Τα καιρικά φαινόμενα του Φλεβάρη του 1962 ήταν εξαιρετικά ασυνήθιστα για την μικρή κοιλάδα του Μόρνου . Για αρκετές μέρες χιόνιζε διαρκώς και το ύψος του χιονιού μέσα στο κάμπο είχε φθάσει τους πενήντα πόντους, στα χωριά δε, που ήσαν ψηλότερα, το ύψος ξεπέρασε το μέτρο και η ζωή ανθρώπων και ζώων είχε γίνει πάρα πολύ δύσκολη . Τα πράγματα έγιναν πιο δύσκολα με τον ερχομό κάποιων ημερών με ηλιοφάνεια -Αλκυονίδες μέρες τις λέγαμε - που αντί να καλυτερεύσουν την κατάσταση την χειροτέρευσαν γιατί οι πολύ χαμηλές θερμοκρασίες της νύχτας πάγωσαν τα χιόνια σε τέτοιο βαθμό που ο ήλιος της ημέρας δεν κατάφερνε να τα ξεπαγώσει ούτε στο ελάχιστο .
Μετά από μια βδομάδα υπερβολικής παγωνιάς ξαφνικά ο καιρός άλλαξε και το γύρισε σε βροχή . Έβρεχε καταρρακτωδώς, άνοιξαν οι ουρανοί για σχεδόν μια βδομάδα, τα παγωμένα χιόνια έλιωσαν και στο κάμπο και στα γύρω βουνά. Το νερό είχε πλημμυρίσει τα πάντα . Τα χωράφια γύρω από το σπίτι μας έγιναν μια απέραντη λίμνη που είχε σκεπάσει όλα τα δημητριακά που είχαμε σπείρει το φθινόπωρο. Όλα τα ρέματα , τα ρυάκια και τα αυλάκια έφερναν τόσο μεγάλες ποσότητες νερού που δεν τις χωρούσαν οι χαραγμένες από χρόνια κοίτες τους . Είχαν υπερπηδήσει τις όχθες και έτρεχαν επικίνδυνα αριστερά και δεξιά παρασύροντας και καταστρέφοντας ότι έβρισκαν στο διάβα τους .
Είμαστε κλεισμένοι όλη η οικογένεια στο σπίτι μας , ένα δίπατο αγροτόσπιτο , που ήταν καλά θεμελιωμένο σε θέση που προσέφερε φυσική προστασία . Ο μικρός λοφίσκος με την συστάδα των βελανιδιών, μας προστάτευε από το βοριά και το υπερυψωμένο πλάτωμα όπου ήταν χτισμένο το σπίτι , μας παρείχε ασφάλεια από τα νερά του διπλανού ρέματος .
Οι άσχημες καιρικές συνθήκες μας είχαν σχεδόν απομονώσει αλλά δεν υπήρχε ανησυχία γιατί υπήρχαν τα απαραίτητα βασικά εφόδια που μας επέτρεπαν να ζήσουμε χωρίς σοβαρά προβλήματα για αρκετό καιρό .
Η απόκοσμη βουή που ερχόταν από την πλευρά των ποταμιών και του μεγάλου ποταμιού, του Μόρνου, και του παραποτάμου, του Κόκκινου, προκαλούσαν έναν ενδόμυχο φόβο που τα βράδια γινόταν ακόμη πιο αποκρουστικός, λόγω της αντήχησης στην βουνοσειρά της Στόχοβας. Επειδή το σπίτι μας ήταν κοντά στην συμβολή των δυο ποταμιών η βουή από την σύγκρουση των νερών των υπερχειλισμένων ποταμιών αποκτούσε μια αλλόκοτη χροιά που δύσκολα περιγράφεται .
Το μεγάλο πρόβλημα ήταν τα ζώα για τα οποία δεν υπήρχε η δυνατότητα να βγουν έξω από τον στάβλο να βοσκήσουν γιατί όλα τα λιβάδια ήταν σκεπασμένα με νερό . Ο παππούς ο Κώτσιος , που είχε την φροντίδα του κοπαδιού ήταν πολύ ανήσυχος γιατί οι μπάλες με το τριφύλλι που είχαμε στις αχυροκαλύβες τελείωναν ,το ίδιο συνέβαινε και με βαμβακόπιτα και το κριθάρι που είχαμε στα αμπάρια .
Ήταν επίσης αδύνατο να πάει στο μικρό δάσος με τις κουμαριές και τις αγλανιές, που ήταν περίπου πεντακόσια μέτρα δυτικά από το σπίτι, όπου θα μπορούσε να κόψει κλαδιά και με το μουλάρι να τα φέρει για τροφή στα πρόβατα .
Η συνεχής και καταρρακτώδης βροχή και κυρίως τα πλημμυρισμένα ρέματα εμπόδιζαν μια τέτοια προσπάθεια .
Ο στάβλος ήταν ευτυχώς δίπλα στο σπίτι, ήταν καλής κατασκευής, οι τοίχοι ήταν πέτρινοι και η σκεπή -ταράτσα την λέγαμε - από ξύλα και χώμα δεν έβαζε νερά και τα ζώα τουλάχιστον δεν κινδύνευαν άμεσα από τα ακραία αυτά καιρικά φαινόμενα.
Αυτή την εποχή είχαν αρχίσει οι γέννες , που απαιτούσαν ιδιαίτερες φροντίδες, που αυτός ο παλιόκαιρος τις δυσκόλευε και μεγάλωνε την ανησυχία του παππού.
Ο παππούς αγαπούσε τα ζώα του και τα φρόντιζε με ιδιαίτερη επιμέλεια , μάλιστα στην εποχή που γεννούσαν, τα βράδια κοιμόταν κοντά στο κοπάδι.Σε κάποια γωνιά του στάβλου είχε φτιάξει το δικό του κονάκι με ένα πρόχειρο παραγώνι, όπου άναβε φωτιά για να ζεσταίνετε ο ίδιος αλλά και κανένα νεογνό που είχε πρόβλημα .
Αυτός ο παλιόκαιρος δεν ήταν εμπόδιο για τον παππού να είναι κοντά στο κοπάδι του και τα βραδιά συνέχιζε να κοιμάται μαζί τους .
Το ψωμί τελείωνε και η μάνα αφού ζύμωσε τρία τεσσάρα μικρά καρβέλια αποφάσισε να τα ψήσει στο τζάκι, ούτε λόγος να ανάψει τον φούρνο παρόλο που ήταν δίπλα στο σπίτι, στο άκρο της αυλής.
Βάλαμε αρκετά ξύλα στο τζάκι και κάηκε καλά και αφού φούσκωσαν και τα καρβέλια καθάρισε το παραγώνι ακούμπησε κάτω τα καρβέλια και από πάνω έβαλε την λαμαρινένια γάστρα την οποία σκέπασε με τα κάρβουνα . Στην άκρη έβαλε μια μικρή κουλούρα, που είχε κάνει με ζύμη , γεμισμένη με τυρί .
Σε μερικά λεπτά άρχισε να έρχεται στα ρουθούνια μας η γαργαλιστική μυρουδιά του ψωμιού που ψηνόταν και η ευχάριστη οσμή του τυριού από την κουλούρα. Τέτοια ερεθίσματα ανοίγουν την όρεξη ακόμη και σε χορτασμένους, πόσο μάλλον σε ανθρώπους σαν και μας που με πολύ δυσκολία η μάνα μας, κάλυπτε τις βασικές μας διατροφικές ανάγκες .
Πρέπει να βράδιαζε, αν και ήταν δύσκολο να το καταλάβεις, γιατί η χαμηλή νέφωση μαζί με την καταρρακτώδη βροχή δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που έμοιαζε μονίμως σαν σούρουπο, όταν η γιαγιά η Μαρία έδωσε το σινιάλο:
-ελάτε να φάμε, φωνάξτε και το παππού-
Βγαίνω στο μπαλκόνι , έβρεχε ακατάπαυστα που μαζί με το σκοτάδι που είχε αρχίσει να γίνεται πυκνό ήταν αδύνατο να δεις πέρα από την μύτη σου.
Φωνάζω δυνατά:
-Παππού, παππού έλα να φάμε, το επαναλαμβάνω δυο τρεις φορές καμία απόκριση . Κατεβαίνω τις σκάλες και στα γρήγορα διασχίζω ένα διάδρομο έξι με επτά μέτρα και μπαίνω στο στάβλο και βάζω τις φωνές. Η φωνή του παππού ακούγεται κάπου στο βάθος να μου αποκρίνεται πως έρχεται.
Καθόμαστε όλοι γύρω από το τραπέζι . Το αχνό φως του λυχναριού που ήταν κρεμασμένο δίπλα στο παραγώνι και της λάμπας πετρελαίου που ήταν πίσω από το αργαλειό, που είχε στήσει η μάνα μου στην μια άκρη του δωματίου, ρομαντικότητα πρόσθετε στο σκηνικό, παρά φως για να διακρίνουμε τι θα τρώγαμε .
Αυτό μάλλον δεν μας ενοχλούσε απεναντίας μας ένωνε σαν παρέα και οικογένεια.
Απόψε είχαμε μια σούπα από τραχανά που είχε ρίξει μέσα η γιαγιά κάποια κομμάτια από σύγκλινο και μπόλικη φέτα δίκης μας παραγωγής. Το σύγκλινο ήταν κομμάτια χοιρινού που είχαν πάρει μια βράση και τα συντηρούσαν σε πήλινα λαγήνια γεμάτα λίπος αφού ψυγεία δεν υπήρχαν .
Το καρβέλι που μόλις βγήκε ζεστό από την γάστρα,και η αχνίζουσα μυρωδάτη σούπα του τραχανά, μας απορρόφησε όλους στο φαγητό και κανείς μας δεν είχε χρόνο και διάθεση για κουβέντα . Όλοι ρουφούσαμε λαίμαργα τις κουταλιές και έτσι δεν δόθηκε στον παππού η ευκαιρία να μας πει την αγαπημένη χιλιοειπωμένη φράση του :
- όταν τρώμε δεν μιλάμε και δεν κουτσομπολεύουμε ...
Τελειώνοντας το φαγητό , ο παππούς πήγε στο στάβλο με τα πρόβατα που θα περνούσε το βράδυ και η μάνα μου έπιασε τον αργαλειό όπου αυτό τον καιρό ύφαινε κουρελούδες. Οι υπόλοιποι καθίσαμε γύρω από το τζάκι και ο πατέρας μου έριξε ένα μεγάλο ξερό πουρναρίσιο κούτσουρο που γρήγορα άρπαξε και οι φλόγες του φώτισαν όλο το δωμάτιο. Έξω ο καιρός λυσσομανούσε, να βρέχει καρεκλοπόδαρα, οι κεραυνοί να πέφτουν απανωτά και οι αστραπές να σχίζουν το βαθύ σκοτάδι κάνοντας την νύχτα μέρα. Η γιαγιά άρχισε να μουρμουρίζει κάτι για καταστροφή του κόσμου και να εκλιπαρεί την Παναγία να μας λυπηθεί.
Μάλλον και ο πατέρας μου πρέπει να ανησύχησε και για το κρύψει άρχισε να φωνάζει στην μάνα να σταματήσει με τον αργαλειό γιατί αυτό το τάκα τούκα μας έσπασε τα νεύρα .
Άλλες ήσυχες βραδιές, η αλήθεια είναι, ότι ο ήχος από τον αργαλειό ήταν μελωδικός και μας νανούριζε αλλά απόψε με τους εκκωφαντικούς κρότους των κεραυνών έξω, η μελωδία του αργαλειού μετατράπηκε σε ενοχλητική παραφωνία .
Εγώ θα πάω να κοιμηθώ, λέει ο πατέρας μου, κοιμηθείτε και σεις. Αύριο θα έχουμε καλό καιρό , που θα πάει; θα ξεθυμάνει, πόσο θα ρίξει ακόμη ;
Μας καληνύχτισε και πήγε στο κρεβάτι του που ήταν στο διπλανό δωμάτιο .
ο Μόρνος κοντά στην Αιμονή στην συμβολή του με το Αβορόρεμα όταν ήταν ήρεμοςΔυο δωμάτια ήταν όλο το σπίτι, το μεγάλο, όπου είχαμε το τζάκι, είχε δυο μεγάλα κρεβάτια και χρησίμευε και για καθιστικό και για κουζίνα . Το ένα κρεβάτι προς την πλευρά των δυο παραθύρων κάποιες φορές το έβγαζε η μάνα μου και τοποθετούσε στην θέση του τον αργαλειό .
Το άλλο δωμάτιο το ανατολικό, που ήταν πολύ μικρότερο το διαχώριζε ένας ξύλινος τοίχος με μια μικρή πόρτα. Αυτό το δωμάτιο ήταν η κρεβατοκάμαρα των γονιών, υπήρχε ένα τραπέζι και μια καρέκλα κοντά στο μοναδικό παράθυρο με ένα μεγάλο ραδιόφωνο με λυχνίες, μάρκας philips με μια μεγάλη ξηρή μπαταρία.
Στον τοίχο πάνω από το τραπέζι υπήρχε ένας καθρέπτης, ο κλασικός της εποχής με την επιγραφή «καλημέρα» στην βάση του.
Ένα μεγάλο μπαούλο ήταν δίπλα στο σιδερένιο κρεβάτι σε ένα μικρό κοίλωμα με τα κλινοσκεπάσματα,τα χοντρά ρούχα και τα στρωσίδια τακτοποιημένα με πολύ φροντίδα μέχρι το ύψος του ταβανιού, σαν γιούκο τον ξέραμε όλο αυτό τον μπόγο .
Στον γιούκο έκρυβε η μάνα κανένα γλυκό του κουταλιού από σταφύλι ή κυδώνι με την ψευδαίσθηση ότι δεν θα το βρίσκαμε...
Σε μια γωνιά του ταβανιού υπήρχε ένα ξύλινο πορτάκι, καταρράκτη το λέγαμε. που μπορούσαμε με την βοήθεια μιας σκάλας να σκαρφαλώσουμε και να μπούμε στον κενό χώρο που άφηνε η σκεπή με το ταβάνι.
Εδώ έβαζαν πράγματα που δεν πολύχρησιμοποιούσαμε ή αντικείμενα που δεν ήθελαν να είναι προσιτά στα παιδιά, όπως τα κυνηγητικά όπλα.
Στο μεγάλο δωμάτιο υπήρχε σε μια άκρη του πατώματος κοντά στο τζάκι ένα παρόμοιο πορτάκι που το λέγαμε καταπακτή, που μπορούσες εύκολα να κατέβεις στην αποθήκη του ισογείου όπου υπήρχαν τα αμπάρια με τα γεννήματα ,τα βαρέλια με το κρασί και το τυρί, τα λαγήνια με το σύγκλινο,τα καλάθια με τις τροφές και όλα τα αγροτικά εφόδια στοιβαγμένα με τάξη.
Δεν πέρασε πολύ ώρα από την στιγμή που ο πατέρα πήγε για ύπνο που η γιαγιά μας φώναξε να κοιμηθούμε και ‘μεις τα παιδιά . Το φαρδύ κρεβάτι από ξύλα πλάτανου μας χωρούσε άνετα και τους τέσσερις .
Για να ζεσταινόμαστε καλύτερα εφαρμόζαμε το σύστημα του φακέλου, δηλαδή διπλώναμε καλά την φαρδιά κουβέρτα στα δυο άκρα και στο κάτω μέρος, που ήσαν τα πόδια μας και έτσι δεν υπήρχε ο κίνδυνος να ξεσκεπαστούμε κατά την διάρκεια του ύπνου. Προνομιακές θέσεις ήσαν οι ακραίες γιατί μπορούσες εύκολα να σηκωθείς γιαυτό υπήρχε πάντα ένας μικρό καυγάς για αυτές .
Βέβαια η μια θέση , η εξωτερική ανήκε δικαιωματικά στην γιαγιά που μας προστάτευε μην πέσουμε από το κρεββάτι και έμενε μόνο αυτή που ακουμπούσε στον τοίχο για τον σχετικό καυγά .
Κοιμηθήκαμε και ‘μεις και έμενε μόνο η μάνα να συνεχίζει την ύφανση των κουρελούδων στον αργαλειό .
Δεν πρέπει να έχει περάσει πολύ ώρα όταν ξυπνήσαμε όλοι από τι φωνές του παππού,που με ένα φανάρι λαδιού αναμμένο όρμησε στο δωμάτιο φωνάζοντας
-σηκωθείτε , θα πνιγούμε το ποτάμι έχει ξεχειλίσει και τα νερά του φθάνουν μέχρι το αλώνι.
Πεταχτήκαμε όλοι επάνω και βγήκαμε στο μπαλκόνι . Η βροχή είχε κοπάσει και τα σύννεφα είχαν αραιώσει και έβλεπες που και που κάποια αστέρια αλλά η βουή του νερού ήταν τέτοια που τρόμαζες στο άκουσμα της .
Είμασταν συνηθισμένοι με την βουή του ποταμού αλλά αυτό που ακούγαμε τώρα ήταν κάτι πρωτόγνωρο .
Ένας αλλόκοτος απειλητικός θόρυβος που ένιωθες την ορμή του νερού συνοδευόμενος από τριγμούς λες και έσερνε κάποιος αλυσίδες ανάκατα με πέτρες και ξύλα. Τρομάξαμε ,εμείς τα παιδιά βάλαμε τα κλάματα και η γιαγιά με την μάνα μου άρχιζαν να ουρλιάζουν αλλόφρονες και να ζητούν έλεος από την Παναγία. Ο πατέρας μου μάλλον ήταν ο πιο ψύχραιμος και άρχισε να φωνάζει να σταματήσουμε τα κλάματα και τις υστερικές κραυγές γιατί δεν κινδυνεύαμε, αρπάζει από το παππού το φανάρι κατεβαίνει τα σκαλιά και πλησιάζει το αλώνι .
-Το νερό από το ποτάμι δεν μπορεί να ανεβεί εδώ , τα νερά στο αλώνι είναι από το μικρό ρυάκι και το αυλάκι που ήταν δίπλα στο σπίτι . Το ποτάμι, μας φωνάζει, έχει πηδήξει στα χωράφια που είναι στα τριακόσια μέτρα από εδώ στη θέση Καρασόνια .
-Μην φοβόσαστε είμαστε πολύ ψηλά .
-Μα ακούγεται δίπλα μας, τον διέκοψε η μάνα μου .
-Είναι νύχτα και ξεγελιέσαι Ευθυμία της απαντά
Συμφώνησε και ο παππούς με τα λεγόμενα του πατέρα και έτσι αισθανθήκαμε και ‘μεις καλύτερα , μπήκαμε μέσα στο σπίτι και η γιαγιά έβαλε ξύλα στο τζάκι και καθίσαμε όλοι αμίλητοι δίπλα στην φωτιά .
-Πρέπει να είναι πολύ μεγάλη η ζημιά διέκοψε την σιωπή ο παππούς , πολλά χωράφια θα έχουν γίνει ξεριάς . Κοντεύω τα75 και τέτοια καταστροφή δεν θυμάμαι, να έλθει ο Κόκκινος και ο Μόρνος στα Καρασόνια ... δεν μπορούσα να το φανταστώ ...
-Άστο θα το δούμε αύριο που θα ξημερώσει .. απαντά ο πατέρας μου.
Η μέρα που ξημέρωσε ήταν μια άλλη μέρα . Ουρανός κατακάθαρος και τα νερά γύρω από το σπίτι είχαν αποτραβηχτεί . Η άγρια όμως βουή του ποταμιού ακουγόταν ακόμη και τα κατακόκκινα νερά φαινόντουσαν να καλύπτουν ένα μεγάλο μέρος του κάμπου που εκτεινόταν σε μια απόσταση περίπου πεντακόσια μέτρα μπροστά από το σπίτι μας. Όσο περνούσε η ημέρα αποκαλυπτόταν η μεγάλη καταστροφή που είχε γίνει στα χωράφια που ήσαν κάτω από το αρδευτικό αυλάκι και προς την πλευρά του ποταμιού. Το πρόβλημα δεν ήταν τα νερά αλλά τα φερτά υλικά, κυρίως ποταμολίθια , που είχαν σκεπάσει το γόνιμο χώμα των χωραφιών και είχαν αχρηστεύσει παντελώς τους αγρούς.
Μετά το μεσημέρι κάποιοι ιδιοκτήτες των πλημμυρισμένων χωραφιών ήλθαν από το χωριό για να δουν τις ζημιές , δύσκολες ώρες για τους φτωχούς αγρότες , για μερικούς μάλιστα ήταν και η μοναδική αγροτική έκταση που είχαν και που με αυτή ζούσαν τις πολυμελείς οικογένειες τους. Ο θρήνος σιγά σιγά απλώθηκε σε όλους τους κατοίκους της κοιλάδας .
Τους πρώτους ανθρώπους που είδαμε μετά από σχεδόν δέκα μέρες ήταν η αδελφή του παππού μου η Ρήνα με τον γιό της τον Γιώργο και την γυναίκα του την Έλλη.
Όλοι έκλαιγαν για το κακό που τους συνέβη, δεν μπορούσαν να πιστέψουν ότι τα τρία στρέμματα εύφορο χωράφι που είχαν αγοράσει ακριβώς πριν τέσσερις μήνες δεν υπήρχε. Ο Κόκκινος μαζί με τον Μόρνο το είχαν μετατρέψει σε μια άγονη πλέον έκταση γεμάτη ποταμολίθια, είχε γίνει ένας ξεριάς ..
-ξέρεις τι είναι να έχεις πάρει δανεικά, να χρωστάς και να μην υπάρχει αυτό που αγόρασες; μονολογούσε με δάκρυα στα μάτια ο μπάρμπα Γιώργος ο Κρανιάς..
Αργά το απόγευμα ήλθαν στο σπίτι μας ο παππούς ο Νικολός και η γιαγιά, από την πλευρά της μάνας μου, σε πολύ άσχημη ψυχολογική κατάσταση . Τα μοναδικά τους κτήματα που ήσαν κοντά στην συμβολή του Μόρνου με τον Κόκκινο είχαν καταστραφεί ολοκληρωτικά . Η γιαγιά έκλαιγε γοερά και η αδελφή μου, η μικρή τετράχρονη Μαρία, προσπαθούσε να την παρηγορήσει λέγοντας της :
-μην κλαις γιαγιά , μην στενοχωριέσαι , θα σου δίνουμε εμείς μπομπότα να τρως ....έχουμε εμείς χωράφια και θα σπέρνουμε καλαμπόκια και σιτάρια και θα σας δίνουμε ...
Νοέμβρης 2019
πόνημα δημιουργικής γραφής
Κωνσταντίνος Γ. Μπερτσιάς