Τετάρτη 8 Ιουλίου 2020

Στους πρόποδες των Βαρδουσίων

"ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΩΝ ΒΑΡΔΟΥΣΙΩΝ" : ΕΝΑ ΒΙΒΛΙΟ ΓΙΑ ΤΗΝ ΛΑΟΓΡΑΦΙΑ ΤΗΣ ΚΟΙΝΟΤΗΤΟΣ ΚΟΚΚΙΝΟΥ (Λούτσοβο) ΔΩΡΙΔΟΣ


Το κλειστό Δημοτικό Σχολείου στον Κόκκινο Δωρίδος 


 ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Όταν μικρός ακόμα έτρεχα κοντά στη γιαγιά μου - μητέρα του πατέρα μου - και έπεφτα στα πόδια της να μου διηγηθεί "τις νεράϊδες", "τις Λάμιες", τα "στοιχειά" και τους "καλικάτζαρους", κρυφά μία επιθυμία με βασάνιζε. Ήθελα, όταν μεγαλώσω, να συγκεντρώσω όλες τις διηγήσεις της, καιθώς και κάθε τι που από αιώνες έγινε πιστευτό στη μικρή κοινωνία του χωριού μου, το παλαιό "Λούτσοβο", και τώρα ονομαζόμενο Κόκκινος της επαρχίας Δωρίδας.
Πολλές φορές επιχείρησα να αρχίσω την συλλογή όλων των λαογραφικών στοιχείων του χωριού, διότι ανέκαθεν πίστευα ότι αυτά αποτελούν ανεκτίμητο θησαυρό για τις μέλλουσες γενιές.
Πάντα, όμως, ανέβαλα την προσπάθειά μου, διότι διαπίστωνα έλλειψη καταρτίσεως.
Με τη φοίτησή μου όμως στο Διδασκαλείο Δημοτικής Εκπαίδευσης στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, αφού άκουσα για δύο έτη τις παραδόσεις του κ. Γ. Σπυριδάκη, καθηγητή της Λαογραφίας του ως άνω Πανεπιστημίου της Φιλοσοφικής σχολής, είχα προβεί σε μία πρώτη λαογραφική συλλογή του χωριού μου, επιφυλασσόμενος κάποτε να προβώ στην επιστημονική επεξεργασία όλων αυτών.

Αθήνα 15η Ιουνίου 1969
Γ.Δ.Ανέστος
Μετεκπεδαυόμενος δάσκαλος
Βον έτος





Ιστορική - Λαογραφική μελέτη του χωριού Κοκκίνου (Λουτσόβου) Δωρίδας

Ο εκλεκτός συγχωριανός μας, ο δάσκαλος Γιώργος Ανέστος του Δημητρίου, μας εξέπληξε ευχάριστα με το βιβλίο του "ΣΤΟΥΣ ΠΡΟΠΟΔΕΣ ΤΩΝ ΒΑΡΔΟΥΣΙΩΝ" που  εκδόθηκε από τις εκδόσεις Κουλτούρα .
Το βιβλίο του είναι μια ιστορική - λαογραφική μελέτη του χωριού Κόκκινου (Λουτσόβου) Δωρίδας Με γλαφυρό τρόπο και με ιστορική τεκμηρίωση όπου  αυτό ήταν δυνατό ταξιδεύει στο χρόνο και μεταφέρει εικόνες και γεγονότα από την εποχή των Πελασγών και των προελλήνων μέχρι το σήμερα 
Βέβαια η ιστορική αναδρομή αγγίζει όλη την ευρύτερη περιοχή της Δωρίδας και από αυτή την πλευρά είναι ένα βιβλίο που ενδιαφέρει όλους τους συμπατριώτες μας Δωριείς .
Σημαντικό τμήμα του βιβλίου καταλαμβάνει η λαογραφική συλλογή για το χωριό μας  που εκπόνησε το 1969 ο κος Γ Ανέστος όταν ήταν μετεκπαιδευόμενος δάσκαλος.
Για τη εξαίρετη αυτή εργασία βραβεύτηκε το 1971 από την Ακαδημία Αθηνών .
Το λαογραφικό αυτό πόνημα είναι υψίστης σπουδαιότητας για την περιοχή μας. Έχοντας μαθητεύσει στον σπουδαίο λαογράφο καθηγητή της φιλοσοφικής σχολής Αθηνών Γ Σπυριδάκη , ο συγγραφέας καταγράφει με επιστημονικό τρόπο τα λαογραφικά του χωριού μας και συνεχίζει την παράδοση του τόπου μας να βγάζει σπουδαίους λαογράφους.
Μην ξεχνάμε τον μέγιστο των λαογράφων μας τον, εξ Αρτοτίνης ορμώμενο, Δ. Λουκόπουλο. 
Θερμά συγχαρητήρια στον δάσκαλο Γιώργο Ανέστο για το εκλεκτό αυτό πόνημα και είμαστε περήφανοι που είναι συγχωριανός μας!!!
προτροπή:  να προμηθευτούμε όλοι το βιβλίο και να το διαβάσουμε..

Κ. Γ. Μπερτσιάς 

Τετάρτη 1 Ιουλίου 2020

Ένας καλός φίλος μου έστειλε την πάνω φωτογραφία που στο πίσω μέρος είναι γραμμένο : «Μόρνος 1962».
Εικονίζονται οι σπουδαίοι νεοελληνιστές Γ. Π. Σαββίδης,  Ζ. Λορεντζάτος με τη σύζυγό του. Τη φωτογραφία τράβηξε η Λένα Σαββίδη.
Δεν μπορώ να προσδιορίσω την τοποθεσία .
Μπορεί κάποιος να βοηθήσει ;

Πέμπτη 18 Ιουνίου 2020

Ο Ιωάννης Κότταρης

Πηγή : Wikipedia.
Ο Ιωάννης Κότταρης ήταν Έλληνας παλαιός φουστανελοφόρος βουλευτής της Δωρίδας  ( Δάφνο Δωριδας) που έμεινε στην ιστορία παροιμιώδης.
Ιωάννης Κότταρης
Γενικές πληροφορίες
Χώρα πολιτογράφησηςΕλλάδα
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΝέα ελληνική γλώσσα
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαμέλος της Βουλής των Ελλήνων(εκλογική περιφέρεια Φωκίδας)
Καταγόταν από τη Δωρίδα και την περίοδο 1874 - 1879 εκλέγονταν βουλευτής της περιοχής του, χωρίς να διευκρινίζεται αν ήταν προσκείμενος στη παράταξη του Α. Κουμουνδούρου, ή στην τότε αντίπαλη αυτού παράταξη, του Χ. Τρικούπη. Ήταν τελείως αγράμματος και στους λόγους του στη Βουλή, μιλώντας στη τοπική διάλεκτο της πατρίδας του ήταν ιδιαίτερα ευθύς, απότομος και καυστικός, χωρίς περιστροφές. Στην ελληνική πολιτική ιστορία το όνομά του έμεινε παροιμιώδες για την απλή αλλά και εκπληκτική απάντηση που έδωσε όταν προκλήθηκε από βουλευτή της αντίπαλης παράταξης.
Συγκεκριμένα όταν ανήλθε κάποτε να μιλήσει στο βήμα της Βουλής, (Παλαιά Βουλή), για την τότε παρατηρούμενη διαφθορά του δημοσίου, οι βουλευτές της ενάντιας παράταξης προσπάθησαν να τον αποτρέψουν σκώπτοντάς τον για την αγραμματοσύνη του. Ένας εξ αυτών, ο βουλευτής Κρεστενίτης σηκώθηκε και ζήτησε να μάθει από τον Κότταρη μέχρι ποίου σημείου της γραμματικής ακολούθησε μόρφωση. Τότε εκείνος χωρίς τη παραμικρή αίσθηση ενόχλησης ή κάποιου ενδοιασμού απάντησε απερίφραστα, με τη χαρακτηριστική διάλεκτο της πατρίδας του
μέχρι του (ρήματος)  κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει! Θέλοντας έτσι να δηλώσει ότι γνώριζε να διακρίνει τους κλέφτες του δημοσίου.
Η απάντηση αυτή που εξέπληξε όλους, αποτέλεσε κύριο θέμα πολλών τότε δημοσιογράφων, γελοιογράφων και σατυρικών της εποχής όπως και του Γ. Σουρή, που την εξέλαβαν σαν μια αφελή βουλευτική κυνική ομολογία. Από τότε και περισσότερο από ένα αιώνα γίνεται μνεία αυτής της φράσης κάθε φορά που οι πολιτικο-οκονομκές καταστάσεις της χώρας προκαλούν ίδιους συνειρμούς.
Αναφορά στον Ι. Κότταρη κάνει ο Γ. Σουρής στο ακόλουθο απόσπασμα με τα Λαυριωτικά, τον Συγγρό και το Πτωχοκομείο του:
Και ο ψωμάς κι ο φούρναρης και ο στοιχειοθέτης
σε μετοχαίς και Λαύρια τον οβολό του χάνει,
κι΄ εσκέφθη τότε ο Τσιγγρός, αυτός ο ευεργέτης,
για τους πτωχούς τω πνεύματι Κατάστημα να κάνει.
Κι΄ εις τούτο έτρεξαν πολλοί σαν να τους είχαν νέφτι
κι΄ εφώναξε ο Κότταρης το "κλιέφτω, κλιέφτεις, κλιέφτει".

Δευτέρα 15 Ιουνίου 2020

ΚΆΗΚΕ Ο ΝΑΌΣ ΤΗΣ ΜΟΝΉΣ ΒΑΡΝΆΚΟΒΑΣ


Πενθεί και πάλι η Δωρίδα / Κάηκε ο Ναός της Μονής Βαρνάκοβας

ΠΕΝΘΕΊ ΚΑΙ ΠΆΛΙ Η ΔΩΡΊΔΑ / ΚΆΗΚΕ Ο ΝΑΌΣ ΤΗΣ ΜΟΝΉΣ ΒΑΡΝΆΚΟΒΑΣ

Κάηκε ολοσχερώς το νέο καθολικό της Ιεράς Μονής Βαρνάκοβας, καθώς και η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας.
Τον πύρινο εφιάλτη είχε ζήσει ξανά το Μοναστήρι, όταν στα τέλη Ιανουαρίου του 2017 είχε υποστεί εκτεταμένες καταστροφές από πυρκαγιά.
Στο σημείο έσπευσαν πυροσβεστικά οχήματα από την Π.Υ. Ναυπάκτου, Πάτρας και  άλλων υπηρεσιών της Αιτ/νίας που κατάφεραν να θέσουν την φωτιά υπό έλεγχο, όμως δυστυχώς ο νέος ναός κάηκε ολοσχερώς μέσα στον οποίο βρισκόταν και η εικόνα της Παναγίας.
Η φωτιά εκδηλώθηκε περίπου στις 11 το βράδυ ξεκινώντας, σύμφωνα με τις πρώτες εκτιμήσεις, από το δεξιό μέρος της εισόδου.
Το ευτύχημα είναι ότι δεν επεκτάθηκε στο  υπόλοιπο Μοναστήρι ούτε βέβαια στον παλιό ιερό Ναό που αποτελεί βυζαντινό μνημείο.
Η δεύτερη αυτή πυρκαγιά προκαλεί θλίψη και οι κάτοικοι της περιοχής και όχι μόνο είναι συγκλονισμένοι. Φυσικά η Πυροσβεστική Υπηρεσία Ναυπάκτου διενεργεί προανάκριση και ερευνά τα αίτια της φωτιάς με πολύ σχολαστικότητα, καθώς με το πρώτο φως της ημέρας σήμερα αποκαλύπτονται όλα τα δεδομένα και η έκταση της καταστροφής.
Στο σημείο, εκτός από την Πυροσβεστική, βρίσκονται και άνθρωποι του δήμου Δωρίδας που παρέχουν οποία βοήθεια χρειαστούν οι πυροσβέστες.
Άμεσα έφθασε στο σημείο και ο Διοικητής των Π.Υ. Αιτ/νίας Χριστόφορος Μπόκας καθώς και ο Περιφερειακός Διοικητής των Π.Υ. Δυτικής Ελλάδος.

Πέμπτη 11 Ιουνίου 2020

Πέμπτη 4 Ιουνίου 2020

Βαρδούσια

Διασχίζοντας τα Βαρδούσια - Αρτοτίνα,


Τέλη Μάη και αποφασίσαμε να κάνουμε ένα οδοιπορικό στα Βραδούσσια. Στην πόλη η ζέστη είχε αρχίσει, αλλά ξέραμε ότι στα 1350 μέτρα θα είχε κρύο. Εξοπλισμένοι με μπουφάν και φούτερ αλλά και πολλές κάρτες μνήμης και μπαταρίες για τις φωτογραφικές μας μηχανές, φύγαμε χαράματα για την Αρτοτίνα. Η διαδρομή μετά τη λίμνη του Μόρνου εκπληκτική. Κάθε στροφή του δρόμου και ένα απίστευτο τοπίο. Τα μάτια μας δεν χορταίναν να βλέπουν την παρθένα φύση, που απλώνοντας μπροστά μας.
Φτάσαμε στην Αρτοτίνα, γενέτειρα του Αθανασίου Διάκου, μεσημέρι αργά . Μόνο και μόνο η θέα στα Βαρδούσσια απέναντι, που στε΄κουν επιβλητικά και άγρια, ήταν ικανή να μας αφήσει άφωνους.
Τις επόμενες ημέρες τις αφιερώσαμε να γυρνάμε τα δρομάκια της Αρτοτινας και να φωτογραφίζουμε τα γραφικά της πέτρινα σπίτια, αντιπροσωπευτικά δείγματα κλασικής ελληνικής αρχιτεκτονικής.
Ο καιρός βάραινε όσο πήγαινε και περισσότερο, αλλά δεν μας ένοιαζε, αφού το τοπίο γινόταν ολοένα και πιο όμορφο, με τα βαριά σύννεφα να ακουμπάνε τις κορυφές τω ν τεράστιων ελάτων.
Η καταπράσινη φύση άρχισε να αναδύει ένα μοναδικό άρωμα, καθώς οι πρώτες σταγόνες βροχής έπεφταν στο χώμα. Σιγά σιγά το χώμα έγινε υγρό και εμείς μαζέψαμε τις μηχανές και γυρίσαμε στο σπίτι.
Τα βραδυα γύρω από το τζάκι καθισμένοι βλέπαμε τις πρωινές φωτογραφίες μας και μία ακόμη φορά θαυμάζαμε την απέραντη ομορφιά του τοπίου.
Αν δεν έχετε πάει στην Αρτοτίνα, να πάτε. Είναι εμπειρία μοναδική, είναι ένας προορισμός που έχει μείνει αναλλοίωτος στο χρόνο και έτσι μπορεί με την απλότητα του να εντυπωσιάσει κάθε επισκέπτη.
Nick Dessypris
Ιούνιος 2020
Πηγή : fb /vardousia life 

Σάββατο 30 Μαΐου 2020

Διχώρι

Κάποτε κάλεσε ο αγάς στο Λιδωρίκι ένα φοροφυγάδα από την Κωστάρτσα (Διχώρι) για να απολογηθεί. Ήταν πολυφαμελίτης (είχε οκτώ παιδιά) και φτωχός. Που να βρει χαράτσι για εννέα άτομα; 
Πλήρωσε το δικό του και του ενός παιδιού. Τα άλλα παιδιά τα έκρυβε. Το έμαθε ο χαράτς εμινί ( ταμίας) και τον κάλεσε στο Λιδωρίκι. 
-Είσαι χρεωμένος του είπε ο αγάς. 
-Το ξέρω, αγά μου, αλλά έχω το σκοπό μου. 
-Ποιο σκοπό; 
-Να το φθινόπωρο θα μαζέψω τους σπόρους από τα παλούρια και θα τα σπείρω σε όλα τα μονοπάτια και τα λειβάδια που περνάνε τα πρόβατα. 
-Θα φυτέψεις παλούρια; Ρώτησε ο αγάς και; 
-Σαν θα μεγαλώσουν, αγά μου, περνώντας τα πρόβατα θα αφήνουν το μαλλί τους, θα το μαζεύουν τα παιδιά μου, θα τα υφάνει η γυναίκα μου βελέντζες, θα τις πουλήσω και θα σε πληρώσω. 
Ο αγάς γέλασε, ήτανε λέγανε και καλός. 
-Βλέπεις του λέει ο πονηρός Κώσταρτσιώτης, γελάς τώρα που πήρες τα λεφτά....
-Άκουσε  να σου πω, αγρίεψε ο αγάς, θα πάρω την Χατζάρα και θα σου κόψω το κεφάλι. 
-Μακάρι, αγά μου,  να πάω από το σπαθάκι σου. 
Πες μου, μαλάκωσε λίγο τούρκος, τι θέλεις σαράντα μέρες φυλακή η σαραντά ραβδιές; 
-Και τα δυο σιχαμένα τα ‘χω αγά μου...
Πάλι γέλασε ο αγάς και τον συγχώρεσε. 

Το περιστατικό από την παράδοση διέσωσε ο Αλούπης Γεώργιος του Σπυρίδωνα από το Διχώρι, το άκουσε από τον παππού του ο οποίος το διηγήθηκε και για ένα τούρκο φορατζή, που πήγε  μέρα Πάσχα στο χωριό. Τον έπιασαν και τον κρέμασαν στού Παπαδρόσου, απέναντι από το Τριανταίικο σπίτι. 
Σπό το βιβλίο τα «Τα χωριά της ορεινής Δωρίδας Βαρδούσια» της  Μαρίας Λουκόπουλου-Πατίχη.

Κυριακή 24 Μαΐου 2020


Μπράβο στους συντελεστές αυτής της ωραίας δημιουργίας !!!
Η καλύτερη θέα στην λίμνη Μόρνου 
Άγιος Βασίλειος Στο Χωριό Κόκκινο -Λούτσοβο 








Δευτέρα 11 Μαΐου 2020

Χάρμαινα, η γειτονιά των ταμπάκηδων

Χάρμαινα, η γειτονιά των ταμπάκηδων

Η Αμφισσα, η πρωτεύουσα της Φωκίδας δεν διακρίνεται για τις τουριστικές περγαμηνές της και σπάνια θα τη δείτε να φιγουράρει στους ταξιδιωτικούς οδηγούς ως δημοφιλής προορισμός. Και όμως το μεσαιωνικό της κάστρο, οι βυζαντινοί της ναοί, οι παλιοκαιρίτικες γειτονιές της, γοητεύουν τον ψαγμένο επισκέπτη.
Βέβαια τις εντυπώσεις κερδίζει –όχι άδικα– η Χάρμαινα, η γειτονιά των ταμπάκηδων με τα παραδοσιακά λιθόκτιστα εργαστήρια επεξεργασίας δέρματος, τα βυρσοδεψεία (η λέξη «βυρσοδέψης» προέρχεται από τη λέξη «βύρσα» που σημαίνει «τομάρι ζώου»). Η γειτονιά βρίσκεται στην ψηλότερη κατάληξη της πόλης, πολύ κοντά στο φράγκικο κάστρο των Σαλώνων (παλιά ονομασία της Αμφισσας) και λίγα μέτρα χαμηλότερα από την αξιόλογη βυζαντινή εκκλησία του Σωτήρος (11ος αι.).
Η ιστορική αυτή συνοικία προσμετρά ζωή τουλάχιστον 500 χρόνων! Το 1989 σαράντα δύο κτίρια της Χάρμαινας χαρακτηρίστηκαν διατηρητέα, μερικά αναπαλαιώθηκαν, τα περισσότερα όμως παραμένουν ακόμη και σήμερα όπως ήταν παλιά.
Στις αρχές του 19ου αιώνα από τη Χάρμαινα πέρασε ο Αγγλος περιηγητής Dodwell και περιέγραψε τον τρόπο που επεξεργάζονταν οι ντόπιοι τεχνίτες το δέρμα, ενώ επαίνεσε την εξαιρετική του ποιότητα και τα λαμπερά του χρώματα. Μάλιστα, στάθηκε ιδιαίτερα στη χρήση του νερού από την πηγή Τουλασίδι, στο οποίο απέδιδε και τη φίνα υφή των παραγόμενων δερμάτων.
Τα επεξεργασμένα δέρματα χρησιμοποιούνταν στη βιβλιοδεσία, αλλά και για να κατασκευαστούν τσάντες, πορτοφόλια, χαρτοφύλακες και περγαμηνές. Η παρακμή των ταμπάκικων ξεκίνησε μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν το δέρμα άρχισε να εκτοπίζεται από το πλαστικό και τα φθηνότερα εισαγόμενα προϊόντα από την Ασία.
Σήμερα έχουν απομείνει μόλις δυο ενεργά εργαστήρια ταμπάκηδων, του Αυγερινού και του Μερινόπουλου, που συνεχίζουν να λειτουργούν με τον παραδοσιακό τρόπο και δύσκολα επιβιώνουν υπό την πίεση της κουλτούρας της μαζικής κατανάλωσης, αφού ελάχιστα πια αυτή εκτιμά τη χειροποίητη ποιότητα. Τις καθημερινές, ο επισκέπτης θα έχει την τύχη να δει τους ταμπάκηδες να δουλεύουν στα σκοτεινά τους εργαστήρια το δέρμα, με την ίδια ακολουθώντας την ίδια διαδικασία με τους προκατόχους τους.
📍 Κείμενο - φωτογραφίες: Θοδωρής Αθανασιάδης / viewsofgreece.com

Τρίτη 5 Μαΐου 2020

ΠΑΝΗΓΥΡΙ Τ’ ΑΗ ΓΙΩΡΓΙΟΥ ΣΤΟ ΠΑΛΑΙΟΞΑΡΙ 

 
Στο δημοτικό τραγούδι η Παγώνα  και στο κλαρίνο ο Κοντογιάννης

Φωτο: WWW.Lidorik.Com 

ΒΑΣΙΛΙΚΗ Ν ΚΟΡΑΚΗ  (ΝΙΚΟΛΟΥ)

ΓΕΩΡΓΙΟΣ Κ ΜΠΕΡΤΣΙΑΣ

ΣΤΟ ΒΥΘΟ ΤΗΣ ΛΙΜΝΗΣ


ΚΑΡΑΓΙΑΝΝΗΣ Ε


Τετάρτη 22 Απριλίου 2020

Μακαρέτζος!

Απόσπασμα από το βιβλίο “εμπειριών το ανάγνωσμα “
….Σχολικό έτος 1971-1972 ήμουν μαθητής της τελευταίας τάξης του εξαταξίου γυμνασίου μιας όμορφης και ήσυχης επαρχιακής κωμόπολης κτισμένης στις υπώρειες της δυτικής πλευράς μιας μεγάλης οροσειράς, έχοντας αντίκρυ έναν επίσης ορεινό όγκο . Στην έξοδο της κωμόπολης ξεκίναγε μια μικρή πανέμορφη κοιλάδα εκτεινόμενη και προς τα αριστερά και προς τα δεξιά που προσομοίαζε σαν μια καλοφτιαγμένη αυλή για την μικρή αυτή πόλη διαμορφωμένη ένα επίπεδο κάτω από τα τελευταία σπίτια της .
Ένας μικρός χείμαρρος, που ξεκίναγε από τα ανατολικά, διέσχιζε την μικρή κοιλάδα και στο τέρμα του συναντούσε τον Μέγα ποταμό που έρεε τα νερά του προς τα νοτιοδυτικά αφού περνούσε μέσα από ένα πολύ μικρό στένωμα. Ουσιαστικά ήταν μια βραχοσχισμή περίπου 50 μέτρων, όπου από παλιά οι κάτοικοι είχαν φτιάξει ένα πέτρινο μονότοξο γιοφύρι για να διαβαίνουν χωρίς να διακινδυνεύουν από τα ορμητικά νερά του ποταμιού.
Η θέση, που βρισκόταν η κωμόπολη, της πρόσφερε μια φυσική απομόνωση, που ήταν πλεονέκτημα για τις παλιότερες εποχές και μεγάλο μειονέκτημα για την σύγχρονη εποχή . Γιαυτό το λόγο ήταν ανάμεσα στις πολύ λίγες στεριανές πόλεις, που είχαν επιλέγει από το στρατιωτικό καθεστώς της 21ης Απριλίου ως ιδανικός τόπος εκτοπισμού των αντιφρονούντων …
Η φοίτηση στο Γυμνάσιο των παιδιών, που καταγόντουσαν από τα απομακρυσμένα χωριά της πέριξ περιοχής απαιτούσε αναγκαστική εσωτερική μετανάστευση από την ηλικία των δώδεκα ετών .
Σε αυτή την πόλη, σε ένα μικρό δωμάτιο -μια χαμοκέλα- που η οικογένεια μου είχε νοικιάσει, έζησα τις έξι σχολικές χρονιές.
Τα δυο πρώτα χρόνια ήμουν μόνος μου και τα επόμενα χρόνια με τα δυο μικρότερα αδέλφια μου .
Δεν ήταν εύκολη βέβαια η διαβίωση των νεαρών μαθητών, που πέρα από τις σχολικές υποχρεώσεις έπρεπε να φροντίζουν και τους εαυτούς τους . Το καθάρισμα, το μαγείρεμα ,το πλύσιμο και όλες τις σχετικές εργασίες, που ένα νοικοκυριό, έστω και μικρό, απαιτεί, ήταν αποκλειστική ευθύνη των νεαρών μαθητών .
Η έλλειψη της γονικής εποπτείας γεννούσε και άλλους κινδύνους για τα νεαρά παιδιά, που έπρεπε να τους διαχειριστούν μόνα τους , έπρεπε να μάθουν να διαχειρίζονται τον χρόνο , να βάζουν προτεραιότητες , να θέτουν στόχους , να παίρνουν μόνοι τους αποφάσεις και να ασκούνται στην αυτοπειθαρχία και βασικά να διαχειρίζονται την ελευθερία τους . Το τελευταίο μάλιστα ήταν και το πιο δύσκολο , τα περισσότερα τα κατάφερναν και ωρίμαζαν νωρίτερα από συνομηλίκους τους, που μεγάλωναν στις οικογενειακές εστίες τους. Υπήρχαν βέβαια και αποτυχίες, κάποιοι ευτυχώς ελάχιστοι παρασυρόντουσαν και οδηγούνται σε επικίνδυνες παρεκτροπές .
Τα δικά μου σχολικά χρόνια συνέπεσαν με την διακυβέρνηση της χώρας από το στρατιωτικό καθεστώς, που επιβλήθηκε με το πραξικόπημα τον Απρίλιο του 1967, όταν ήμουν μαθητής της πρώτης τάξης του εξαταξίου Γυμνασίου .
Θυμάμαι έντονα  το πρωινό της Παρασκευής της 21ης Απριλίου 1967 , αν και δεν υπήρχαν κάποια σημάδια , που να το διαφοροποιούν σε κάτι από τα συνήθη σχολικά πρωινά .
Ο ηλεκτρικός σταθμός παραγωγής ρεύματος που τροφοδοτούσε την κωμόπολη σταμάτησε να λειτουργεί όπως κάθε μέρα στις έξι. Ο τοπικός ηλεκτρικός σταθμός λειτουργούσε  από τις έξι το απόγευμα μέχρι τις έξι το πρωί , μιας και ΔΕΗ δεν είχε ακόμη παρουσία στην ορεινή επαρχία της Κεντρικής Ρούμελης.
Οι πρώτοι κάτοικοι από τα γύρω χωριά άρχισαν να μπαίνουν στην πόλη με τα υποζύγια  τους , άλλοι μετέφεραν διάφορα προϊόντα για πώληση και άλλοι ερχόντουσαν για να κάνουν τις αγορές τους ή να επισκεφθούν τις δημόσιες υπηρεσίες για να διεκπεραιώσουν κάποια υπόθεση τους.
Στις οχτώ , όπως  κάθε μέρα , οι μαθητές είχαν πάει στο σχολικό συγκρότημα και περίμεναν να κτυπήσει το κουδούνι, μάλιστα είχαν έλθει κανονικά με το λεωφορείο του ΚΤΕΛ και οι μαθητές που πηγαινοερχόντουσαν καθημερινά από τα διπλανά χωριά .
Το κουδούνι κτύπησε και αντί για προσευχή, τον λόγο πήρε ο Γυμνασιάρχης και μας ανακοινώνει πως έγινε επανάσταση και δεν θα κάνουμε μάθημα , συμπληρώνοντας ότι ούτε αύριο θα γίνει μάθημα . Μας ευχήθηκε καλό Πάσχα, η επόμενη εβδομάδα ήταν Μεγάλη Εβδομάδα και μας έδωσε ραντεβού για την Δευτέρα του Θωμά.
Επακολούθησε πανζουρλισμός από τις φωνές των μαθητών και χαρούμενοι που γλιτώναμε δυο μέρες μαθήματα τρέξαμε στα σπίτια μας και εμείς, που ήμασταν από τα γειτονικά χωριά , πήραμε τα πράγματα μας και αναχωρήσαμε οι περισσότεροι με τα πόδια για τις οικογενειακές μας εστίες .
Κανένας νομίζω ακόμη και οι μεγάλοι μαθητές και πιθανώς και αρκετοί καθηγητές κατάλαβαν εκείνη την στιγμή σε τι προβλήματα έμπαινε η Πατρίδα μας και φυσικά όλοι οι Έλληνες…
Όμως στο μυαλό μου χαράχτηκε βαθιά μια κουβέντα που άκουσα από ένα ”περίεργο” τύπο , έτσι μου φαινόταν τότε, που συζητώντας σε μια κυρία της είπε :
-θα έχουμε προβλήματα κυρά Λένη , εμάς τους αριστερούς θα μα πιάσουν..
Τι πάει να πει αριστερός ; γιατί να  πιάσουν ένα ήσυχο άνθρωπο που το μόνο περίεργο ήταν το  γαρύφαλλο, που τοποθετούσε στο πέτο του σακακιού του;
Αυτές οι σκέψεις με βασάνισαν για αρκετά χρόνια και νομίζω απαντήσεις άρχισα να παίρνω  όταν η Βραδυνή του Τζώρτζη Αθανασιάδη άρχισε να γράφει εναντίον της Χούντας, θυμάμαι ακόμη, τα πύρινα άρθρα του Σταματόπουλου, πρώην χουντικού, κατά των Συνταγματαρχών .
Θυμάμαι ως μαθητές του Γυμνασίου κάναμε, άθελα μας βέβαια, και την πρώτη μας αντιχουντική ενέργεια . Όταν το 1968 επισκέφθηκε την κωμόπολη μας ο Μακαρέζος , (ο επί των οικονομικών της Χούντας ). Παραταχθήκαμε όλοι οι μαθητές πάνω από 400, αριστερά και δεξιά του δρόμου, με σκοπό να τον επευφημήσουμε. Το σύνθημα μας το έδωσε ο γυμναστής αλλά δεν ήτα σαφής με το όνομα…
Αρχίσαμε όλοι με στεντόρεια φωνή να φωνάζουμε:
Μακαρέτζος , Μακαρέντζος αντί Μακαρέζος !!!
Κρύος ιδρώτας έλουσε τον γυμναστή, που προσπαθούσε μάταια να μας διορθώσει!!! Εμείς συνεχίζαμε στο Μακαρέτζος ….  Η πράξη μας αυτή μας πρόσθεσε κάποιους γύρους τροχάδην στο γήπεδο την επόμενη μέρα…..
Απόσπασμα από το προς εκδοση  βιβλίο “εμπειριών το ανάγνωσμα “
Κ. Γ. Μπερτσιάς

Οικογένεια Μπερτσιά ,1964 παραμονή της Αγίας Μονής . Τεμαχισμός ψητού 

Δευτέρα 13 Απριλίου 2020

ήθελε ο θεός και ζήσαμε

Διήγημα, από το υπό έκδοση βιβλίο με τίτλο : ΘΑΜΜΕΝΑ ΟΝΕΙΡΑ ,ΖΩΝΤΑΝΕΣ ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ

ήθελε ο θεός και ζήσαμε 


Η Πρωτομαγιά του 1964 συνέπεσε με την Μεγάλη Παρασκευή , ήταν μια από τις σπάνιες χρονιές που το Πάσχα θα το γιορτάζαμε Μάιο . Η άνοιξη είχε μπει για τα καλά στη κοιλάδα του ποταμού Ύλαίθου η Δαφνούς.
Το ποτάμι προσέφερε με τα πλούσια νερά του τη ζωή στις μικρές καλλιέργειες που υπήρχαν στους παρακείμενους αγρούς   και από τους οποίους οι κάτοικοι συγκομιδούσαν τα βασικά τους αγαθά.
Με το πέρασμα του χρόνου οι κάτοικοι άλλαξαν το όνομα του ποταμιού τους σε Μόρνο γιατί τα νερά του είχαν το ίδιο χρώμα με τα μούρα που ευδοκιμούσαν στις όχθες του , Μουρινός ποταμός , και όπως συμβαίνει με τα ονόματα κόψε από εδώ πρόσθεσε από κει κατέληξε να λέγεται εδώ και πολλά χρόνια Μόρνος .

Τα χωριά στα οποία ανήκε ο κάμπος είχαν κτιστεί πέριξ της κοιλάδας σε χώρους ηλιόλουστους καλά προστατευόμενους από την υγρασία του κάμπου και από τους βοριάδες . Οι παλιοί κάτοικοι διάλεγαν με προσοχή. που θα κτίσουν τον οικισμό τους , Τα κριτήρια τους ήσαν κυρίως η ασφάλεια και το καλό κλίμα που θα τους προφύλασσε από αρρώστιες
Αυτό βέβαια είχε  το μειονέκτημα ότι έπρεπε καθημερινά να πεζοπορούν τουλάχιστον μια ώρα  για να πηγαίνουν στα αγροκτήματα τους .
Κάποιοι είχαν προνοήσει να είχαν κατασκευάσει και τα αγροτόσπιτα τους εκεί ώστε να αποφεύγουν αυτό το καθημερινό βασανιστικό πήγαινε - έλα , ιδιαίτερα τους καλοκαιρινούς μήνες .
Μια από τις λίγες οικογένειες που είχαν αυτό το προνόμιο ήταν και η δικιά μου . Ο παππούς που είχε κάνει μετανάστης στην Αμερική για 25 χρόνια στις αρχές του εικοστού αιώνα είχε φροντίσει όταν γύρισε πίσω στην πατρίδα να αγοράσει μια συνεχόμενη έκταση 50 στρεμμάτων δίπλα στις όχθες του ποταμού . Εκεί έκτισε ένα δίπατο αγροτόσπιτο με όλα υποστατικά που ήσαν απαραίτητα για την αγροτική και κτηνοτροφική δραστηριότητα .
Ο πατέρας μου εδώ έφερε την μητέρα μου ως νύφη και μαζί με τον παππού και την γιαγιά καλλιεργούσαν την πλούσια γη κυρίως με καλαμπόκια , σιτηρά και κηπευτικά και βιοπόριζαν την οικογένεια τους . Σε αυτό το αγροτόσπιτο γεννήθηκα και μεγάλωσα εγώ , ο μεγαλύτερος , ο αδελφός μου και η αδελφή μου .

Εκείνη την Μεγάλη Παρασκευή του 1964 ο πατέρας μου είχε τελειώσει με την σπορά  των χωραφιών που ήσαν γύρω από το σπίτι  με καλαμπόκι . Τα χρόνια εκείνα το όργωμα και η σπορά γινόταν με το παραδοσιακό τρόπο δηλαδή με τα άλογα η τα μουλάρια και με το αλέτρι του Ησίοδου ,ήταν μια δύσκολη δουλειά και για τον άνθρωπο και για ζώα .
Δεν έπρεπε ούτε σπυρί να πάει χαμένο ,για να πιάσει ο κόπος τόπο όπως έλεγαν χαρακτηριστικά οι άνθρωποι του μόχθου.
Στα φρέσκα οργώματα έπεφταν τα κάθε είδους πουλιά για να κλέψουν κανένα σπόρο. Οι επιδρομές δε των κορακιών ήταν η μεγάλη μάστιγα για τους γεωργούς και κατά την σπορά αλλά και μετά κατά την περίοδο της ωρίμανσης και συγκομιδής .
Για να μειώσουν αυτές τις επιδρομές οι γεωργοί έφτιαχναν με παλιά ρούχα κάποια σκιάχτρα και τα τοποθετούσαν στα χωράφια τους . Στην αρχή ήταν αποτελεσματικό μέτρο αλλά σιγά σιγά τα πουλιά εξοικειωνόντουσαν και στο τέλος καθόντουσαν και πάνω στα σκιάχτρα ..
Χρησιμοποιούσαν επίσης κάποιες αυτοσχέδιες κατασκευές από τενεκέδες που με τον άνεμο δημιουργούσαν έντονο θόρυβο και φόβιζε τα πουλιά .
Κάποιοι γεωργοί θεωρούσαν πιο αποτελεσματικό μέτρο  το να κρεμούν σε κάποιους στύλους μέσα στα χωράφια τους νεκρά πουλιά που είχαν τουφεκίσει.

Ο πατέρας μου  είχε ένα παλιό τυφέκιο  στρατιωτικό μακρύκανο ,τύπου γκρα, που το είχε μετατρέψει σε κυνηγετικό ,έπαιρνε κυνηγετικό φυσίγγιο στην θαλάμη αντί για σφαίρα λειτουργούσε με κινητό ουραίο .
εκείνο το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής το είχε  κατεβάσει από το ταβάνι του σπιτιού μας όπου το φύλασσε και το όπλισε και παραμόνευε στην αυλή μας ώστε όταν πέσουν τα πουλιά στα οργωμένα χωράφια να τα τουφεκίσει . Κάποια στιγμή κάπου θέλησε να πάει και άφησε το όπλο πάνω στον φράχτη και απομακρύνθηκε .
Εγώ με τα αδέλφια μου που παρακολουθούσαμε την σκηνή τρέξαμε και εγώ πήρα το όπλο και άρχισα να σημαδεύω πρώτα το αδελφό μου και μετά την αδελφή μου λέγοντας τους αστειευόμενος , σας "σκοτώνω'' ....πιστεύοντας μάλλον ότι δεν έχει φυσίγγι .
Το χαρακτηριστικό κλικ του επικρουστήρα ακούστηκε και στις δυο περιπτώσεις χωρίς να γίνει εκπυρσοκρότηση ....
μετά έστρεψα το όπλο προς τον ουρανό και ξαναπάτησα την σκανδάλη και ο εκκωφαντικός ήχος της εκπυρσοκρότησης ακόμη ακούγεται στα αυτιά μου ......

Κωνσταντίνος Γ.Μπερτσιάς