Του Δημήτρη Α. Κατσορίδα (απόσπασμα παλιότερης δημοσίευσης)
Στην πλατεία του χωριού υπάρχουν δύο βρύσες με τρεχούμενο νερό και λίγα πλατάνια, ενώ παλαιότερα υπήρχε στο μέσον ένας μεγάλος πλάτανος, που κάλυπτε σχεδόν όλη την πλατεία, ο οποίος δυστυχώς ξεράθηκε.
Το Διακόπι υπάγεται στην επαρχία Δωρίδος του Νομού Φωκίδος. Βρίσκεται στη Δυτική πλευρά των Βαρδουσίων και σε 650 περίπου μέτρα υψόμετρο, ενώ στα πόδια του απλώνεται η τεχνητή λίμνη του Μόρνου με τα «ελβετικά τοπία του Βαρδουσιού και της Γκιώνας να καθρεφτίζονται μέσα στα νερά της», όπως με πολύ γλαφυρό τρόπο περιγράφει ο Γ. Ηλιόπουλος («Λαογραφικά Δωρίδας», εκδόσεις Δωρική Αδελφότητα, Αθήνα 1987).
Τα Βαρδούσια εκτός από την άγρια ομορφιά τους έχουν και πλούσια παράδοση, καθώς στα χρόνια της επανάστασης του 1821 έδρασαν, αλλά και προφυλάχτηκαν εκεί, μέσα στις λεγόμενες αποκλείστρες, οι εξεγερμένοι κάτοικοι των γύρω χωριών.
Το Διακόπι, συνορεύει, εκτός από το Κάλλιο (πρώην Βελούχοβο) και με το χωριό Δάφνος (παλαιότερα Βοστίνιτσα), το οποίο βρίσκεται ακριβώς απέναντί του. Το κλίμα του είναι ορεινό, με κρύους χειμώνες και δροσερό καλοκαίρι.
Κατά τον 19ο αιώνα, η Γρανίτσα σε πληθυσμό ερχόταν δεύτερη μετά την Αρτοτίνα. Συγκεκριμένα, το 1841 είχε 938 κατοίκους και το 1861 είχε 1.183. Το 1928, το χωριό Διακόπι είχε 941 κατοίκους, ενώ το 1951 είχε 752 κατοίκους.
Οι Γρανιτσιώτες είναι φιλόξενοι άνθρωποι και γλεντζέδες, όπως άλλωστε όλοι οι ρουμελιώτες. Ο επισκέπτης μπορεί να χαρεί τις διακοπές του στο Διακόπι, να κάνει εκδρομές στα γύρω χωριά, να δοκιμάσει τις παραδοσιακές πίττες και τα ντόπια ψητά, να ξεκουραστεί και να χαλαρώσει απολαμβάνοντας την ψυχική του ηρεμία.
Δύο γεφύρια που διευκολύνουν τους κατοίκους να περάσουν το ποτάμι που διασχίζει το χωριό.
Η αμπελόραχη, στη συμβολή των δρόμων καθώς πηγαίνουμε στο νεκροταφείο ή βγαίνουμε από το χωριό, όπου φαίνεται πανοραμικά μια πλευρά της λίμνης του Μόρνου.
Η γυφτόβρυση, στην οποία οδηγούμαστε αν πάρουμε το μονοπάτι πίσω από τον ξενώνα του χωριού. Βρίσκεται στην τοποθεσία (ή μαχαλά) με το όνομα «τσανακούλα». Σύμφωνα με προφορικές μαρτυρίες, το όνομά της το πήρε από ένα μαγαζί που βρισκόταν δίπλά στην βρύση, το οποίο το είχε κάποιος γύφτος που έφτιαχνε γεωργικά εργαλεία, μπακίρια κ.ά. τα οποία εκείνη την εποχή τα έλεγαν και γύφτικα.
Τέλος, το σχολείο, το οποίο φτιάχτηκε επί Συγγρού, βρίσκεται στην πλατεία του χωριού. Είναι ένα μεγάλο πέτρινο κτίριο, με δύο αίθουσες. Τα παλαιά χρόνια έσφυζε από ζωή και παιδικές φωνές.
Όσον αφορά τις εκκλησίες και τα ξεκκλήσια, τα οποία είναι συνολικά έντεκα, δεν ήταν μόνο χώροι θρησκευτικής συνάθροισης, αλλά ταυτόχρονα ικανοποιούσαν και την ανάγκη επικοινωνίας των ανθρώπων μεταξύ τους. Ιδιαίτερα τις Κυριακές ή σε άλλες γιορτές, όπου τιμούσαν τον άγιο της εκκλησίας ή του ξωκκλησιού, γέμιζαν από κόσμο. Ο περίβολος ήταν παράλληλα και τόπος κουβέντας.
Όσον αφορά την ετυμολογία του πρώτου ονόματος του χωριού, δηλαδή Γρανίτσα, μας οδηγεί στη σλάβικη καταγωγή του, Granica που σημαίνει σύνορο, όριο.
Αργότερα, από το 1860 έως το 1912, αλλάζει ξανά η σύνθεση των Δήμων της χώρας. Έτσι, την περίοδο αυτή, στην Επαρχία Δωρίδος του Νομού Φωκίδος σχηματίζονται έξι Δήμοι όπου ένας από αυτούς είναι ο Δήμος Υαίας με πρωτεύουσα τη Γρανίτσα.
Ο Δήμος Υαίας σχηματίστηκε μετά από τη διαίρεση του Δήμου Αιγιτίου και αποτελούνταν από τα χωριά: Γρανίτσα, Κλήμα, Τριβίδι, Κονιάκο,. Λούτσοβο, Βοστινίτσα και Βελούχοβο. Μετά το 1912, που καταργήθηκαν οι εν λόγω Δήμοι, η Γρανίτσα αποτέλεσε ξεχωριστή κοινότητα έως ότου με το Διάταγμα της 9.9.1927 (ΦΕΚ 261/1927) μετονομάσθηκε σε Κοινότητα Διακοπίου.
Σύμφωνα με μαρτυρία του δάσκαλου Ανδρέα Γεωργούτσου, η Γρανίτσα μετονομάστηκε σε Διακόπι προς τιμήν του Αθανασίου Διάκου. Ο λόγος διαμονής του στη Γρανίτσα ήταν επειδή, προηγουμένως, είχε δώσει μια μάχη με τους Οθωμανούς στην τοποθεσία του Σκορδά το Χάνι (ή αλλιώς του Αγά το κοτρόνι, στην τοποθεσία Χάνια). Εξαιτίας, λοιπόν, αυτής της μάχης και της διαμονής του Διάκου στο χωριό, πήρε κατόπιν προς τιμή του το όνομα Διακόπι.
Γενικά, η αρχιτεκτονική της πλατείας δεν έχει αλλάξει πολύ. Αυτό που έχει αλλάξει είναι ο τρόπος ζωής. Δεν υπάρχουν πια τα μαγαζιά που υπήρχαν παλιά, τα εμπορικά και οι χασαποταβέρνες. Έχουν μείνει μόνο δύο καφενεία και μία χασαποταβέρνα.
Το χωριό χωρίζεται σε τέσσερις μαχαλάδες. Οι δύο βρίσκονται από την μια πλευρά της ρεματιάς, όπως κοιτάμε από την πλατεία του χωριού. Ο πρώτος είναι απέναντι ακριβώς από την πλατεία, ο λεγόμενος «ραντομαχαλάς» και δεξιά επάνω ο «ραφτομαχαλάς». Από την άλλη πλευρά της ρεματιάς, δηλαδή από την πλατεία δεξιά και αριστερά, είναι καταρχήν ο μαχαλάς με την ονομασία «τσονακούλα», ο οποίος είναι σχηματικά από το σημείο που βρίσκεται ο ξενώνας και επάνω, ενώ από την πλευρά της πλατείας και προς τα κάτω είναι ο «κάτω μαχαλάς», ο οποίος παρότι δεν είναι τόσο προσήλιος, εντούτοις χαρακτηρίζεται για τα γραφικά, πλακόστρωτα δρομάκια του και την πυκνή δόμησή του εν συγκρίσει με τους υπόλοιπους μαχαλάδες, οι οποίοι είναι σχετικά πιο αραιοκατοικημένοι.
Βέβαια, η βασική επαγγελματική ασχολία των κατοίκων του χωριού ήταν η κτηνοτροφία. Οι περισσότεροι ήταν τσοπάνηδες.
Εντούτοις υπήρχαν και ορισμένα άλλα επαγγέλματα, όπως αγροφύλακες, αυλακάρηδες, γαλατάδες, μαμές, δάσκαλοι, έμποροι, τσαρουχάδες, κτίστες, κουρείς, παπάδες, ραφτάδες, χασάπηδες, μαγαζάτορες, καφετζήδες. Επίσης, στις αρχές του 20ου αιώνα μέχρι τον δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, η Γρανίτσα διέθετε τον μοναδικό ταχυδρόμο της περιοχής, τον Κοντογεώργο Γιάννη του Νικολάου.
Εδώ θα πρέπει να επισημάνουμε πως η Γρανίτσα φημιζόταν για τους ραφτάδες και ιδιαίτερα για τους μαστόρους – κτίστες της και εξακολουθεί να διατηρεί αυτή τη φήμη, οι οποίοι μάλιστα είχαν και δικό τους γλωσσικό ιδίωμα συνεννόησης, τα λεγόμενα «μαστόρικα» ή «κουταρέϊκα» (από το κούταρης, που στη διάλεκτό τους σημαίνει μάστορας). Μάλιστα, στο Διχώρι, το κτίσιμο της εκκλησίας τους, Κοίμησης της Θεοτόκου, το 1930, το έκαναν μαστόροι από την Γρανίτσα, όπως αναφέρει η Μαρία Λουκοπούλου – Πατίχη στο βιβλίο της «Επιστροφή, Κωστάριτσα (Διχώρι) ορεινής Δωρίδας» (Αθήνα 1990).
Όμως, το χωριό είχε φήμη και για τους πολύ καλούς τσαρουχάδες, που διέθετε και για τα καλά τσαρούχια που έφτιαχναν.
Επίσης, ορισμένοι από τους συγχωριανούς που πήγαν στην Αθήνα δούλευαν ως γαλατάδες. Ένας από αυτούς ήταν ο Αριστείδης Δασκαλόπουλος, οι απόγονοί του οποίου σήμερα έχουν την γνωστή σε όλους γαλακτοβιομηχανία «Δέλτα».
Τέλος, δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι από την Γρανίτσα προέρχονταν και ο ξακουστός πρακτικός γιατρός με το παρατσούκλι «βλάχος» (το πραγματικό του όνομα ήταν Θανάσης Κοντογιώργος). Η ενασχόληση του με τα γιδοπρόβατα τον είχε οδηγήσει να μάθει να τα περιθάλπτει όταν αυτά χτύπαγαν ή έσπαγαν τα πόδια τους. ‘Ετσι, απόκτησε την ανάλογη εμπειρία, την οποία άρχισε σιγά σιγά να την εφαρμόζει στους ανθρώπους και έτσι έγινε πρακτικός γιατρός. Κατόπιν, κάποιοι από τους απογόνους του ακολούθησαν το ιατρικό επάγγελμα.