη φορά να πας μόνος στην Αμφισσα να τα αγοράσεις".
Οταν ξαναπήγα στο χωριό, η πρώτη του κουβέντα ήταν: "Κεράστε τον ταχυδρόμο". Του απαντώ, "ευχαριστώ πρόεδρε, δεν θέλω".
Τον κράτησα λίγο σε απόσταση, να μη νομίζει ότι όλοι οι άνθρωποι εξουσιάζονται. Τελικά καταλήξαμε να γίνουμε σχεδόν φίλοι...».
ΔΥΣΚΟΛΙΕΣ
«Προχωρούσα ώρες ατέλειωτες και ο δρόμος δεν σωνόταν με τίποτα»
«Δεν πρόκειται να ξεχάσω την πρώτη φορά που πήγα στον Δάφνο. Να προχωρώ ώρες ατελείωτες και να μη σώνεται ο δρόμος.
Βλέπω κάποια στιγμή έναν τσοπάνο μπροστά μου και του φωνάζω: "Γεια σου πρόεδρε". Ηταν όντως ο πρόεδρος του χωριού. Τον ρωτώ πόσο μακριά είναι και μου δείχνει ένα χωριό στο βάθος.
Απελπίζομαι και του λέω: "Θα πας εσύ τα γράμματα". Με χτυπά στον ώμο φιλικά: "Εδώ από κάτω είναι. Αντε, τράβα να φας και φασολάδα της κυρα-Βασιλικής".
Οντως το χωριό ήταν ακριβώς από κάτω. Μπαίνω στο μαγαζί του μπαρμπα-Γιώργη, του άντρα της κυρα-Βασιλικής, να φάω. Και τότε συνέβη κάτι που δεν θα το ξεχάσω ποτέ στη ζωή μου.
Αυτός είχε φτιάξει έναν αυτοσχέδιο μηχανισμό, που δούλευε με ένα φυσερό κι έβγαζε έναν τρομερό ήχο σαν φουγάρο πλοίου.
Εκεί που τρώω λοιπόν, ακούω μια βουή φοβερή και πετάγομαι έξω να δω τι γίνεται.
Κι εκείνη τη στιγμή, ο μπαρμπα-Γιώργης είχε πάρει ένα χωνί γραμμοφώνου και φώναζε: "Κυρά Βασίλωωωωωωωωωωωωωωω. Εχεις επιταγήηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηηη". Ε, γέλασα με την ψυχούλα μου»...
ΣΤΟ ΤΡΙΒΙΔΙ
Γέφυρα ζωής για 70χρονο
«Μια μέρα στο Τριβίδι ένας γεροντάκος 70 χρονών, ο μπαρμπα-Κώστας, είχε πάθει δηλητηρίαση. Τότε δεν υπήρχαν ψυγεία κι έβαζαν τα τρόφιμα σε ντουλάπια με σήτες, που τα έλεγαν φανάρια.... Τον είχε πιάσει εμετός και διάρροια μαζί. Ηθελε να επικοινωνήσει με τον ανιψιό του στον Κονιάκο.
Μου λέει, γράψε ταχυδρόμε: Αγαπημένο μου ανιψούδ -μου υπαγόρευσε μια σύντομη επιστολή και με παρακάλεσε να επιστρέψω στον Κονιάκο για να την παραδώσω στον ανιψιό του- Με προφταίνς, δεν με προφταίνς. Με πάει από μπροστά κι από πίσω φλογέρα...
Ελα γρήγορα να με πάρς, δεν θα ζήσω. Και όντως έτρεξα πίσω στον Κονιάκο, έδωσα την επιστολή στον ανιψιό, ο οποίος πήγε και τον πήρε με το αγροτικό αυτοκίνητο και τον μετέφερε στην Αμφισσα στο νοσοκομείο. Ισα ίσα τον πρόλαβε. Αν δεν ήμουν εκεί θα είχε μάλλον πεθάνει»...