Δευτέρα 7 Μαΐου 2018

Ομοσπονδία Συλλόγων Β.Δ. Δωρίδας


Posted: 10 Feb 2017 07:00 PM PST

Οι οπλαρχηγοί της Αρτοτίνας κατά την προεπαναστατική και επαναστατική περίοδο του 1821


Δημήτρης Τσιάμαλος, Δρ. Ιστορίας- Φιλόλογος

Αρτοτίνα 24-8-2014

"Όταν ένα έθνος λαχταράει την ανεξαρτησία του, η επανάσταση είναι ενδεχόμενη, όταν όμως, μαζί με το πάθος για την ελευθερία, το έθνος αυτό οιστρηλατείται και από την ορμή για εκδίκηση, τότε η επανάσταση είναι αναπόφευκτη" γράφει ο Γεώργιος Φίνλεϋ, στο πόνημά του, Ιστορία Ελλ. Επαναστάσεως,

Και είναι αλήθεια, κυρίες και κύριοι, ότι το ελληνικό έθνος ποθούσε από την πρώτη στιγμή την ελευθερία του και διακατεχόταν από την ορμή της εκδίκησης λόγω των ανείπωτων κατατρεγμών που υπέστη στην πολύχρονη δουλεία του.

Δεκάδες επαναστατικά κινήματα των Ελλήνων εναντίον των Τούρκων καταγράφηκαν στο διάστημα των τετρακοσίων χρόνων σκλαβιάς. Η Πελοπόννησος, η Στερεά, η Ήπειρος, η Θεσσαλία, η Μακεδονία ήταν οι βασικές εστίες της διαχρονικής αντίστασης του υπόδουλου ελληνισμού.

Ξεχωριστή όμως θέση στην ιστορία των επαναστατικών κινημάτων και του Κλεφταρματολισμού έχει η Στερεά. Δυσανάλογα μεγάλος ο αριθμός των Κλεφτών, Αρματολών και των αρματολικιών στην εν λόγω περιοχή σε σχέση με τις υπόλοιπες περιοχές του ελλαδικού χώρου.

Πώς και γιατί αναπτύχθηκε σε τέτοιο βαθμό το Κλεφταρματολικό φαινόμενο στη Στερεά Ελλάδα; Ποιες συνθήκες συνέβαλαν στη γιγάντωσή του; Πάντως αυτή η γιγάντωση και η ένταση του κλεφταρματολικού φαινομένου της Στερεάς και δη της Δυτικής Στερεάς δεν ήταν άσχετη με την έξαρση του ληστρικού φαινομένου στην περιοχή ούτε ασύνδετη με τη γεωμορφολογική ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου χώρου. Τα απρόσιτα βουνά, τα άγρια τοπία με την οργιώδη βλάστηση δημιουργούσαν φυσικές κρύπτες για τους καταδιωκόμενους και φυσικά ερείσματα για ένοπλη αντίσταση και κλεφτοπόλεμο με τον κατακτητή.

Η δημιουργία πολυάριθμων αρματολικιών στη Στερεά και κυρίως στη Δυτική Στερεά αποδεικνύει εκτός των άλλων και την αδυναμία του οθωμανικού συστήματος να καθυποτάξει αυτούς τους σκληροτράχηλους ορεινούς πληθυσμούς, οι οποίοι όριζαν τις ορεινές διαβάσεις και τα στενά περάσματα δημιουργώντας έτσι ένα σύστημα ελέγχου των συγκοινωνιών από και προς τη Δυτική Στερεά.

Ανάλογη γεωμορφολογία είχε και η Αρτοτίνα και ως μέρος της ευρύτερης περιοχής της Δυτικής Στερεάς υπέκειτο στις ίδιες κοινωνικοπολιτικές αντιξοότητες. Το κλεφταρματολικό φαινόμενο σ’ αυτόν εδώ τον τόπο υπήρξε τόσο έντονο, ώστε δικαίως από πολλούς ιστορικούς ονομάστηκε η Αρτοτίνα καπετανοχώρι. Και προεπαναστατικά αλλά και κατά την περίοδο της Επανάστασης του ’21 ονομαστοί οπλαρχηγοί κατάγονταν απ’ την Αρτοτίνα ή για να είμαστε ακριβείς γεννήθηκαν στην Αρτοτίνα. Ο Λουκάς Καλιακούδας, ο Αθανάσιος Διάκος, ο Ανδρίτσος Σαφάκας, ο Σκαλτσοδήμος, ο Ιωάννης Ρούκης, ο Αντώνης Κοντοσόπουλος και ο Γιάννης Φαρμάκης είναι οι επιφανέστεροι των ενόπλων που γεννήθηκαν και ανδρώθηκαν στην Αρτοτίνα και έπαιξαν σημαίνοντα ρόλο στην απελευθέρωση του Έθνους.

Αγαπητοί φίλοι, για να μη σας κουράσω με τις λεπτομέρειες της ταραγμένης ζωής και της ποικίλης δράσης των εν λόγω οπλαρχηγών και, καθώς λίγο πολύ γνωρίζετε τα βιογραφικά τους, θα μου επιτρέψετε να εκθέσω εν συντομία κάποιες βασικές πληροφορίες για τη ζωή και τη δράση τους και στη συνέχεια θα σταθώ σε ορισμένα ζητήματα- σε σχέση πάντα με τους οπλαρχηγούς μας- που η ιστορική έρευνα δεν είχε μέχρι τώρα επαρκώς αναδείξει, όπως: τα αρματολικά – συγγενικά δίκτυα της περιοχής, τις διασυνδέσεις των οπλαρχηγών με την τότε πολιτική- επαναστατική εξουσία και το ρόλο του Αλή πασά και του τουρκικού παράγοντα στις τοπικές διαρματολικές σχέσεις και στα αρματολικά ειωθότα της εποχής.

*** 

Ο Λουκάς Καλιακούδας γεννήθηκε στην Αρτοτίνα γύρω στα 1760. Νέος εντάχθηκε στην κλέφτικη ομάδα του περίφημου Ανδρούτσου –πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου- και έγινε πρωτοπαλίκαρό του. Πολέμησε στο πλευρό του Ανδρούτσου στην Πελοπόννησο, μετά την αποτυχία της εκστρατείας του Λάμπρου Κατσώνη (1792).

Ο Λουκάς Καλιακούδας γυρίζοντας στη Ρούμελη εξακολούθησε τον αγώνα κατά των Τούρκων και των Τουρκαλβανών του Αλή πασά, που εκείνη την εποχή καταδίωκε απηνώς τους Κλεφταρματολούς της Στερεάς στην προσπάθειά του να αναδιατάξει και αποδυναμώσει το αρματολικό σύστημα. Σε μια τέτοια καταδιωκτική επιχείρηση, ο Λουκάς Καλιακούδας, σκοτώθηκε από τους Τουρκαλβανούς του Μετζομπόνο στο χωριό Γαβρολίμνη Ναυπακτίας (1804), μαχόμενος ηρωικά με τα εκατόν είκοσι παλικάρια του.

*** 

Ο Δήμος Σκαλτσάς γεννήθηκε στην Αρτοτίνα ανάμεσα στα 1760 με 1765. Νέος ο Σκαλτσοδήμος μπήκε στο ένοπλο σώμα των Κοντογιανναίων, ονομαστών Κλεφτών και ύστερα Αρματολών της Υπάτης. Αργότερα εντάχθηκε στο σώμα του οπλαρχηγού του Ζυγού, Τσαμ Καλόγερου, που τότε δρούσε στη Δωρίδα και ιδιαίτερα στα Βαρδούσια. Κι όταν εκείνος κατέφυγε στην Ήπειρο, ο Σκαλτσοδήμος έγινε καπετάνιος της κλέφτικης ομάδας με πρωτοπαλίκαρα τους συγχωριανούς του Διάκο και Γούλα.

Μερικά χρόνια αργότερα επεδίωξε να γίνει Αρματολός Λιδωρικίου χρησιμοποιώντας την προσφιλή μέθοδο της εποχής, τον εκβιασμό. Απήγαγε λοιπόν την Κρυστάλλω, κόρη του προύχοντα της Κωστάριτσας, Αναγνώστη Μπαμπαλή με σκοπό να μεσολαβήσει στον Αλή προκειμένου να πάρει το αρματολίκι της Δωρίδας. Ο εκβιασμός πέτυχε και, χωρίς να προσκυνήσει, πήρε το αρματολίκι Λιδωρικίου,   το οποίο μοιράστηκε με το Διάκο. Οι σχέσεις των δυο ανδρών δεν ήταν καλές και οξύνθηκαν με την απαγωγή της Κρυστάλλως που σύμφωνα με την παράδοση ήταν <<σταυραδελφή>> του Διάκου.

Οι καθημερινές προστριβές και η ψυχρότητα που επέδειξε στο τέλος ο Σκαλτσοδήμος προς το Διάκο ανάγκασαν τον τελευταίο να φύγει για τα Σάλωνα. Μόνος πια και αναμφισβήτητος καπετάνιος της Δωρίδας ο Σκαλτσοδήμος φρόντισε να κρατήσει το αρματολίκι του και στα χρόνια της αποστασίας του Αλή πασά (1820) με τη μεσολάβηση των προκρίτων Δωρίδας, Παναγιώτη Λιδωρίκη και Τριαντάφυλλου Αποκορίτη, στον σουλτανικό πασά της Ναυπάκτου, Πεχλιβάν ή Μπαμπά πασά.

Λίγο πριν την Επανάσταση ο Σκαλτσοδήμος ήταν μυημένος στη Φιλική Εταιρεία και προετοιμασμένος για το μεγάλο ξεσηκωμό. Έτσι στις 28 Μαρτίου 1821 απελευθέρωσε το Λιδωρίκι, ενώ ταυτόχρονα το πρωτοπαλίκαρό του, ο Θοδωρής Χαλβατζής το Μαλανδρίνο.

Στη συνέχεια ο Σκαλτσοδήμος, δημιούργησε μόνιμο στρατόπεδο στο Μακρυκάμπι, που διατηρήθηκε σε όλη τη διάρκεια του Αγώνα και πήρε μέρος σε πολλές μάχες, με τελευταία αυτή της Γρανίτσας.

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου αποσύρθηκε στην Πελοπόννησο, όπου και πέθανε στις αρχές Σεπτεμβρίου 1826.

*** 


Ο Αθανάσιος Διάκος γεννήθηκε στην Αρτοτίνα ανάμεσα στα χρόνια 1781-1790. Μετά το θάνατο του πατέρα του και του αδελφού του Αποστόλη από τους Τούρκους, ο Διάκος μπήκε σε ηλικία 12 περίπου ετών στο μοναστήρι του Προδρόμου της Αρτοτίνας. Χειροτονήθηκε στη συνέχεια διάκος και με το αξίωμα αυτό, το οποίο στη συνέχεια κυριάρχησε ως επώνυμο πέρασε στην ιστορία. Τον βρίσκουμε στη συνέχεια στο σώμα του Κλεφταρματολού Τσαμ Καλόγερου ως πρωτοπαλίκαρο. Κι όταν το αρματολίκι της Δωρίδας πέρασε στα χέρια του Σκαλτσοδήμου και ο ίδιος πήρε το πάνω κόλι προς τα Βαρδούσια, αναγκάστηκε να φύγει από τη Δωρίδα λόγω αντιζηλίας και προστριβών με τον Σκαλτσά και να περάσει στα Σάλωνα κι από εκεί στη Λειβαδιά και στον Οδυσσέα, που τον έκανε πρωτοπαλίκαρό του.

Στα 1818 μυήθηκε στη Φιλική και όταν ο Οδυσσέας, ως οπλαρχηγός του Αλή πασά, έφυγε από τη Λειβαδιά και πήγε στα Γιάννενα, λόγω της επικείμενης σύγκρουσης Αλή πασά –σουλτανικών δυνάμεων, ο Διάκος πήρε τη θέση του κι έγινε αρχηγός των όπλων στη Λειβαδιά και στο Ταλάντι.

Στις 28 Μαρτίου 1821 ο Διάκος κήρυξε την Επανάσταση στη Λειβαδιά, μαζί με τον ηρωικό δεσπότη Σαλώνων, Ησαΐα, την οποία και απελευθέρωσε. Ταυτόχρονα με συνθηματικό γράμμα του προς τον Αντώνη Κοντοσόπουλο έδωσε εντολή να ξεσηκωθούν οι Έλληνες και στην επαρχία Ταλαντίου. Στη συνέχεια με άλλη διαταγή του ο Β. Μπούσγος και ο Λάππας κατελάμβαναν τη Θήβα.

Τέλος ο Διάκος μαζί με άλλους οπλαρχηγούς πήρε μέρος στις μάχες της Μπουντουνίτσας και της Υπάτης. Η μάχη όμως που τον έκανε θρύλο και σύμβολο της ελευθερίας ήταν η μάχη της Αλαμάνας (22-4-1821), όπου και έχασε τη ζωή του.

*** 

Ο Ανδρίτσος Σαφάκας γεννήθηκε στην Αρτοτίνα στα 1775-1780. Μπήκε νωρίς στην κλέφτικη ζωή. Πριν από το 1806 έγινε καπετάνιος σε κλέφτικη ομάδα και εκείνη τη χρονιά κατέφυγε προσωρινά στην Αγία Μαύρα, για να σωθεί από την καταδιωκτική μανία του Αλή πασά. Η κλέφτικη δράση του Σαφάκα συνεχίστηκε ως τα 1812. Στη συνέχεια προσκύνησε το Βελή και αναγνωρίστηκε καπετάνιος των Κραβάρων.

Στα 1820 ήταν ήδη μυημένος στη Φιλική Εταιρεία. Με την έναρξη της Επανάστασης ο Σαφάκας είχε να επιτελέσει δυο αποστολές: η πρώτη ήταν να κρατάει την ορεινή διάβαση της Οξιάς και να εμποδίζει τη διέλευση τούρκικων στρατευμάτων. Και η δεύτερη να δίνει βοήθεια σε άλλα μαχόμενα ελληνικά Σώματα.

Για να ανταποκριθεί στην αποστολή του αυτή, ο Σαφάκας κατασκεύασε στη ράχη της Οξιάς οχυρωματικά έργα (ταμπούρια) που ονομάστηκαν <<του Σαφάκα τα ταμπούρια>>. Σ’ αυτή τη στρατηγική θέση ο Σαφάκας διατηρούσε μόνιμο στρατόπεδο (ορδί). Από τον Απρίλιο του 1821 και μετά o Σαφάκας έλαβε μέρος σε διάφορες μάχες με σημαντικότερη αυτή της Παπαδιάς. Προστάτεψε τα απροσκύνητα χωριά των Κραβάρων, όταν οι πασάδες Σκόντρα και Ισμαήλ με ισχυρές τουρκικές δυνάμεις εισέβαλαν στα Κράβαρα.

Προστάτεψε τον πληθυσμό της Αρτοτίνας, όταν "οι Καρπενησιώτες Τούρκοι ακολουθώντας το σύρραχο της Οξιάς …ξεχύθηκαν προς Σιτίστα, με διαθέσεις να στραφούν και προς την Αρτοτίνα." Τον Ιούλιο του 1825 ενίσχυσε με δυνάμεις του τους πολιορκημένους του Μεσολογγίου.

Μετά την πτώση του Μεσολογγίου έκανε καπάκια με τους Τούρκους, για να σώσει τους πληθυσμούς. Ακολούθησε τον Καραϊσκάκη, όταν έγινε αρχιστράτηγος, και μετά το θάνατό του ξαναπήρε αμνηστία.

Ωστόσο ο Σαφάκας εξακολουθούσε να είναι επίφοβος για τους Τούρκους. Έτσι στα τέλη Αυγούστου του 1828 τον συνέλαβαν και τον οδήγησαν ως όμηρο στα Γιάννενα μαζί με τα πιστά παλικάρια του. Κατόρθωσε να δραπετεύσει, μαζί με τους συντρόφους του και δολοφονήθηκε στο γεφύρι της Τατάρνας από ανθρώπους του αδελφοποιτού του Σωτήρη Στράτου, συνεργατών των Τούρκων και του Κιουταχή.

***


Ο Αντώνης Κοντοσόπουλος ή Γεράντωνος γεννήθηκε κι αυτός στην Αρτοτίνα στα 1790-1792. Από νωρίς ακολούθησε την κλέφτικη ζωή. Η έναρξη της Επανάστασης του 1821 βρήκε τον Κοντοσόπουλο, μυημένο στη Φιλική και οπλαρχηγό του Ταλαντίου (Αταλάντης). Στη θέση αυτή τοποθετήθηκε από τον πρώτο του ξάδελφο, τον Αθανάσιο Διάκο. Όταν ξέσπασε η Επανάσταση, ειδοποιημένος από το Διάκο, στις 29 Μαρτίου μπήκε στην Αταλάντη, και την απελευθέρωσε.

Έλαβε μέρος στη μάχη της Αλαμάνας, της Υπάτης, των Βασιλικών, στη μάχη της Άμπλιανης (1824). Από το 1826 πέρασε στις διαταγές του Γ. Καραϊσκάκη με τον οποίο πολέμησε στις μάχες της Δομβραίνας και στη μεγάλη μάχη της Αράχωβας. Επίσης πήρε μέρος στη μάχη του Φαλήρου και την επόμενη χρονιά (1827) κυρίευσε το φρούριο του Ακροκορίνθου. Στη συνέχεια και μέχρι το τέλος του Αγώνα και την απελευθέρωση, ο Κοντοσόπουλος δεν έπαψε να αγωνίζεται με σθένος και αυταπάρνηση.

***

Ο Ιωάννης Ρούκης γεννήθηκε στην Αρτοτίνα στα 1795 και σε ηλικία δεκαπέντε ετών μπήκε στο κλέφτικο σώμα του Πανουργιά και του Γ. Κοσκινά. Στο σώμα αυτό έμεινε τρία χρόνια. Στη συνέχεια υπηρέτησε στο στρατό του Οδυσσέα Ανδρούτσου και, όταν ξέσπασε η σύγκρουση Αλή και σουλτανικών δυνάμεων κι ο Οδυσσέας πήγε στα Γιάννενα, ο Ρούκης μπήκε κάτω από τις διαταγές του άλλου οπλαρχηγού της Λειβαδιάς, του Διάκου. Με την κήρυξη της Επανάστασης, ο Ρούκης πολέμησε μαζί με το Διάκο για την απελευθέρωση της Λειβαδιάς και της Μενδενίτσας.

Πήρε μέρος στην πολιορκία της Υπάτης, στις μάχες των Βασιλικών και της Περαχώρας Λουτρακίου, στα Βρυσάκια της Εύβοιας, στον Μαραθώνα, στο Κερατσίνι, στην Αράχοβα, στη Φοντάνα και στο Δίστομο. Την επόμενη χρονιά δηλ. στα 1828 ενίσχυσε τον Κίτσο Τζαβέλα στη μάχη της Σεργούλας και στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που ακολούθησαν. Κι αυτός δεν απέφυγε τα καπάκια με τους Τούρκους. Τον Μάρτιο 1829, ο Ρούκης, πολέμησε στην πολιορκία της Ναυπάκτου, των Θηβών και στην τελευταία μάχη του Αγώνα του ’21, στη μάχη της Πέτρας.

*** 

Ο Ρουμελιώτης οπλαρχηγός Γιάννης Φαρμάκης γεννήθηκε στην Αρτοτίνα στα 1801. Μικρός σε ηλικία, δεκάξι ετών, έγινε Κλέφτης και μπήκε στο ένοπλο σώμα του Σαφάκα, στον οποίο οφείλει το επώνυμό του, καθώς το κανονικό του ήταν Φουσέκης.

Η επαναστατική του δράση ήταν πλούσια, καθώς πήρε μέρος στις σημαντικότερες μάχες της Στερεάς, όπως στη μάχη της Υπάτης, στο Χάνι της Γραβιάς, στη μάχη των Βασιλικών, σε μάχες στη Ναυπακτία και την Ευρυτανία. Στην περίφημη μάχη της Παπαδιάς (1825) έσωσε με την επέμβασή του το Σαφάκα, ο οποίος είχε αποκλειστεί από τους Τούρκους. Στη συνέχεια ο Γιάννης Φαρμάκης αγωνίστηκε στην ορεινή Δωρίδα, το 1826 στην Αράχοβα, το 1827 στο Κερατσίνι. Την επόμενη χρονιά (1828) έλαβε μέρος, μαζί με άλλους Ρουμελιώτες ενόπλους, στις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις που έκανε ο Κίτσος Τζαβέλας στη Σεργούλα, στη Λομποτινά, στην Τέρνοβα και αλλού.

*** 

Αγαπητοί φίλοι, είπαμε πιο πάνω πως στη Στερεά, περισσότερο από κάθε άλλο μέρος της σκλαβωμένης Ελλάδας, αναπτύχθηκε το αρματολικό σύστημα και εντοπίσαμε τις αιτίες αυτού του φαινομένου, που ήταν η έξαρση του ληστρικού φαινομένου στην περιοχή, η γεωμορφολογική ιδιαιτερότητα του συγκεκριμένου χώρου και η αδυναμία του οθωμανικού συστήματος να καθυποτάξει αυτούς τους σκληροτράχηλους ορεινούς πληθυσμούς.

Αν η γέννηση και η ανάπτυξη του αρματολικού φαινομένου στο συγκεκριμένο χώρο υπακούει στην ως άνω αιτιολογία, η μακρόχρονη διατήρησή του όμως εξηγείται με βάση συγκεκριμένες στρατηγικές που ανέπτυξε το αρματολικό σύστημα για τη διαιώνισή του. Μια τέτοια στρατηγική ήταν η συγκρότηση οριζοντίων δικτύων επικοινωνίας που συγκροτούσαν οι Αρματολοί με βάση τις οικογενειακά κατευθυνόμενες επιγαμίες. Με άλλα λόγια συνδέονταν οι αρματολικές οικογένειες όμορων περιοχών με γάμους, προκειμένου να εξασφαλίσουν ισχυρές συμμαχίες που θα άντεχαν στο χρόνο και θα διαιώνιζαν το αξίωμά τους. Αυτή η στρατηγική, εκτός των άλλων, οδηγούσε τελικά στην αμφισβήτηση εν τοις πράγμασι της ίδιας της οθωμανικής εξουσίας.

Έτσι, αν θέλει κανείς να κατανοήσει το αρματολικό φαινόμενο σε όλες τις κοινωνικο-πολιτικές του εκφάνσεις, θα πρέπει να μελετήσει σε βάθος το θεσμό της οικογένειας και συνακόλουθα όλους τους κοινωνικογενείς θεσμούς (γάμο, υιοθεσία, κουμπαριά, αδελφοποιία) που απορρέουν και συναρθρώνονται με την οικογένεια και την κοινωνική πραγματικότητα.

Με βάση τα παραπάνω ένα είναι βέβαιο, ότι κανείς από τους Αρματολούς της Αρτοτίνας δεν προερχόταν από αρματολική οικογένεια, δηλαδή δεν ήταν συνεχιστής της αρματολικής παράδοσης και φυσικά κανείς δεν πρόλαβε, λόγω της Επανάστασης, να εδραιώσει οικογενειακό αρματολικό σύστημα, όπως οι Στορναραίοι στον Ασπροπόταμο, οι Σταθαίοι στο Βάλτο, οι Μπουκουβαλαίοι στα Άγραφα, οι Βαρνακιώτες στο Ξηρόμερο και άλλοι.

Ο Σαφάκας για παράδειγμα έγινε Αρματολός Κραβάρων μετά την καταδίωξη και το θάνατο του Πιλάλα στα 1812, αφού προηγουμένως προσκύνησε το Βελή, και κράτησε το αρματολίκι του μέχρι το 1820. Παράδοση αρματολική είχε στα Κράβαρα η οικογένεια Σισμάνη. Ο γενάρχης αυτής της αρματολικής οικογένειας, ο Κωνσταντίνος Σισμάνης ή Σουσμάνης, κήρυξε την Επανάσταση στην περιοχή του στα 1769, όταν ξεσηκώθηκε όλη η Στερεά.

Στο Λιδωρίκι επίσης ο Σκαλτσάς δεν είχε οικογενειακή παράδοση, έγινε Αρματολός εκβιαστικά απαγάγοντας την κόρη του προύχοντα της περιοχής Μπαμπαλή.

Και το ερώτημα βέβαια που τίθεται είναι, αφού δεν είχαν αρματολική – οικογενειακή παράδοση οι Αρματολοί, οι εξ Αρτοτίνης ορμώμενοι, μπήκαν σε αρματολικά – συγγενικά δίκτυα ή παρέμειναν μόνοι περιστασιακά λειτουργούντες; Η απάντηση είναι πως μπήκαν σε αρματολικά δίκτυα.

Βασικός στόχος των αρματολικών οικογενειών, παλιών και νέων, ήταν η οικονομικο-κοινωνική και πολιτική τους ενίσχυση και σταθεροποίηση της θέσης τους δια μέσου των συμμαχικών-συγγενικών δικτύων που δημιουργούσαν με ομάδες ενόπλων γειτονικών περιοχών, σε μια κοινωνία έντονα ρευστή και άκρως ανταγωνιστική. Το παράδειγμα των Σαφάκα – Σκαλτσοδήμου, Αρματολών στα δυο όμορα αρματολίκια των Κραβάρων και του Λιδωρικίου αντίστοιχα, είναι ενδεικτικό της ως άνω επισήμανσης.

Και προεπαναστατικά αλλά και κατά την περίοδο της Επανάστασης η σχέση τους είναι αδιατάρακτη, στενή και αλληλοπεριχωρητική και, όπως προκύπτει από τα χαρτιά των αρχείων των δύο οπλαρχηγών, η φιλία και η συνεργασία τους κράτησε μέχρι το 1826, χρονιά που πέθανε ο Σκαλτσοδήμος. Αν σ’ αυτά προσθέσει κανείς τη στάση του Σαφάκα στη διένεξη Σκαλτσοδήμου – Διάκου, η οποία ήταν ευνοϊκή για το Σκαλτσοδήμο και δυσμενής για το Διάκο και μια αδιευκρίνιστη πτυχή της αρτοτινής παράδοσης, όπου γίνεται λόγος για συγγενική σχέση ανάμεσα στη <<Σκαλτσίνα>> και τη <<Σαφάκαινα>>, τότε μπορεί εύκολα να συμπεράνει κανείς ότι το αρματολκό δίκτυο Ανδρίτσου Σαφάκα – Δήμου Σκαλτσά λειτούργησε άψογα και προεπαναστατικά και κατά την περίοδο της Επανάστασης.

Αντίθετα στην ίδια περιοχή, προεπαναστατικά, με τον Κωνσταντίνο Σισμάνη ως Αρματολό των Κραβάρων και το Λωρή ως Αρματολό Λιδωρικίου, η απουσία αρματολικού – συμμαχικού δικτύου προάσπισης κοινών συμφερόντων οδήγησε τους δυο Αρματολούς, λίγο μετά την Επανάσταση του 1769, σε έναν εξοντωτικό αγώνα με τη συμμετοχή Αλβανών μισθοφόρων. Αποτέλεσμα αυτής της σύγκρουσης; Ο Σισμάνης, αφού συνέλαβε το Λωρή στη Ζελίστα μαζί με τους Αλβανούς μισθοφόρους του, τον κατέσφαξε. Το ίδιο τέλος όμως είχε κι αυτός αργότερα, αφού εσφάγη από τους Αλβανούς μισθοφόρους του Λωρή και τους δικούς του που ενώθηκαν με σκοπό τη διαρπαγή.

Είναι αλήθεια, αγαπητοί φίλοι, ότι η περίοδος του Αλή πασά δε δοκίμασε μόνο τις αντοχές του οθωμανικού διοικητικού συστήματος αλλά οδήγησε σε κρίση ολόκληρο το αξιακό και κοινωνικό σύστημα που διείπε τις σχέσεις των Κλεφταρματολών και των ραγιάδων. Η γενικευμένη και με όλα τα μέσα καταδρομήτων Αρματολών από τον Αλή πασά και η δια ποικίλων μέσων άσκηση της αντιαρματολικής του πολιτικής,οδήγησε το παλιό αρματολικό σύστημα σε κατάρρευση και στη δημιουργία ενός νέου τύπου αρματολισμού, όπου ο Αρματολός εξαρτάται σε απόλυτο βαθμό από την οθωμανική εξουσία. Γίνεται δηλαδή ο αρματολός ένα είδος στρατιωτικού <<δημοσίου>> υπαλλήλου, αφού το αρματολίκι δεν του ανατίθεται πλέον λόγω της ικανότητάς του και της πολεμικής του ισχύος αλλά κυρίως λόγω δημοσίων σχέσεων και Αληπασαδικής ευνοιοκρατίας.

Ο Λουκάς Καλιακούδας, ο Ανδρίτσος Σαφάκας, ο Δήμος Σκαλτσάς και ο Αθανάσιος Διάκος, απ’ τους οπλαρχηγούς μας, έζησαν τις αλλαγές που επέφερε η αντιαρματολική πολιτική του Αλή πασά και μάλιστα οι δύο πρώτοι επώδυνα.

Συγκεκριμένα ο ανυπότακτος και απροσκύνητος Λουκάς Καλιακούδας για καιρό αντιμετώπιζε στα βουνά της Αιτωλίας τους Τουρκαλβανούς που είχε αποστείλει ο Αλή πασάς για την εξόντωσή του και την εξόντωση των άλλων Κλεφταρματολών. Και τελικά εξοντώθηκε στη Γαβρολίμνη της Ναυπακτίας, όπου τον κύκλωσαν οι πολυάριθμοι Τουρκαλβανοί του Μετζομπόνο.

Κι ο Ανδρίτσος Σαφάκας υπέστη την καταδιωκτική μανία του Αλή πασά. Κι όταν ο τουρκαλβανικός κλοιός έσφυξε γύρω του, μόλις εικοσιπεντάχρονος, αναγκάστηκε στα 1806 να περάσει στην Αγία Μαύρα, για να σωθεί μαζί με άλλους 1300 Κλέφτες. Η κλέφτικη δράση του, σύμφωνα με τον Π. Αραβαντινό, συνεχίστηκε τουλάχιστον ως τα 1812 <<σκληρά καταδιώχθηκαν τα Λαζόπουλα, οι Βλαχαβαίοι, οι Μπουκουβαλαίοι… κι ο Σαφάκας>>. Και μόνο όταν υποτάχθηκε στο Βελή –γιο του Αλή πασά- αναγνωρίστηκε καπετάνιος των Κραβάρων και κράτησε το εν λόγω αρματολίκι του ως τα 1820.

Κι ο Διάκος, λέει τόσο η αρτοτινή όσο και η λειβαδίτικη παράδοση, πέρασε κάποτε από την Αυλή του Αλή πασά και προσκύνησε. Επομένως, όταν αντικατέστησε-με τη σύμφωνη γνώμη των προκρίτων- τον Οδυσσέα Ανδρούτσο στο αρματολίκι της Λειβαδιάς, είχε την έγκριση του Αλή πασά.


Ο Σκαλτσοδήμος ίσως είναι η μοναδική περίπτωση Αρματολού κατά την περίοδο του Αλή πασά που πήρε αρματολίκι χωρίς να δηλώσει υποταγή. Καθώς πάγια η ανάθεση από την οθωμανική εξουσία σε μια ανυπότακτη και επικίνδυνη κλεφταρματολική ομάδα της διαφύλαξης των δερβενίων ή και μιας ευρύτερης περιοχής προϋπέθετε την ιδιότυπη <<υποταγή>> του Κλεφτοκαπετάνιου στην κατακτητική εξουσία και την παροχή στον Αρματολό, εκ μέρους της τελευταίας με επίσημο έγγραφο (μπουγιουρντί), προνομίων που συνίσταντο σε φοροαπαλλαγές, κοινοτική μισθοδοσία και τροφοδοσία.


Ο Σκαλτσοδήμος δε δήλωσε υποταγή αλλά άσκησε βία απαγάγοντας την κόρη του προύχοντα της περιοχής και φίλου του Αλή πασά, Αναγνώστη Μπαμπαλή. Απαίτησε το αρματολίκι Λιδωρικίου για να την απελευθερώσει. Και πέτυχε να πάρει το αρματολίκι.

Η υποχώρηση της Αληπασαδικής εξουσίας μπροστά στη δυναμική απαίτηση του αρματολικού αξιώματος, όπως συνέβη στην περίπτωση Σκαλτσοδήμου, δε σημαίνει σε καμία περίπτωση υπαναχώρηση του Αλή πασά από τη λογική του εξαρτημένου και καθόλα υποταγμένου αρματολισμού. Πρόκειται μόνο για τακτικό ελιγμό έως οι πολιτικές και κοινωνικές συγκυρίες τον κάνουν πάλι κυρίαρχο του πολιτικού παιχνιδιού.

Αγαπητοί φίλοι, η Επανάσταση σε όλες τις περιοχές του ελλαδικού χώρου δημιούργησε νέα δεδομένα στα αρματολικά πράγματα. Συγκεκριμένα στη Δυτική Ελλάδα που μας ενδιαφέρει, η εμφάνιση του Μαυροκορδάτου στα κοινωνικο-πολιτικά και εξουσιαστικά πράγματα επέφερε ρήξεις στο αρματολικό σύστημα και αλλαγή στη γεωγραφία της τοπικής ισχύος. Έτσι Αρματολοί που για χρόνια κυριαρχούσαν στον ευρύτερο χώρο αποδυναμώθηκαν ή εξουδετερώθηκαν και άλλοι που ήσαν στην αφάνεια εξυψώθηκαν.

Έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε αγαπητοί φίλοι, ότι με την καταλυτική παρουσία του Μαυροκορδάτουστο χώρο της Δυτικής Ελλάδας δημιουργείται βασικά ένας ισχυρός πόλος εξουσίας, ο οποίος συγκεντρώνει οπαδούς από την προεστική τάξη, την τάξη της <<μαχαιρικής αριστοκρατίας>> και την ομάδα των δυτικοσπουδασμένων <<εκσυγχρονιστών>>.

Εντυπωσιακή ήταν η επιτυχία της διείσδυσης του Μαυροκορδάτου στο χώρο των οπλαρχηγών της Δυτικής Ελλάδας, αφού μαζί του συντάχθηκε και δημιούργησε πελατειακές σχέσεις μία πλειάδα Αρματολών, οι οποίοι εναπέθεσαν τη διασφάλιση των συμφερόντων τους στην επικράτησή του στο χώρο και στην κραταίωση της πολιτικής του εξουσίας.

Στους φίλα προσκείμενους προς το Μαυροκορδάτο οπλαρχηγούς, που διατηρούσαν όμως μια σχετική αυτονομία στις κινήσεις τους και απομακρύνονταν, όταν τα συμφέροντά τους το επέβαλαν, ανήκαν οι Αρματολοί: Λιδωρικίου Δήμος Σκαλτσάς, Κραβάρων Ανδρίτσος Σαφάκας, Ασπροποτάμου Νικολός Στορνάρης, Πατρατζικίου Μήτσος Κοντογιάννης, Καρπενησίου Γιαννάκης Γιολδάσης, και τέλος του Ζυγού Δημήτριος Μακρής.

Από την άλλη μεριά στους αντιπάλους του Μαυροκορδάτου και όσων στήριζαν το κόμμα του βρίσκουμε το Στρατηγό της Δυτικής Ελλάδας Γεωργάκη Ν. Βαρνακιώτη, το μεγάλο Αρματολό του Βάλτου Ανδρέα Ίσκο, τον Καραϊσκάκη, το διεκδικητή του Βλοχού Γιαννάκη Στάικο, τον Αρματολό Σοβολάκου Γεώργιο Πεσλή, τον αρματολικά ανέστιο Θοδωράκη Γρίβα και τους Τζαβελαίους.

Αναφορικά με τους άλλους δυο οπλαρχηγούς Κοντοσόπουλο και Ρούκη, ο μεν Κοντοσόπουλος ανήκε στην ομάδα του Διάκου, γι’ αυτό και βλέπουμε ότι από τα τέλη του 1821 καταδιώκεται από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο και αναγκάζεται να φύγει από την επαρχία Αταλάντης και να πάει στην Άμφισσα στον Νάκο Πανουργιά <<με αρκετόν σώμα στρατιωτών>> και να πολεμάει μαζί του μέχρι το 1824. Μετά τη μάχη των Βασιλικών, ο Ρούκης επιβεβαίωσε τη σύγκρουση του Οδυσσέα με τον Αντώνη Κοντοσόπουλο, Γιάννη Γκούρα και τον Β. Μπούσγο γράφοντας ότι ο Ανδρούτσος ήθελε να διαλύσει το Σώμα αυτό <<καθό ανήκοντας εις το σύστημα του αειμνήστου Αθανασίου Διάκου>>. Στη συνέχεια ακολούθησε πιστά τη Διοίκηση.

Ο δε Ρούκης εξ αρχής φαίνεται να διαλέγει στρατόπεδο, αφού όλες του οι επιλογές ήταν σύμφωνες με τη Διοίκηση, εν προκειμένω τον Άρειο Πάγο. Ακόμα και στη διένεξη Οδυσσέα Ανδρούτσου – Αρείου Πάγου συντάχθηκε με τον Άρειο Πάγο και αρνήθηκε να συμπράξει με τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, αν και ήταν χρόνια συνεργάτες και πολεμούσανε μαζί για μεγάλο διάστημα. Και στο δεύτερο εμφύλιο πόλεμο ο Ρούκης μπήκε κάτω από τις διαταγές του Γκούρα, Γενικού Αρχηγού της Ανατολικής Ελλάδας. Συνεπώς πάντα με τη Διοίκηση.



Αγαπητοί φίλοι, τελειώνοντας θα ήθελα να πω πως στα άξια τέκνα της Αρτοτίνας πρέπει τιμή και δόξα. Και για να παραφράσω το μεγάλο μας ποιητή Οδυσσέα Ελύτη, μνημονεύετε συχνά Λουκά Καλιακούδα, Αθανάσιο Διάκο, Ανδρίτσο Σαφάκα, Δήμο Σκαλτσά, Ιωάννη Ρούκη, Αντώνη Κοντοσόπουλο και Γιάννη Φαρμάκη.





Παρασκευή 4 Μαΐου 2018

το αλιεύσαμε από το FB 
 
κείμενο του
Βασ. Κανέλλου

Ο Διάκος και η αγαπητικιά του Κατερίνη

   Μια όμορφη παράδοση σώζεται ακόμα στα Μάρμαρα, μα και στην ευρύτερη περιοχή. Έχει να κάνει με τον Εθνομάρτυρα Αθανάσιο Διάκο και την Κατερίνη από τη Σέλιανη. Ήταν λίγο πριν την Επανάσταση του 1821 και στα μέρη εκείνα λημέριαζαν με τ’ ασκέρι τους οι καπεταναίοι της περιοχής Σαφάκας, Σκαλτσοδήμος, Διάκος και άλλοι.
 Ο Διάκος αγάπησε μια αρχοντοπούλα του χωριού, ξακουστή για την ομορφιά της και το χαρακτήρα της, την 19χρονη Κατερίνη, το γένος Σπυρίδωνος ή Ξυστρή, την οποία και μνηστεύτηκε «δια λόγου».
 Ο λόγος μνηστείας τότε ήταν όρκος και συμβόλαιο. Ο Διάκος, λόγω των δύσκολων τότε καιρικών συνθηκών, είχε επιστήσει την προσοχή στην αρραβωνιαστικιά του ότι τίποτα δεν θα πιστεύει ότι προέρχεται απ’ αυτόν αν δεν της επιδείξουν το σημαδιακό του μαχαίρι με το φιλντισένιο μανίκι, που φορούσε πάντα στο σελάχι του..

   Κάποια μέρα που το ασκέρι λημέριαζε στο «Κούτσουρο», λίγο πιο πάνω από τα Μάρμαρα, ο Διάκος κουβέντα στην κουβέντα με το Γούλα, πρωτοπαλίκαρο του Σκαλτσοδήμου, ήρθαν και στο γυναικείο χαρακτήρα.
Ο Γούλας είχε ζητήσει την Κατερίνη για γυναίκα του, αυτή του αρνήθηκε κι εκείνος φύλαγε την ευκαιρία να πάρει την εκδίκησή του.
 Ο Γούλας λοιπόν υποστήριζε πως όλες οι γυναίκες πλανεύονται. Ο Διάκος είχε αντίθετη γνώμη κι έφερε για παράδειγμα την αρραβωνιαστικιά του.
-Κι αυτή είναι σαν τις άλλες. Αν θες μπορώ να στ’ αποδείξω και να στη φέρω εδώ στο λημέρι μας, του απάντησε ο Γούλας.
Έχοντας πίστη στην Κατερίνη ο Διάκος δέχτηκε τη δοκιμή. Ο Γούλας του ζήτησε να του δώσει το σημαδιακό του μαχαίρι και να στείλει ένα παλικάρι να τη φέρει. Όπως κι έγινε.
(Τάκη Λάππα: Θανάσης Διάκος, σ. 33).
 Ο συμπατριώτης μας λαογράφος Ζάχος Ξηροτύρης (περιοδικό «Στερεά Ελλάς», τ. 51), στηριζόμενος στη μαρτυρία συγγένισσας της Κατερίνης, περιγράφει το γεγονός λίγο διαφορετικά.
Αναφέρει λοιπόν ότι οι άλλοι καπεταναίοι, Σαφάκας, Σκαλτσάς, Σπανός, γνωρίζοντας το μυστικό του Διάκου, θέλησαν γι’ αστείο να τον διαψεύσουν για την τυφλή του εμπιστοσύνη στην Κατερίνη. Με τρόπο τράβηξαν το σημαδιακό μαχαίρι από το σελάχι του την ώρα που κοιμόταν κι έστειλαν ένα παλικάρι να τη φωνάξει, δείχνοντάς το, ν’ ανέβει τάχα στο βουνό, που την ήθελε ο Θανάσης. Η κοπέλα πείσθηκε πράγματι βλέποντας το μαχαίρι του αρραβωνιαστικού της και συνεπής στη μυστική «ρήτρα», ξεγελάστηκε κι ανύποπτη ανέβηκε στο βουνό. Σαν την είδε ο Διάκος, χωρίς άλλη κουβέντα και παρά τις μάταιες δικαιολογίες του κοριτσιού, με το ίδιο μαχαίρι της έκοψε τα μαλλιά  και σκίζοντας τα ρούχα της την έδιωξε για πάντα. Αυτή η ατιμωτική προσβολή την έκανε να χάσει τα λογικά της και να γυρίζει η δύστυχη στα βουνά και στα χωριά τρελή και σε άθλια κατάσταση. Οι συντοπίτες της την αποκαλούσαν από τότε και ύστερα «Παλιοκατερίνη» κι έτσι έμεινε στην ιστορία. Στα 1828 η άλλοτε όμορφη αλλά άτυχη Κατερίνη πέθανε. Πλήρωσε τη ραδιουργία και τη ζήλια των άσπονδων φίλων του εθνομάρτυρα.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2018



και στα δικά μας τα μέρη η όπως έλεγε ο αείμνηστος Κώστας Καψάλης στην δική μας την γούρνα 

το κυνήγι ήταν για τα παιδιά μια από τις πιο συχνές ενασχολήσεις τους, αναρτώ το πιο κάτω κείμενο του του Γεράσιμου Γρηγόρη σε διασκευή του Τάκη Ευθυμίου.

Κ Μ



 


Παγίδες για πουλιά

Παγίδες για πουλιά
[Λαογραφικά από τη ζωή των παιδιών της υπαίθρου]
(του Γεράσιμου Γρηγόρη σε διασκευή του Τάκη Ευθυμίου)
Οι παγίδες των πουλιών, σε παλιότερες εποχές, για τα παιδιά της υπαίθρου δεν ήταν απλά ένα  παιχνίδι που περνούσαν τις ώρες τους, τα καλοκαίρια, αλλά έπαιζαν και το ρόλο της ωφελιμότητας του κυνηγιού για βιοποριστικούς λόγους.
Τρία ήταν τα είδη των παγίδων που χρησιμοποιούσαν παλιά τα παιδιά της επαρχίας για να πιάνουν τα πουλιά: Η πετροπαγίδα, η ξυλοπαγίδα και το τενέλι.


Η πετροπαγίδα ή τσάκα αποτελούνταν από δυο πέτρες, μια πλακουδερή, την πλάκα, και μια τετράγωνη, το αντιστύλι, από τρία ίσια ξυλαράκια και από ένα πιο κοντό, πελεκημένο ή καμωμένο από σχισμένο καλάμι. Αυτό το τελευταίο το λένε σοφιλιαστάρι επειδή μ’ αυτό σοφιλιάζεται, δηλαδή στήνεται η παγίδα και πάνω σ’ αυτό ακουμπούσαν τα άλλα τρία ξυλαράκια. Αφού διάλεγαν το μέρος που θα έστηναν την τσάκα, έστρωναν στην κατάλληλη θέση τις δυο πέτρες και ανασήκωναν την πλάκα σε λοξή θέση.  Ακουμπούσαν στην κόψη της τετράγωνης πέτρας, με μικρή κλίση, το σοφιλιαστάρι και στην κορυφή του τοποθετούσαν το πρώτο ξυλαράκι, έτσι που να κρατούσε ανασηκωμένη την πλάκα. Δεν άφηναν το χέρι τους από το σοφιλιαστάρι αν δεν έβαζαν και στην κάτω άκρη του και τα δυο άλλα ξυλαράκια ακτινωτά, ώστε να ακουμπούν αντίστοιχα στα πλάγια της πλάκας, προς τη βάση της. Έτσι στήνονταν  η παγίδα. 
Για δόλωμα σκορπούσαν σπειριά δημητριακών κάτω από την πλάκα. Μερικές φορές έσκαβαν από κάτω μια λακούβα για να πιάσουν ζωντανό το πουλί. Συμπληρωματικά, κρεμούσαν κι από πάνω μια ακρίδα, με ανοιγμένα φτερά, ή ένα σκουλήκι για ζωντανό δόλωμα. Δίπλα στην παγίδα έστηναν και το πόστο που ήταν μια μακρουλή πέτρα ή ένα ξύλο μπηγμένο στο έδαφος, για να καθίσει το ανυποψίαστο πουλί. Απ’ αυτή τη θέση το πουλί μόλις έβλεπε το δόλωμα χυμούσε για να χορτάσει την πείνα του. Τρώγοντας όμως λαίμαργα, όλο και κάποιο από τα ξυλαράκια θα σκουντούσε απρόσεχτα με αποτέλεσμα να πέσει η πλάκα και να πιαστεί.
Η ξυλοπαγίδα είχε άλλη κατασκευή και άλλο μηχανισμό. Αποτελούνταν από τη βέργα, τα αδραξούλια (ίσια ξυλάκια), το σκουληκαντήρι, την κολόνα και το σουβλί. Μια γερή βέργα λυγαριάς ή αγριελιάς λυγίζονταν και κρατιόνταν σε σχήμα τόξου, δεμένη με δυο παράλληλα δεσίματα διπλού σπάγκου. Τα αδραξούλια περνούσαν κάθετα, σε κανονικές αποστάσεις, με χιασμό των διπλών σπάγκων και ξαναδένονταν στην καμπύλη του τόξου, αφήνοντας στο κέντρο του να κρεμόταν η θηλιά. Το σκουληκαντήρι γίνεται από χοντρή φρέσκια κληματόβεργα. Την έκοβαν με τον κόμπο της και την πελεκούσαν και την ξεμύτιζαν, τη γύριζαν και έχωναν τη μύτη της στην ψύχα προς τον κόμπο. Κάτω από τον κόμπο κάρφωναν με αγκάθι γκορτσιάς ή παλιουριού το σκουλήκι. Το σκουληκαντήρι το περνούσαν σαν σκουλαρίκι στο μεσιανό αδραξούλι.
Έστηναν την ξυλοπαγίδα περνώντας την κολόνα ανάμεσα από τ’ αδραξούλια της, στο επάνω μέρος, αφού τη στέριωναν στη γη. Στη διχάλα της κολόνας ακουμπούσαν το σουβλί, που η μια άκρη του κρατιόνταν στη θηλιά και η άλλη, η μυτερή, στο σκουλκαντήρι, αλλά ίσα-ίσα να στέκονταν. Φόρτωναν με λίγες αμάδες την παγίδα για να ‘χει βάρος και λίγο πιο πέρα έστηναν το πόστο. Έτσι όλα ήταν έτοιμα. Το σκουλήκι έπρεπε να ήταν ζωντανό για να κουνιόταν. Όταν έβλεπε τέτοιο δόλωμα το πουλί ήταν αδύνατο να μην πέσει στον πειρασμό και να μην ριχτεί. Έτσι, συνήθως, πιανόταν ζωντανό.

Το Τενέλι βασιζόταν στην ευλυγισία χλωρού κλαδιού και στη θηλιά. Υπήρχαν δυο τύποι, ο ένας ήταν με κολόνα (ίσιο ξύλο σε μέγεθος μπαστουνιού) που μπήχνονταν γερά στη γη. Η κορυφή του ήταν πελεκημένη και τρυπημένη για να έμπαινε το ποδόξυλο ή καθίστρα (ένα μικρό ξυλαράκι ξεμυτισμένο σαν μολύβι).
 Είχαν κι ένα γερό σπάγκο διπλό, που την αναδιπλωμένη άκρη του την κομπόθιαζαν, αφήνοντας μια μικρή θηλιά. Η άλλη άκρη του δένονταν χαμηλότερα σε κάποιο κοντινό λυγερό κλαδί ή σε βαθειά μπηγμένο ελαστικό κλαδί. Λύγιζαν το κλαδί προς το μέρος της κολόνας, τεζάροντας τον σπάγκο και πέρναγαν τη θηλιά και τον κόμπο από την τρύπα. Με το ποδόξυλο οριζόντιο βούλωναν την τρύπα για να μην περνάει ο κόμπος και τη στέριωναν τόσο, ίσα-ίσα για να στέκονταν. Άνοιγαν τη θηλιά κύκλο και την ακουμπούσαν με προσοχή πάνω στο ξυλαράκι. Το τενέλι ήταν πια στημένο. Μόλις καθόταν εκεί το πουλί με το βάρος του ενεργοποιούσε την παγίδα και πιανόταν με τη θηλιά από τα πόδια ζωντανό.
Άλλος τύπος τενελιού ήταν μια γερή βέργα λυγισμένη σε σχήμα τόξου, αλλά ανάποδα στημένη, με τις άκρες προς τα πάνω και την καμπύλη προς τα κάτω στερεωμένη στη γη ή πάνω σε κλωνάρι δένδρου. Το ένα άκρο ήταν πελεκημένο και με τρύπα και στο άλλο δεμένος ο διπλός σπάγκος με τη θηλιά. Το πουλί πιάνονταν όπως και στον προηγούμενο τύπο τενελιού.

Οι παγίδες αυτές στήνονταν στα αλώνια, όταν άδειαζαν από τις θημωνιές, στα χωράφια, σε κήπους και σε μέρη που περνούσαν συχνά τα πουλιά. Περιστερουδιές, δαγκανιώροι και συκοφαγάδες ήταν συνήθως τα θηράματα.  Τα σπουργίτια σπάνια πιάνονταν με τις παγίδες επειδή είναι πονηρά πουλιά.
Μ’ αυτόν τον τρόπο τα παιδιά περνούσαν τα καλοκαίρια τους. Τα πουλιά που έπιανε η παρέα τα θεωρούσε τρόπαια και αποτελούσαν γι’ αυτά μια διαφορετική λιχουδιά όταν τα τηγάνιζαν με κάνα δυο αυγά χτυπημένα. Έτσι αρταίνονταν τα ξελιγωμένα από τη χορτοφαγία και την οσπριοφαγία παιδιά της επαρχίας εκείνους τους στερημένους καιρούς!

Πηγή: «Ρουμελιώτικο Ημερολόγιο»
στο αγροτόσπιτο της οικογένειας Καραγιάννη  στο λουτσοβιώτικο  κάμπο, θέση Τσαμπάδες, βυθισμένο σήμερα στα νερά της λίμνης του Μόρνου, ο μικρός (τότε)  Κώστας Καραγιάννης.

Κυριακή 22 Απριλίου 2018

Ομοσπονδία Συλλόγων Β.Δ. Δωρίδας


Posted: 21 Apr 2018 07:00 PM PDT
Σαν σήμερα, στις 22 Απριλίου του 1827, ο Γεώργιος Καραϊσκάκης τραυματίζεται σοβαρά και λίγες ώρες μετά πεθαίνει. Ποτέ δεν απαντήθηκε με βεβαιότητα εάν το φονικό βόλι προήλθε από τις Τουρκικές γραμμές τιυ Κιουταχή ή από “αδελφικό” χέρι όπως εντόνως πιθανολογείται. 


Ο Κοκκινιώτης ζωγράφος Χαράλαμπος Στέφος αποθανάτισε τη σκηνή μεταφοράς του λαβωμένου ήρωα με ξυλοκρέβατο σε έναν πολύ ωραίο πίνακα.

Δευτέρα 16 Απριλίου 2018

Στο βυθό της λίμνης , ερείπια παλιού μοναστηριού δίπλα είχε κτιστει η εκκλησία της Παναγίας που γιόρταζε στις 23 Αυγούστου 

Τρίτη 10 Απριλίου 2018

στα νερά της λίμνης και αυτό το όμορφο αγροτόσπιτο
βυθισμένα όμορφα τοπία !!!
η θέση Μαρμαράκι  στο βυθό της λίμνης  εδώ και 45 χρόνια ...
Στο πανηγύρι της Αϊμονής παιδική παρέα γύρω στο 1965... 

Κυριακή 1 Απριλίου 2018

Ομοσπονδία Συλλόγων Β.Δ. Δωρίδας


Posted: 31 Mar 2018 07:00 PM PDT
του Γραββάνη Ευάγγελου

Ο Μιλτιάδης Γ. Λιδωρίκης, γεννήθηκε στο Κροκύλειο Φωκίδας σύμφωνα με την βιβλιογραφία, το 1871. Ο ίδιος σε ένα χρονικό του αναφέρει: «Γεννήθηκα τον Μάρτιο του 1872. ατυχώς για μένα, ούτε ο πατέρας μου ούτε η καλή μου μάνα ζουν για να το πιστοποιήσουν. μια όμως που το αναφέρω, θα πει πως λέω την αλήθεια», ενώ [ένα πιστοποιητικό της Κοινότητος Κροκυλείου (30-12-1933), αναφέρει ως έτος γέννησης το 1873 (αριθμός μητρώου αρρένων 182)]. 

Το Κροκύλειο υπήρξε o τόπος καταγωγής της οικογένειας Λιδωρίκη σύμφωνα με το βιβλίο "Βίοι παράλληλοι των επί αναγεννήσεως της Ελλάδος διαπρεψάντων ανδρών" του Αναστάσιου Γούδα (1816-1882). Σύμφωνα με τον Τάκη Λάππα, συγγραφέα και ιστορικό (1904-1955), στην επαρχία Λιδωρικίου καταγράφονται δύο οικογένειες Λιδωρίκη, της μίας το σωστό όνομα είναι Σκαρλάτος (απ’ όπου προέρχεται και ο Μίλτος Γ. Λιδωρίκης) και της άλλη Τούντας ή Παπαδογεωργόπουλος. Οι δύο οικογένειες συγγένεψαν όταν μία κόρη από τους Σκαρλάτους παντρεύτηκε γιο της άλλης, των Τούντα. Στα χρόνια εκείνα από το όνομα του τόπου προσδιοριζόταν και το επώνυμο των ανθρώπων, έτσι οι οικογένειες αυτές έμειναν γνωστές με το όνομα Λιδωρίκη.

Παππούς του υπήρξε ο φιλικός Παναγιώτης Λιδωρίκης(1800-1861), πρώτος Υπουργός Οικονομικών επί Καποδίστρια, γερουσιαστής επί Όθωνα και αδελφός του γνωστού Αθανάσιου Λιδωρίκη(ή Σκαρλάτου)(1788-1868), σφραγιδοφύλακα του Αλή-Πασά, που διατηρούσε και στενούς δεσμούς με τον Μακρυγιάννη (1797-1864).  Η δε γιαγιά του, Ρηγίνη Λογοθέτη από τη Λειβαδιά, ήταν φημισμένη για την ομορφιά της. Πατέρας του ήταν ο Γεώργιος Λιδωρίκης, ανώτερος υπάλληλος του Υπουργείου Οικονομίας που συνδέθηκε στενά με τον Χαρίλαο Τρικούπη και παραιτήθηκε προκειμένου να τον ακολούθησε μέχρι τέλους εκλεγόμενος βουλευτής Δωρίδας σε πολλές κοινοβουλευτικές περιόδους. Η μητέρα του η Ερατώ (κόρη του Σταμάτη Δάρα, προέδρου του Ελεγκτικού Συνεδρίου), μεσολάβισε για να φτιαχτεί ο δρόμος που συνέδεσε το επίνειο της Δωρίδας (λεγόταν τότε Χάνι) με το Λιδωρίκι και προς τιμήν του ονόματός της, οι Δωριείς το μετονόμασαν σε Ερατεινή. Τα αδέρφια του ήταν η Ιουλία, ο Παναγιώτης και η Ρεγγίνα.

Παντρεύτηκε την Ελένη Καράλη, που προερχόταν από αρχοντική οικογένεια της Χίου και έκαναν δύο παιδιά, τον Γεώργιο και τον Αλέξανδρο, (μετέπειτα διάσημος δημοσιογράφος και συγγραφέας γνωστός ως Αλέκος Λιδωρίκης). Μένουν σε ένα σπίτι που έκτισε το 1840, ο παππούς του Σταμάτης Δάρας στην οδό Πανεπιστημίου και από το οποίο πέρασαν δεκάδες προσωπικότητες όπως Μ. Δραγούμης, Χ. Τρικούπης, Δ. Ράλλης, Γ. Θεοτόκης, Α. Μαυροκορδάτος, Σ. Σκουλούδης, Α. Ζαΐμης, Εμ. Ροΐδης και πάρα πολλοί ακόμα.

Γνωστός στην εποχή του ως Μίλτος Λιδωρίκης, υπήρξε μία πολυσχιδής προσωπικότητα που διακρίθηκε με πολλές ιδιότητες, θεατρικός συγγραφέας, σκηνοθέτης, λογοτέχνης, δημοσιογράφος, ακόμα και πολιτικός. Πέρα όμως και πάνω απ’ όλα αυτά, υπήρξε μεγάλος πατριώτης ενώ παράλληλα ήταν κι ένας κοσμικός άνθρωπος, ιδιαίτερα αγαπητός στην Αθήνα των «ωραίων ημερών».

Σπούδασε Νομικά στο Πανεπιστήμιο των Αθηνών και πολιτικές επιστήμες στο Παρίσι, προοριζόμενος από την οικογένειά του να γίνει πολιτικός. Γόνος οικογένειας αγωνιστών του ’21, μυημένων στη φιλική εταιρία, είχε γαλουχηθεί με το όραμα της Μεγάλης Ιδέας και έτσι στον "ατυχή πόλεμο" του 1897 αν και δεν είναι στρατεύσιμος,  κατατάσσεται ως εθελοντής στο ευζωνικό.
Αγαπούσε πολύ την φουστανέλα και με αυτή πήγαινε στο Λιδωρίκι και χόρευε στην πλατεία του Λιδωρικίου που μέχρι πριν λίγα χρόνια ονομαζόταν Γεωργίου Λιδωρίκη. Πρωτοεμφανίστηκε στο θέατρο το 1898 με το έργο "Ιουλία" και στη συνέχεια μετέφρασε θεατρικά έργα για το Βασιλικό θέατρο (έκλεισε το 1908 και επαναλειτούργησε το 1932 ως Εθνικό θέατρο). Εκλέχτηκε βουλευτής Δωρίδας το 1906 και επανεξελέγη το 1910 στην Α' Αναθεωρητική βουλή ως βουλευτής Φθιώτιδος και Φωκίδας. Η πολιτική όμως δεν τον εμπνέει.

Λαμβάνει μέρος στον πόλεμο του 1912, ξανά ως εθελοντής και ήταν αυτός μάλιστα που ύψωσε την ελληνική σημαία στο Λευκό Πύργο στη Θεσσαλονίκη την 29η Οκτωβρίου του 1912, όπως περιγράφει στο ιστορικό του βιβλίο με τίτλο «Πολεμικαί εντυπώσεις Ευζώνου» που κυκλοφόρησε το 1914 από τον εκδοτικό οίκο Γ.Δ. Φέξη. Οι αναμνήσεις από τους Βαλκανικούς πολέμους, θα αποτυπωθούν με γλαφυρότητα αργότερα στα έργα του.

Μετά τον πόλεμο, εγκαταλείπει οριστικά την πολιτική, χωρίζει φιλικά με τη γυναίκα του και ξεκινάει μία ζωή «επαναστατική» για την κοινωνική τάξη στην οποία ανήκει. Υπήρξε ιδρυτής του Πανελλήνιου Μουσικού Συλλόγου (1916), από τους ιδρυτές της Εταιρίας Ελληνικού Θεάτρου (1918) και καθηγητής της αντίστοιχης θεατρικής σχολής και ιδρυτής της Εταιρίας Ελλήνων Θεατρικών Συγγραφέων (1908) και αργότερα Πρόεδρος (1930-31). Τότε περίπου ξεκινά και την λειτουργία του το Εθνικό Θέατρο στο οποίο εργάζεται ως  προσωπάρχης (1932) μέχρι και τον θάνατό του. Εργάστηκε ως χρονικογράφος εφημερίδων και έγραψε πολλά θεατρικά έργα – δράματα, κωμωδίες και επιθεωρήσεις – καθώς και δύο μυθιστορήματα. 
Υπερήφανος πάντα για την καταγωγή του, θα λέει ως το τέλος της ζωής πως "είμαστε Ρουμελιώτες". Απεβίωσε από περιτονίτιδα στις 2 Φεβρουαρίου του 1951 και κηδεύτηκε με δαπάνες του Εθνικού Θεάτρου. Στην εποχή του, τιμήθηκε για την προσφορά του στη θέση του προσωπάρχη του Εθνικού Θεάτρου και γενικότερα στην καλλιτεχνική ζωή του τόπου, στην συνέχεια όμως το έργο του λησμονήθηκε μέχρι πρόσφατα, που κυκλοφόρησαν δύο βιβλία:
•    «ΜΙΛΤΟΣ Γ. ΛΙΔΩΡΙΚΗΣ, ο Εύζωνας, Ο Ρουμελιώτης, ο Αθηναίος, ο θεατράνθρωπος», που έγραψε ο εγγονός του Μίλτος Α. Λιδωρίκης και επιμελήθηκε ο δισέγγονός του Αλέκος Μ. Λιδωρίκης (2016) και το
•    Μίλτος Λιδωρίκης: «Έζησα την Αθήνα της Μπελ Επόκ», εκδόσεις Polaris (2018), ένα είδος αυτοβιογραφίας που περιλαμβάνει και ανέκδοτο υλικό αντλημένο από τα αρχεία της οικογένειας Λιδωρίκη. Η εικονογράφηση είναι  με φωτογραφίες και σκίτσα της εποχής (σε επιλογή του ίδιου του Λιδωρίκη) και ο πρόλογος του  Γιώργου Χατζηδάκη.

Οι πληροφορίες για το παρών βιογραφικό αντλήθηκαν κυρίως από το πρώτο βιβλίο που έγραψε ο εγγονός του Μίλτος Α. Λιδωρίκης, προκειμένου και τα δικά του εγγόνια να γνωρίσουν τις ρίζες τους. Στην συγκινητική του επιστολή προς αυτά, με την οποία κλείνει το βιβλίο του, αναφέρει:

Αγαπημένα μου εγγόνια,
Καθώς θα μεγαλώνετε και θα διαβάζετε την ιστορία τούτης της χώρας να την περπατάτε με αγάπη και κάποια φορά ας πάτε και στο Παλαιοκάτουνο από όπου ξεκίνησε η οικογένειά σας.
Σας σφίγγω το χέρι με δύναμη. Σας αγαπώ.
Ο παππούς Μίλτος