«Μέσα σ’ ένα σύννεφο σκόνης φάνηκαν τα πρώτα “θεριά” και άρχισαν να ξεριζώνουν τον τόπο μας.
Για χρόνια τα μηχανήματα έσκαβαν τα σπλάχνα της γης, έριχναν κάτω πελώρια δέντρα, γκρέμιζαν λόφους λες και ήταν τραπουλόχαρτα!
Τα φορτηγά σειρές, το ένα πίσω από το άλλο φόρτωναν τις πέτρες και σήκωναν το φράγμα.
Οταν τα έργα τελείωσαν, το ποτάμι άρχισε να πνίγει τα χωραφάκια μας που για αιώνες πότιζε και ευεργετούσε.
Αφήσαμε τα προγονικά μας, τους τάφους των παππούδων μας και φύγαμε…
Οσοι άντεξαν, κάθισαν και έβλεπαν το Κάλλιο -εμείς το λέμε Βελούχοβο- να βυθίζεται αργά και βασανιστικά μέσα στο νερό.
Ετσι έγινε η λίμνη του Μόρνου, για να ξεδιψάσει η Αθήνα, μας είπαν…».
Αυτή ήταν η ιστορία που μας αφηγήθηκε πριν από λίγα χρόνια ένας από τους πρώην κατοίκους του χωριού Κάλλιο, από αυτούς που έχασαν τα σπίτια τους όταν η τεχνητή λίμνη έπνιξε την όμορφη κοιλάδα της Βελάς και το χωριό τους.
Ετσι, για την ιστορία, να πούμε πως η τεχνητή λίμνη του Μόρνου σχηματίστηκε μετά την ανύψωση χωμάτινου φράγματος ύψους 126 μέτρων που έκοψε τη ροή του ποταμού Μόρνου δημιουργώντας έναν τεχνητό ταμιευτήρα, έργο που δημιουργήθηκε για να μπει στην υπηρεσία της σπάταλης και υδροχαρούς πρωτεύουσας!
Τα έργα για την ανύψωση του φράγματος ολοκληρώθηκαν στα τέλη της δεκαετίας του 1970. Το χωριό Κάλλιο εγκαταλείφθηκε οριστικά από τους ανθρώπους του τον Ιανουάριο του 1980, λίγο πριν βυθιστεί στο νερό.
Ενα κανάλι μήκους 192 χιλιομέτρων ανέλαβε να μεταφέρει το νερό του ταμιευτήρα στα διυλιστήρια της Αθήνας και από εκεί στις βρύσες των Αθηναίων.
Σήμερα, μετά από εκτεταμένες περιόδους ξηρασίας -περίπου κάθε 10 χρόνια-, τα Κάλλιο αναδεύεται σαν φάντασμα από τον λασπωμένο βυθό και απλώνει στο φως του φθινοπωρινού ήλιου τα ερειπωμένα και σιωπηλά σαν σκέλεθρα σπίτια του!
Δρόμο παίρνω, δρόμο αφήνω
Αφετηρία για εξορμήσεις στην ευρύτερη περιοχή του Μόρνου, των Βαρδουσίων και της Γκιόνας είναι το Λιδορίκι, μια αγροτοκτηνοτροφική πολίχνη 1.500 κατοίκων που βρίσκεται κοντά στις όχθες της λίμνης σε ύψος 550 μέτρων.
Ερχόμενοι από την Αθήνα -μέσω Αράχοβας ή Διστόμου- δεν θα χρειαστεί να διανύσετε συνολικά περισσότερο από 235 χλμ. Από τη Θεσσαλονίκη (μέσω Θερμοπυλών-Μπράλου-Αμφισσας) το Λιδορίκι απέχει 380 χλμ. και από την Πάτρα μέσω Ναυπάκτου 95 χλμ.
Οι υποδομές στην περιοχή μετά τη δημιουργία μικρών ξενοδοχειακών μονάδων και παραδοσιακών ξενώνων θεωρούνται σχετικά καλές και οι επισκέπτες δεν θα στερηθούν τίποτα σε ανέσεις προκειμένου να εξερευνήσουν τον υπέροχο αυτό βουνίσιο κόσμο.
Ραντεβού με την Ιστορία
Οπως έχει συμβεί σε παρόμοιες περιπτώσεις, η νεότευκτη λίμνη δεν πλημμύρισε βέβαια μια «νεκρή» κοιλάδα.
Πολύ πριν έρθουν οι τοπογράφοι και οι εντολοδόχοι των κατασκευαστικών εταιρειών, αυτός ο τόπος ζούσε ειρηνικά στους δικούς του ρυθμούς, παρέα με την όμορφη φύση και τους αγέρωχους ξωμάχους του.
Το χωριό Κάλλιο, γνωστό στους ντόπιους με το όνομα Βελούχοβο ή Βελούχι, κουβαλά τα σημάδια μιας Ιστορίας που γυρνά πίσω στους ελληνιστικούς χρόνους, τότε που η αρχαία Καλλίπολη, χτισμένη στη θέση του παλιού οικισμού, υπήρξε ακμάζουσα αιτωλική πολιτεία.
Η μοίρα της συνδέθηκε με δύο σημαντικά γεγονότα. Το 426 π.Χ. κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού Πολέμου οι Αιτωλοί νίκησαν κατά κράτος τους Αθηναίους, ενώ το 279 π.Χ. η καταστροφή ήρθε με την εισβολή των Γαλατών.
Σήμερα είναι ορατά μόνο τμήματα της αρχαίας ακρόπολης που δεσπόζουν στην κορφή του απόκρημνου λόφου, ενώ τα υπόλοιπα ερείπια είναι βυθισμένα στο νερό. Ο,τι κατάφεραν να διασώσουν οι αρχαιολόγοι εκτίθεται στο Αρχαιολογικό Μουσείο Λιδορικίου. Οπωσδήποτε αξίζει να το επισκεφθεί κάποιος.
Στα χρόνια της Φραγκοκρατίας στο Βελούχοβο τελείωνε η επικράτεια της βαρονίας των Σαλώνων και άρχιζε το Δεσποτάτο της Ηπείρου.
Μάλιστα οι Φράγκοι αφεντάδες που όριζαν τη βαρονία των Σαλώνων (Αμφισσα), έχτισαν επάνω στα ερείπια της αρχαίας ακρόπολης κάστρο, για να ορίζουν τη μεθοριακή αυτήν περιοχή.
Το Βελούχοβο αργότερα, το 1450, πέρασε στα χέρια των Τούρκων και καθώς δεν εξυπηρετούσε πλέον τις ανάγκες για τις οποίες χτίστηκε, ερήμωσε.
Απομεινάρια του κάστρου διακρίνονται ακόμη στο ύψωμα που δεσπόζει πάνω από το βυθισμένο Κάλλιο.
Δυστυχώς το περίφημο φραγκικό οξύκορφο γεφύρι του Στενού, που διευκόλυνε για αιώνες το πέρασμα στα Χάνια Στενού -το αναφέρει και ο Μακρυγιάννης στα Απομνημονεύματά του-, έχει καταποντιστεί για πάντα στο βαθύτερο σημείο της υγρής αγκαλιάς της τεχνητής λίμνης.
Γύρω από τη λίμνη
Ξεκινώντας από το Λιδορίκι μπορείτε να κάνετε μια ευχάριστη εκδρομή οδηγώντας για 65 χιλιόμετρα περιμετρικά των όχθεων της λίμνης.
Ο δρόμος είναι στο σύνολό του ασφάλτινος, αλλά έχει –όπως είναι φυσικό- πολλές στροφές, οπότε μετά από κακοκαιρία χρειάζεται προσοχή.
Φυσικά σημείο αναφοράς σε αυτήν την όμορφη διαδρομή είναι η πηγή Βελούχοβο, ο κυριότερος τροφοδότης νερού μετά τον ποταμό Μόρνο. Θα τη βρείτε πλάι στον δρόμο, πάνω από το βυθισμένο χωριό Κάλλιο.
Αν το χωριό έχει αναδυθεί και πάλι από τον βυθό της λίμνης, το καλύτερο είναι να ατενίσετε τα χαλάσματά του από το ύψος του δρόμου. Η κατάβαση στις λασπωμένες όχθες και η περιπλάνηση πλάι στους γκρεμισμένους τοίχους εγκυμονεί κίνδυνους.
Αναζητήστε τον απότομο χωματόδρομο -αν δεν έχετε ψηλό αυτοκίνητο, συνεχίστε με τα πόδια- ώσπου να φτάσετε στη θέση όπου υπήρχε η ακρόπολη του αρχαίου Κάλλιου.
Από εδώ η θέα στις όχθες της λίμνης είναι καταπληκτική. Πλάι στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου διακρίνονται τμήματα του αρχαίου τείχους, αλλά και των μεσαιωνικών οχυρώσεων.
Οδηγώντας περιμετρικά της λίμνης θα δείτε διάφορους ασφάλτινους δρόμους που δρασκελίζουν τις πλαγιές των Βαρδουσίων και οδηγούν στα χωριά Κλήμα, Κόκκινο, Περιβόλι και στο Δωρικό όπου διασώζονται αρκετά παραδοσιακά πέτρινα σπίτια.
Λίγο πιο μακριά, στη νοτιοδυτική πλευρά των Βαρδουσίων, κρυμμένοι στα δύσβατα πρανή είναι οι οικισμοί Δάφνος, Ψηλό Χωριό, Διακόπι και Διχώρι που σίγουρα αξίζουν την προσοχή σας, καθώς αγκαλιάζονται ολόγυρα από πυκνόφυτο δάσος ελάτων και βελανιδιάς.
Νότια και ανατολικά από το φράγμα σε υψόμετρο 580, βρίσκεται το χωριό Μαλανδρίνο που υπάρχει εδώ από τον 14ο αιώνα στη θέση που πιθανόν βρισκόταν ο αρχαίος Φύσκος (4ος π.Χ. αιώνας), έδρα των Εσπερίων Λοκρών. Στην περιοχή έχουν ανασκαφεί τμήματα οχύρωσης που αποτελούν μέρος της αρχαίας ακρόπολης.
Επιστροφή μέσα από τα βουνά
Από το Μαλανδρίνο θα κατηφορίστε προς τον Κορινθιακό Κόλπο και θα πέσετε στον δρόμο που συνδέει την Ιτέα με τη Ναύπακτο. Αν κατευθύνεστε προς Αθήνα ή Θεσσαλονίκη, υπάρχει και μια εναλλακτική διαδρομή.
Από το Λιδορίκι μπορείτε να συνεχίσετε βόρεια προς Λευκαδίτι. Σε αυτό το σημείο η κοίτη του ποταμού Μόρνου διαχωρίζει τους ορεινούς όγκους της Γκιόνας και των Βαρδουσίων.
Αυτή τη φυσική διέξοδο εκμεταλλεύεται ο δρόμος Λιδορικίου – Παύλιανης.
Ακολουθώντας τον θα περάσετε από τα χωριά Λευκαδίτι και Συκιά, θα αφήσετε πίσω τις διασταυρώσεις για Αθανάσιο Διάκο, Στρώμη και Καλοσκοπή, θα διαπεράσετε το θαυμάσιο ελατόδασος που καλύπτει τον αυχένα που συνδέει την Οίτη με την Γκιόνα και θα κατηφορίσετε προς την Παύλιανη.
Συνολικά από το Λιδορίκι ώς την Παύλιανη θα διανύσετε 50 χιλιόμετρα σε μία ώρα περίπου (λόγω στροφών).
Από την Παύλιανη οι Θερμοπύλες και η εθνική οδός Αθηνών – Θεσσαλονίκης απέχουν 40 χιλιόμετρα.
Κείμενο - φωτογραφίες: Θοδωρής Αθανασιάδης /viewsofgreece.gr