Λούτσοβος, παλιά ονομασία του χωριού ΚΟΚΚΙΝΟΣ, που βρίσκεται σε προνομιάκη θέση, έχοντας την λίμνη ΜΟΡΝΟΥ πραγματικά στα πόδια του. Ουσιαστικά τα πόδια του χωριού η εύφορος κοιλάδα του Μόρνου, σκεπάστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης και ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη κυρίως στην ΑΘΗΝΑ.
Πολλές φορές, ατενίζοντας από ψηλά μια λίμνη, μαγεύεσαι με την ομορφιά και το καθαρό της χρώμα που λαμπυρίζει κάτω από το φως του ήλιου. Όταν μάλιστα περιβάλλεται από πυκνή βλάστηση με ψηλά καταπράσινα δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια, τότε μπορεί να συγκριθεί άνετα με πίνακα ζωγραφικής και να μείνει χαραγμένη βαθιά μέσα στο μυαλό και την καρδιά σου.
Τι γίνεται όμως όταν αυτή η λίμνη είναι τεχνητή;
Τι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος έχει συνεισφέρει ώστε να γίνει αυτή που είναι;
Κανένας δεν μπαίνει στην διαδικασία να σκεφτεί τι έχει καλύψει αυτή η λίμνη και πόσο βαθιά είναι κρυμμένα τα μυστικά που έχει παρασύρει στα δροσερά νερά της. Το μόνο σίγουρο σε αυτή την περίπτωση, είναι πως ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα και έχει διαφοροποιήσει τον χάρτη προς όφελός του… Και τα μυστικά θα μείνουν για πάντα κρυμμένα σε μια νέα υγρή πραγματικότητα…
Κι όμως…
Υπάρχουν χρονιές που η ανομβρία είναι το ουσιαστικό που τις χαρακτηρίζει και τα πάντα ξεραίνονται. Η γη τότε διψά, τα ποτάμια χάνουν την ορμητικότητα τους και οι λίμνες σιγά – σιγά τείνουν να εξατμιστούν. Και τότε, όταν πρόκειται για τεχνάσματα των ανθρώπων, τα θαμμένα μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια και μαρτυρούν τις δικές τους αλήθειες, που όσο πικρές και αν είναι, δεν παύει να είναι αληθινές.
Φωκίδα, έτος 1969: Ξεκινούν οι εργασίες για την κατασκευή ενός φράγματος με σκοπό την υδροδότηση της Αθήνας που τα χρόνια εκείνα, με την αστυφιλία να είναι πλέον αδιαμφισβήτητο γεγονός, άρχισε να παρουσιάζει τα πρώτα έντονα προβλήματα. Το φράγμα, ύψους 125 μέτρων, όταν πλέον θα έχει ολοκληρωθεί, θα έχει δημιουργήσει την τεχνητή λίμνη του Μόρνου και θα έχει καλύψει την πεδιάδα που βρίσκεται βορειοδυτικά του Λιδωρικίου και περιβάλλεται από τα Βαρδούσια όρη και την Γκιώνα.
Και εάν τα γεφύρια των ποταμών που ρέουν στην πεδιάδα δεν αποτελούν ιδιαίτερο πρόβλημα, υπάρχει ένα πετρόχτιστο χωριό, το Κάλλιο, που με τους υπολογισμούς όλων θα χαθεί για πάντα κάτω από το νερό της λίμνης. Και μαζί του θα χαθεί και μια ιστορία πολλών χιλιάδων χρόνων…
Η αρχαία Καλλίπολις, το ανατολικότερο μέρος της αιτωλικής φυλής των Οφιονέων κατά τον Θουκυδίδη αλλά και από μαρτυρίες του Παυσανία, όπου το 1915 μετονομάστηκε από το Σλάβικο όνομα Βελούχοβο που είχε την εποχή εκείνη, σε Κάλλιο, πλησιάζει στην οριστική του πλέον εξαφάνιση από τον χάρτη της Ελλάδας. Και είναι πραγματικά κρίμα, ένα χωριό που κατά το παρελθόν ανοικοδομήθηκε εκ νέου δύο ακόμα φορές, να χαθεί οριστικά. Η ιδιαίτερα στρατηγική του θέση οδήγησε σε ολοκληρωτική καταστροφή κατά την επέλαση των Γαλατών το 279 π.Χ. , ενώ εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 167 π.Χ. καταστρέφεται και πάλι, από πυρκαγιά αυτή τη φορά που ενδεχομένως οφειλόταν σε εμπρησμό.
ΜΑΡΊΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΌΠΟΥΛΟΣ
/
Στα λίγα χρόνια που του απομένουν λοιπόν, οι κάτοικοι του χωριού σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού και τον καθηγητή Π. Θέμελη, αποκαλύπτουν δημόσια κτίσματα, νεκροταφεία, τα ιερά της Δήμητρας και της Κόρης, το θέατρο, την αγορά, τον οχυρωματικό περίβολο αλλά και διάφορους άλλους θησαυρούς της περίφημης «Οικίας του αρχείου», που σώζονται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Λιδωρικίου και Αμφίσσης και που για πολλά χρόνια έμεναν θαμμένοι κάτω από το χώμα, μαρτυρώντας την πολύ σπουδαία ιστορίας τους ανά τους αιώνες. Όμως είναι γραπτό τους να χαθούν και πάλι από το οπτικό μας πεδίο μιας και η κατασκευή του φράγματος έχει πια ολοκληρωθεί.
Φωκίδα, έτος 1979: Η ολοκλήρωση του φράγματος είναι πλέον γεγονός.
Στα δύο επόμενα χρόνια, η πεδιάδα γεμίζει με νερό και τα πέτρινα σπίτια του Καλλίου, φωλιάζουν για πάντα στην υδάτινη κρυψώνα τους. Οι κάτοικοι στεναχωρημένοι, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αφήνοντας τις περιουσίες του με δάκρυα στα μάτια, τη στιγμή που το νερό φτάνει κυριολεκτικά στις αυλές των σπιτιών τους, ενώ σπαρακτικές είναι οι κραυγές ορισμένων που βλέπουν τον τόπο τους να βυθίζεται στην αδηφάγα λίμνη. Οι περισσότεροι μένουν εκεί μέχρι που να χαθεί και η τελευταία καμινάδα και μεταφέρουν τις εικόνες από την εκκλησία του χωριού τους σε πιο ασφαλές μέρος. Αποζημιωμένοι από το κράτος, χτίζουν το νέο Κάλλιο σε ψηλότερο σημείο, ενώ πολλοί από αυτούς εγκαθίστανται στο Λιδωρίκι, την Αθήνα και τις γύρω περιοχές.
Η τεχνητή λίμνη του Μόρνου, με χωρητικότητα 800 εκατ. κυβικά μέτρα νερού, μέσω του υδραγωγείου της, ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης μήκους 192 χιλιομέτρων, υδροδοτεί ολόκληρο το λεκανοπέδιο αλλά και χωριά της Βοιωτίας.
Όμως έρχονται στιγμές που τα «πλάσματα» του νερού αναζητούν λίγη από τη ζεστασιά του ήλιου καθώς και την ηρεμία που τους προσέφερε η φύση που κάποτε ανέπνεαν. Έτσι σε περιόδους μεγάλης λειψυδρίας, όπως αυτή του 1993 και του 2007, που η στάθμη της λίμνης κατεβαίνει, το χωριό αναδύεται μέσα από τα νερά της σαν ένα φάντασμα του παρελθόντος, μα με την άνοδο της στάθμης της, χάνεται και πάλι στην υγρή αγκαλιά της λίμνης.
ΜΑΡΊΝΟΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΌΠΟΥΛΟΣ
.
Σήμερα, 40 ολόκληρα χρόνια μετά, το χωριό αναδύεται για ακόμα μια φορά μέσα από την υδάτινη κρυψώνα του,θέλοντας να μας θυμίσει την παρουσία του, και σε κατάσταση μερικής «αποσύνθεσης»,μαρτυρά σε όλους μας τον αγώνα που δίνει σε καθημερινή βάση με το υγρό στοιχείο που το περιβάλλει και που του χαρίζει ένα άλλο είδος ζωής…
Συγκλονιστική και γεμάτη πόνο η φράση κατοίκου του αλλοτινού Καλλίου, σε ταινία μικρού μήκους που διεκδικεί μάλιστα το πρώτο βραβείο σε φεστιβάλ του εξωτερικού…
«Όποιος έρχεται το τέλος του και θα πάει στον άλλο κόσμο, θα πάει εκεί... Ξαναμαζεύεται το χωριό…»
Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020
Απόσπασμα .......Η στρατηγική τοποθεσία στη σύνοδο των τριών ποταμών Μόρνου, Κόκκινου, Μπελεσίτσας στη θέση Στενό, η οποία επιλέχθηκε από τους Καλλιείς για την ίδρυση της πρωταρχικής κώμης τους, όχι μόνο αποτελούσε το επίκεντρο των βασικότερων οδικών δικτύων της όλης ορεινής περιοχής της ανατολικής Αιτωλίας, αλλά παρείχε και τη δυνατότητα αγροτοκτηνοτροφικής εκμετάλλευσης της διευρυμένης λεκάνης που δημιουργούσε η σύνοδος των ποταμών. Συγκεκριμένα, στη θέση Στενό ελάμβανε τέλος το Μέγα-Ποτάμι, δηλαδή ο άνω ρους του αρχαίου Δάφνου και από εκεί ως τις εκβολές του το ποτάμι ονομάζεται πλέον Μόρνος. Λίγο πριν από το Στενό συμβάλλει στο Μέγα-Ποτάμι, ερχόμενος από τα νοτιοανατολικά του, ο παραπόταμος Μπελεσίτσα (πριν Λιδωρικιώτικο Ρέμα) δημιουργώντας σημαντική διεύρυνση της κοίτης του πρώτου. Ακολούθως το Μέγα- Ποτάμι περνάει από "στενό" μήκους περίπου 700 μ., στο τέλος του οποίου έρχεται να συμβάλλει, ερχόμενος από τα ΒΔ., ένας άλλος παραπόταμος, ο Κόκκινος. Από εκεί και κάτω ο Μόρνος παίρνει πορεία προς ΔΝΔ. Στην ουσία πρόκειται για συμβολή κοιλάδων-διόδων που συγκλίνουν προς τον λόφο της οχυρωμένης πόλης κοντά στο χωριό Κάλλιον (Βελούχοβο). Μάλιστα, στο σημείο της συμβολής, δηλαδή στη θέση Στενό, η δίοδος γίνεται τόσο στενή, ώστε ένα πέτρινο γεφύρι που υπήρχε εκεί έζευε τον λόφο στη ΒΔ. πλευρά με την απέναντι όχθη επιτρέποντας την μόνη δυνατή επικοινωνία προς το εσωτερικό της Αιτωλίας και προς τη Ναύπακτο. Η θέση συνεπώς είναι και στρατηγική, καθώς δεσπόζει σε τρεις κοιλάδες. Του Μόρνου, της Μπελεσίτσας και του Κόκκινου. Από την άλλη, η ανάπτυξη εδώ ενός αστικού κέντρου των Καλλιέων, δηλαδή της Καλλιπόλεως, προϋποθέτει την ύπαρξη πολύ ευρύτερου ζωτικού χώρου, γεγονός που υποδηλώνει παράλληλα ότι τη χώρα των Καλλιέων πρέπει να την αποτελούσε μία ακόμα πιο ευρύτερη περιοχή, η οποία συμπεριελάμβανε -πλην της λεκάνης στη σύνοδο των τριών ποταμών- ολόκληρη την κοιλάδα του Κόκκινου καθώς και το τελευταίο τμήμα του Μέγα-Ποτάμι ανάμεσα στο Στενό στα νότια και τον τετράγωνο, πιθανώς Κλασσικής/Ελληνιστικής περιόδου, πύργο στη θέση Υπαπαντή στα βόρεια. Παραμένει μόνο αναπάντητο το ερώτημα αν οι διασπαρμένες σ' αυτήν την διευρυμμένη επικράτεια κώμες των Καλλιέων διατηρούσαν η κάθε μία και ιδιαίτερο εθνικό, διότι ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει ρητά υποδιαιρέσεις των Καλλιέων.
Η χώρα της πρωταρχικής κώμης των Καλλιέων η οποία εξελίχτηκε σε αστικό κέντρο, την Καλλίπολιν, εκτεινόταν και στις δύο πλευρές εκείνου του τμήματος της κοιλάδας το οποίο συναπαρτίζουν αφενός το τελευταίο τμήμα του Μέγα-Ποτάμι, που περιλαμβάνεται μεταξύ του σημερινού χωριού Τριβίδι στα βόρεια και του Στενού στα νότια, και αφ' ετέρου το εφεξής του Στενού τμήμα του Μόρνου μέχρι το δυτικώς του Βελουχόβου χωριό Κόκκινον (Λούτσοβον).
Μάλιστα, μία σειρά περιφερειακών οχυρώσεων και πύργων/ παρατηρητηρίων και επί των δύο πλευρών των ως άνω τμημάτων του ποταμού οριοθετούν την χώρα/επικράτεια της Καλλιπόλεως: Μια σειρά από τρεις οχυρώσεις και έναν πύργο βρίσκονται στη λοφώδη
περιοχή πάνω από την αριστερή όχθη του Μέγα-Ποτάμι, στο τελευταίο τμήμα του που περιλαμβάνεται ανάμεσα στη θέση Υπαπαντή στα βόρεια και το Στενό στα νότια. Οριοθετούσαν και προστάτευαν από την πλευρά αυτή, απέναντι από την οχύρωση της Καλλιπόλεως, τις προσβάσεις προς εκείνη μέσω της κοίτης του ποταμού, καθώς και από τις πλαγιές της Γκιώνας.
Συνέχεια.......
Απόσπασμα από:
Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ [ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ]
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ (ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ)
Ασυνήθιστη κίνηση εκείνο το πρωινό της εικοστής Οκτωβρίου, στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, στο σπιτικό του Μπάρμπα Κώστα ή Κώτσιου, όπως ήταν πιο γνωστός στον μικρό, εξωχώριο αγροτικό οικισμό στην κοιλάδα του Μόρνου, με διάσπαρτα σπίτια και όμορφα, γόνιμα παρόχθια αγροκτήματα.
Στα παλιότερα χρόνια οι άνθρωποι είχαν καλύτερη, συνήθως βιωματική αντίληψη για τη φύση και τους κινδύνους που αυτή περικλείει, και με περισσή φροντίδα επέλεγαν να χτίζουν τα χωριά τους σε μέρη με το κατάλληλο κλίμα.
Οι κάμποι και οι παραποτάμιες τοποθεσίες με τις έντονες υγρασίες και τους πάγους, τα έλη με τα κουνούπια και τις θανατηφόρες ελονοσίες δεν ήταν ιδανικοί τόποι για μόνιμη διαμονή.
Έχτιζαν τα σπίτια τους σε κατάλληλες ημιορεινές και ορεινές τοποθεσίες και πηγαινοέρχονταν στους κάμπους για τις καθημερινές εργασίες.
Έτσι κι εδώ, στην κοιλάδα του Μόρνου, σχεδόν όλα τα χωριά ήταν χτισμένα στα ψηλά, πέριξ της κοιλάδας, σε μέρη που ήταν καλά προφυλαγμένα και με πιο υγιεινό κλίμα.
Το καθημερινό πηγαινέλα, οπωσδήποτε βασανιστικό και χρονοβόρο, ανάγκαζε πολλούς να χτίζουν στους αγρούς πρόχειρα καταλύματα όπου, σε κάποιες περιόδους, κυρίως το καλοκαίρι, έμεναν σχεδόν μόνιμα.
Μια τέτοια περίπτωση ήταν και του μπάρμπα Κώτσιου ο οποίος, καμιά τριανταπενταριά χρόνια πριν, γυρίζοντας από την Αμερική, αγόρασε μια μεγάλη έκταση και άρχισε να την καλλιεργεί. Έχτισε στην αρχή ένα μικρό υπόστεγο που σιγά σιγά μετεξελίχθηκε σε ολοκληρωμένο αγροτόσπιτο – σε πλήρες μόνιμο νοικοκυριό.
Ο μπάρμπα Κώτσιος, με πατημένα τα εβδομήντα, είχε δουλέψει σκληρά στην Αμερική επί είκοσι σχεδόν χρόνια ανοίγοντας δρόμους και σήραγγες στα γρανιτώδη όρη και απλώνοντας σιδηροτροχιές στη Μινεσότα. Στην μακρόχρονη παραμονή του στα ξένα μόνο δύο φορές έκανε το ταξίδι της επιστροφής: οριστικά λίγο πριν το κραχ του είκοσι εννιά και, αρκετά χρόνια παλιότερα, για να πολεμήσει στους βαλκανικούς πολέμους.
Ήταν πράος και καλοκάγαθος άνθρωπος με χαλύβδινη θέληση και υπομονή και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους συγχωριανούς του για την ακεραιότητα του χαρακτήρα και τη σοφία του.
Η μακρόχρονη παραμονή του στην Αμερική, πέρα από τη μεγάλη ευχέρεια στα εγγλέζικα, του πρόσφερε επίσης πλούσια εμπειρία και πρωτόγνωρες γνώσεις από τον Νέο Κόσμο, που σαφώς έλλειπαν από την μικρή και απομονωμένη κοινωνία της ορεινής Δωρίδας.
Ο μπάρμπα Κώτσιος ήταν πολύ καλός αφηγητής και με υπερηφάνεια διηγείτο πάμπολλες φορές τη συμμετοχή του στη πολιορκία των Ιωαννίνων, τη πτώση του Μπιζανίου και την είσοδό του στα Γιάννενα με το στρατιωτικό σώμα που συνόδευε τον διάδοχο Κωνσταντίνο.
Είχε αποκτήσει έξι παιδιά, τέσσερα από τον πρώτο του γάμο και δυο από τον δεύτερο. Είχε χάσει τις δυο κόρες και την πρώτη του γυναίκα από αρρώστιες που σήμερα θα θεραπεύονταν πανεύκολα.
Αυτό το πρωινό φαίνεται να είναι πολύ σημαντικό για τον μπάρμπα Κώστα.
Η νύφη του η Ευθυμία, γυναίκα του μικρού του γιου, του Γιώργου, θα έφερνε στο κόσμο μια καινούργια ζωή. Ο Γιώργος ήταν το στερνοπούλι του κι ο μόνος που έμεινε μαζί του, μιας και οι υπόλοιποι τρεις γιοί είχαν διαλέξει από χρόνια τον δρόμο της ξενιτιάς.
Ο Δημήτρης και ο Θεμιστοκλής, από τον πρώτο του γάμο, είχαν μετακομίσει πριν από τον πόλεμο στην Αθήνα, όπου είχαν αποκατασταθεί επαγγελματικά και είχαν δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες.
Ο Σπύρος, από τον δεύτερο γάμο, είχε εδώ και πέντε χρόνια μετακομίσει κι αυτός στην Αθήνα όπου δούλευε μαθαίνοντας την τέχνη του μηχανικού αυτοκινήτων σε στρατιωτικό εργοστάσιο.
Τα εργατικά χέρια της οικογένειας του μπάρμπα Κώστα που μπορούσαν να βοηθήσουν στις αγροκτηνοτροφικές εργασίες λιγόστευαν και έπρεπε επειγόντως να ενισχυθούν.
Τη λύση έδωσε ο γάμος του νεαρού Γιώργου, σε ηλικία μόλις 19 χρόνων, με την Ευθυμία, δυο χρόνια μεγαλύτερή του και από τις αξιότερες κοπέλες του χωριού.
Πριν δέκα μήνες η Ευθυμία ήρθε νύφη σε αυτό το σπίτι και σήμερα ετοιμάζεται να φέρει στον κόσμο το πρώτο της παιδί. Μεγάλο γεγονός τα γεννητούρια για ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Έφτανε η στιγμή της ολοκλήρωσης του γάμου, η ευχή για «καλούς απογόνους» έπιανε τόπο. Έχουν έλθει να της συμπαρασταθούν και οι λίγες γυναίκες που ζουν στα πέντε -έξι σπίτια που είναι διάσπαρτα στα παρακείμενα αγροκτήματα σε ακτίνα τριών-τεσσάρων χιλιομέτρων.
Η Ευθυμία έχει αρχίσει να πονά ενώ δίπλα η μάνα της και η πεθερά της την ενθαρρύνουν και τη στηρίζουν ψυχολογικά, «σιώπα κορούλα μου, κουράγιο καλή μου, όλα θα τελειώσουν καλά», ακούγονται όλα γλύκα οι κουβέντες τους, βάλσαμο για την νεαρή ετοιμόγεννη.
«Καλή ξελευτεριά», ακούγεται και ξανακούγεται στο μικρό δωματιάκι.
Η Ευθυμία, καλοκαμωμένη γυναίκα, συνεσταλμένη με τόσους ανθρώπους γύρω της, συγκρατούσε όσο μπορούσε τους λυγμούς και τα φωνητά, αλλά κάποιες στιγμές δεν άντεχε και ξεφώνιζε.
Ο Γιώργος, ο άνδρας της, όπως και οι υπόλοιποι άνδρες, περίμενε με αγωνία έξω στο μπαλκόνι όταν ξαφνικά ακούγεται ο μπάρμπα Κώστας να φωνάζει με στεντόρεια φωνή: «Έρχεται!»
Όλοι στρέφουν το βλέμμα στον απέναντι λοφίσκο. Στο μονοπάτι που ερχόταν από το χωριό διακρίνεται καθαρά ένα μουλάρι και η μορφή της Γαλάτως, της πρακτικής μαμής, που είναι καβάλα στο ζώο και του φωνάζει επιτακτικά να πάει πιο γρήγορα.
Σε λίγα λεπτά η μαμή ξεπεζεύει και ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά. Διαβαίνοντας την πόρτα αφήνει να συρθεί η ζώνη της. Ήταν το γούρι. «Έτσι να σύρει το μωρό και να βγει εύκολα!».
Φτάνει κοντά στην Ευθυμία και, πριν της μιλήσει, βάζει στο στόμα της νερό, που της προσφέρει η κυρά Βασιλική, η μάνα της επίτοκης, και το φυσάει ανάμεσα στα στήθια της ετοιμόγεννης και λέει την ευχή: «Όπως τρέχει το νερό έτσι να κατέβει το παιδί».
Μετά χαϊδεύει την Ευθυμία, της εύχεται καλή λευτεριά και αρχίζει την εξέταση. Την κοίταξε από δω, την ψηλάφισε από κει και ακολούθησε η γνωμάτευση: «Όλα καλά!»
Η ώρα περνούσε βασανιστικά για όλους. Οι πόνοι δυνάμωναν και η Γαλάτω βοηθούσε με τα λόγια και τα χέρια της την Ευθυμία. Η μαμή ήταν μεν πρακτική, αλλά οι γνώσεις που είχε αποκτήσει από τις δεκάδες γέννες της έδιναν την αυτοπεποίθηση και τον αέρα να λειτουργεί αποτελεσματικά και να την εμπιστεύονται απόλυτα οι ετοιμόγεννες.
Οι πόνοι έφτασαν στην κορύφωσή τους και με την χρηστική βοήθεια της Γαλάτως η Ευθυμία λευτερώθηκε και γέννησε ένα υγιέστατο αγόρι.
Οι άλλες γυναίκες ανέλαβαν να φροντίσουν τη λεχώνα, η μαμή άρχισε να φροντίζει το μωρό ενώ ακούστηκαν και τα πρώτα κλάματα προς μεγάλη ανακούφιση όλων.
Τότε μπαίνει στο δωμάτιο, ευθυτενής και κοτσονάτος, ο μπάρμπα Κώστας και φωνάζει δυνατά στην γυναίκα του: «Μαρία, φέρε το ταψί και το κουτί με τη ζάχαρη».
Λάμποντας από χαρά και ευχαρίστηση, παίρνει προσεκτικά το μωρό και το βάζει στο σιδερένιο ταψί φωνάζοντας δυνατά: «Να γίνεις δυνατός σαν το σίδερο…» και ταυτόχρονα, με ένα μικρό κουταλάκι, του βάζει ζάχαρη στο στόμα και συνεχίζει την ευχή: «…και γλυκός σαν τη ζάχαρη».
απόσπασμα από το βιβλίο (υπό έκδοση) :"θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις"
πόνημα δημιουργικής γραφής.
Κ.Γ.Μπερτσιάς
26/1/2019
Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020
Απόσπασμα.....
Η χώρα της πρώτης δυτικά του Στενού αρχαίας κώμης επί της δεξιάς (βορειοδυτικής) όχθης του Μόρνου φαίνεται να κατελάμβανε την μικρή κοιλάδα που σχηματίζει το Λουτσοβόρρεμα, παραπόταμος που χύνεται στον Μόρνο ακριβώς δυτικά και παράλληλα προς τον Κόκκινον με τον οποίον έχει κοινή υδροκριτική. Σήμερα στην μικρή αυτή κοιλάδα απλώνεται το χωριό Κόκκινον (Λούτσοβο). Η κοιλάδα αυτονομείται μεν από την ανατολικά της κοιλάδα του Κόκκινου, λόγω του ότι η ίδια σχηματίζεται στη διχάλα που δημιουργούν οι προς νότον απολήξεις της Πρατοράχης, αλλά δεν αποκόπτεται τελείως από τον Κόκκινον, όπως δηλώνει έστω και παραμορφωμένο πλέον σήμερα το γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής. Γι' αυτόν τον λόγο, με μεγάλη πιθανότητα μπορούμε να πούμε ότι η αρχαία κώμη η αναπτυγμένη στην λεκάνη του Λουτσοβορρέματος ανήκε στην επικράτεια των Καλλιέων και ότι οι κάτοικοι σε περίπτωση κινδύνου κατέφευγαν σε οχυρωματικό περίβολο, στην έξοδο της κοιλάδας του Λουτσοβορρέματος, ο οποίος φαίνεται ότι θα μπορούσε να συσχετισθεί μάλλον με τα παρατηρηθέντα από τον Σωτηριάδη "παρ' αυτήν την κοίτην του Μόρνου, αμέσως μετά την εις αυτόν συμβολήν του Κόκκινου ικανά λείψανα αρχαίων τειχών, περιβαλλόντων μέγα τετράπλευρον, πιθανώς τέμενός τι, ως το έν Θέρμω του Απόλλωνος". θεωρούν ότι ο Σωτηριάδης αναφέρεται σε λόφο ακριβώς δυτικά της συμβολής Κόκκινου και Μόρνου, 2,5 χλμ. ΝΑ. του σημερινού χωριού Λούτσοβον/Κόκκινον, άρα κοντά στη συμβολή Λουτσοβορρέματος και Μόρνου και φυσικά στο άκρο της κοιλάδας του Λουτσοβορρέματος, επί του οποίου το 1198 μ.Χ. κτίστηκε η Αγία Μονή με την επαναχρησιμοποίηση υλικών αρχαίου κτηρίου. Για τα εκεί ερείπια, Ελληνιστικά και Βυζαντινά, κάνει λόγο και ο Woodhouse. Λόφος και μοναστήρι βρίσκονται τώρα στον βυθό της τεχνητής λίμνης του Μόρνου. Ακριβώς απέναντι από την Αγία Μονή, στην αριστερή, ανατολική, όχθη του Μόρνου, στα ΒΑ. του Στενού, είναι χτισμένο με αρχαίο υλικό, πιθανώς πάνω σε αρχαίο ιερό, το προαναφερθέν εκκλησάκι του Αγίου Βασιλείου, τώρα βυθισμένο στην τεχνητή λίμνη. Ευνόητο είναι ότι αυτή η οχυρή θέση θα αποτελούσε προφανώς το δυτικότερο περιφερειακό φρούριο της επικράτειας των Καλλιέων.
Απόσπασμα από:
IΩΑΝΝΗΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ
Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης
Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ [ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ]
ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ (ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ)
Φτάνουμε στο φράγμα του Μόρνου και το διασχίζουμε. Στην άλλη άκρη συναντάμε πάλι, μετά από ώρα, τον κεντρικό δρόμο που οδηγεί στην Ναύπακτο. Δεξιά μας ένδειξη που αναφέρει: Διακόπι 20 χιλ. Δάφνος, Πενταγιοί (1). Νάσου μεγάλη πινακίδα με χάρτη της περιοχής και σημειωμένα τα 13 χωριά της Βορειοδυτικής Δωρίδας. Διαβάζω μεγαλόφωνα τα ονόματα του χάρτη. Ναός Αθανασίου Διάκου (Κελλιά), Κυδωνιά, Αρτοτίνα, Καλλονή, Κριάτσι, Διχώρι, Κερασιά, Υψηλό χωριό, Δάφνος, Τσίστενο, Πενταγιοί, Διακόπι, Κόκκινο, Περιβόλι, Κροκύλειο, Αλεποχώρι, Ζόριανη, Κουπάκι. Τα μετρώ και τα ξαναμετρώ και τα βρίσκω 13! Πρόκειται για χωριά της επαρχίας Δωρίδας, που φτάνουν και συνορεύουν με την ορεινή Ναυπακτία (Κράβαρα).
Το χωριό Κόκκινο και η τεχνητή λίμνη του Μόρνου
Πιάνουμε τη δημοσιά που οδηγεί στην Ναύπακτο, παράλληλα με το «ποταμάκι», ό,τι έχει απομείνει από τον ποταμό Μόρνο, μετά την τεχνητή λίμνη, με κατεύθυνση ΝΔ. Συνεχίζουμε στη δημοσιά, περνάμε ένδειξη για κάποια χωριά (Περιβόλι, Περιθιώτισσα) και συνεχίζουμε για Ναύπακτο. Στον επόμενο όμως κόμβο, διαβάζουμε Κροκύλειο 10 χιλ. στα δεξιά μας (Ζοριάνο και Αλεποχώρι) καθώς και Αρτοτίνα. Εκεί θέλουμε να βγούμε. Η τοποθεσία που βρισκόμαστε λέγεται ΄Αγιος Παντελεήμων (βοήθειά μας). Συνεχίζουμε και συναντάμε πάλι την πινακίδα με τα 13 χωριά. Αφήνουμε την κίνηση προς τα νότιο-δυτικά και γυρίζουμε Ανατολικά. Απ’ εδώ ακολουθούμε δημοσιά που διέρχεται από την πρώην τοποθεσία Κάμπος (σήμερα Τεχνητή λίμνη Μόρνου) και ανηφορίζουμε στο χωριό Κόκκινο. Απ’ εδώ απολαμβάνουμε τη θέα προς τη λίμνη του Μόρνου και τα Βαρδούσια. Στη συνέχεια ανηφορίζουμε στην κορφούλα 1.073μ. και πάμε όλο ράχη – ράχη, τη Ράχη Κόκκαλη για να φτάσουμε στον οικισμό της Πενταγιούς (Πενταγιοί). Ωραίο, μεγάλο χωριό, το διασχίζουμε, δροσιζόμαστε στις λιθόγλυπτες βρύσες της κάτω πλατείας (5 κεφαλές - πέντε αδέρφια) και ρωτάμε πως ανεβαίνει κανείς στο βουνό τους, το Βλαχοβούνι (Ξεροβούνι), πούναι από πάνω μας.
Το χωριό Κροκύλειον με τις ομοιόμορφες στέγες του
«Το χωριό που συνδέεται με τον θρύλο τηςΜαρίας Πενταγώτισσας, ιδρύθηκε το 16ο αιώνα. Η ονομασία ίσως προήλθε από τους πέντε προστάτες αγίους του ή από τους πέντε δρόμους που ξεκινούν ακτινωτά από την Πενταγιού προς τα γύρω χωριά, ενώ κατά το μελετητή Ιωάννη Παπαγεωργίου, πήρε το όνομά του από τους πέντε αδερφούς (πέντε γιους) Καμπεραίους που πρωτοεγκαταστάθηκαν στο χωριό. Κατά τον ιστορικό Δημήτρη Σταμέλο, στο σύγγραμμά του «Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία», το όνομα των Πενταγιών προήλθε από την επιτόπιο θανάτωση κατά τους διωγμούςΔιοκλητιανούκαι Μαξιμιλιανού το 288 μ.Χ. πέντε νεαρών ατόμων, του Ευστρατίου, του Αυξεντίου, του Ευγενίου, του Μαρδαρίου και του Ορέστη λόγω των χριστιανικών τους πεποιθήσεων, οι οποίοι μετά την επικράτηση του χριστιανισμού ανακηρύχθηκαν Άγιοι. Προφανώς το χωριό λεγόταν αρχικώς «Πεντάγιοι» και αργότερα κατά παραφορά Πενταγιοί. Με την αυτή ονομασία λεγόταν για ένα διάστημα 30 ετών και τοΓαλαξίδικατά το τέλος του 17ου αιώνα. Όταν το 1826, μετά τηνέξοδο του Μεσολογγίου, μία ομάδα αγωνιστών κατέφυγε στους Πενταγιούς, ο Μουσταφάμπεης με δύο χιλιάδεςΤούρκουςχτύπησε το χωριό.Έλληνες αγωνιστέςμε επικεφαλής τους Ράγκο και Τσόγκα τους καταδίωξαν προς τον ποταμό Κόκκινο όπου και νικήθηκαν από τον οπλαρχηγό Σκαλτσοδήμοστον ρύακα του Κόκκινου ποταμού, στην τοποθεσία που αποκαλείται μέχρι σήμερα «Τουρκόρεμα». (Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια)
Στο χωριό της Πενταγιούς, στην κάτω πλατεία με τις πέντε βρύσες
Ξεροβούνι ή Βλαχοβούνι, ύψ. 1.670 μ.
«Ορεινός όγκος στη δυτική πλευρά του Ν. Φωκίδος, στα όρια με τον νομό Αιτωλοακαρνανίας. Στα ανατολικά ο Κόκκινος ποταμός το χωρίζει από το ορεινό συγκρότημα των Βαρδουσίων, ενώ στα ΝΑ και νότια καταλήγει με τρεις απολήξεις στην τεχνητή λίμνη του Μόρνου (430μ.) και τον ποταμό Μόρνο. Στα Δ.-ΒΔ. Χωρίζεται από το Κερασοβούνι με τον αυχένα / διάβαση (1.360μ.) και τα αντίθετα ροής ρέματα Μέγα (του Μόρνου) και ανώνυμου (του Εύηνου). Στα βόρεια χωρίζεται από την οροσειρά της Αετόπετρας με τον αυχένα / διάβαση (1.220μ.) στα ΒΔ του οικισμού Πενταγιοί. Τα πετρώματά του είναι φλύσχης και ασβεστόλιθοι. Η ψηλότερη κορυφή είναι η Ξεροβούνι ή Βλαχοβούνι, ύψους 1.670μ. άλλες ψηλές κορφές του είναι τα Πατήματα, 1.643μ. Ανάβαση στην κορυφή μπορεί να γίνει από τους οικισμούς Πενταγιοί ή Πενταγιού, ύψ. 950μ και Αλποχώριον ή Αλεποχώρι, ύψ. 1.000μ. σε 0230ω. περίπου». (Νέζη Νίκου2010:178)
Το χωριό της Πενταγιούς, από το Ξηροβούνι
Ανάβαση στο Βλαχοβούνι (Ξηροβούνι), ύψ. 1.672μ.
Απ’ την άκρη του χωριού ανηφορίζει αρχικά το μονοπάτι, που μετά διχαλώνει. Το ένα (αριστερό) με κατεύθυνση αρχικά νότια και μετά δυτική, ανηφορίζει μέχρι την κορφή, ύψ. 1.672μ. και το άλλο (δεξιό) ανηφορίζει δυτικά, έως την βρύση Βεληγκέκα, ύψ. 1.400μ. και γυρίζει νότια. Διέρχεται από ποιμενικές εστίες και συνδέεται με τον δρόμο, που συνδέει το χωριό Αλεποχώρι με του Πενταγιούς, χωριό από το οποίο μπορεί να ανέβει κανείς στην κορυφή του βουνού.
Το καταφύγιο στην κορφή του Βλαχοβουνίου (Ξηροβουνίου), ύψ. 1.672μ.
Ακόμη, από τη ράχη του Κόκαλη, ύψ. 1.182μ. επί της δημοσιάς, χωμάτινος δρόμος κάνει αριστερά και στο ξωκκλήσι της Θεοτόκου, που συνεχίζει ο δρόμος και βγάζει στην κορυφή Πατήματα, ύψ. 1.682μ., που ανήκει στον ορεινό όγκο του Ξεροβουνίου), όπου και πετρόκτιστο όμορφο καταφύγιο. Ωραία θέα των πέριξ βουνών: Κραβάρων, (Κοκκινιάς) βόρεια και Βαρδούσια απέναντι. παρατηρούμε τους πέριξ οικισμούς από ψηλά, που προσφέρουν διαφορετική εικόνα σε σχέση μ’ αυτή που αποκομίζει κανείς όταν διασχίζει πεζός ή με όχημα τον οικισμό.
Ένα πίσω-γύρισμα: Από το χάνι Κοκκίνου, εάν δεν ανέβουμε στον οικ. Κοκκίνου και συνεχίσουμε τοποθεσία πρώην Κάμπος, τώρα τεχνητή λίμνη Μόρνου, φτάνουμε στην τοποθεσία του Αγίου Παντελεήμονα, απ’ όπου διαβάζουμε: Κροκύλειο 10 χιλ., Ζοριάνο 16 χιλ. και Αλεποχώρι 18 χιλ. στα δεξιά μας. Είναι η πίσω μεριά του Ξηροβουνιού (Βλαχοβούνι). Απ’ το Αλεποχώρι, ένας δρόμος συνεχίζει βόρεια, όπου τα γεωγραφικά όρια με την ορεινή Ναυπακτία, και οδηγεί στην Αρτοτίνα.
Στο χωριό Δάφνος (Βοστινίτσα)
Καθώς ήμαστε στις κορφές του Ξηροβουνίου (Βλαχοβούνι), γυροφέρνουμε απ’ εδώ και απ’ εκεί και παρατηρούμε τον τόπο απ’ τα ψηλά στα χαμηλά. Εντυπωσιαζόμαστε με τις καινούργιες, ομοιόμορφες στέγες στο χωριό Κροκύλειο και τα καλοσυντηρημένα σπίτια. Μπράβο που όλο το εύρωστο χωριό κατάφερε και συμμάζεψε τα σπίτια. Δεν το βλέπεις αυτό εύκολα σε ορεινά χωριά. Ξετρυπώσαμε το παλιό πετρόστρωτο μονοπάτι που διέσχιζε τον οικισμό απ’ την μια του άκρη στην άλλη, οδηγώντας στα κτήματα (πετρόστητα πεζούλια), το ακολουθήσαμε νοερά. Το Κριάτσιο το ψάξαμε να το εντοπίσουμε, αν και ήταν κοντά μας καθώς ήταν «πνιγμένο» στη βλάστηση. Ο Δάφνος μας «τράβηξε» η τοποθεσία του και η περιφέρεια της κοινότητας. Κάνουμε διάφορες παρατηρήσεις κοιτάζοντας τον τόπο από ψηλά. Αυτή η θεώρηση του χώρου από ψηλά, δίνει μια άλλη αντίληψη και διάσταση απ’ αυτή όταν βρίσκεσαι χαμηλά...
Τα Βαρδούσια, πλησιάζοντας την Αρτοτίνα...
Κατεβαίνουμε στους Πενταγιούς και συνεχίζουμε βόρεια τη πορεία μας, για Αρτοτίνα, επισκεπτόμενοι τον έναν μετά τον άλλον τους οικισμούς, που συναντάμε στο δρόμο μας. Όπου βλέπουμε ένδειξη για χωριό, δεξιά ή αριστερά του χωμάτινου δρόμου, λοξεύουμε και τον επισκεπτόμαστε όπως για παράδειγμα το Τρίστενο. Στο υψηλό πέρασμα – γύρισμα του Αγίου Νικολάου, με την κορυφή Τσούκα, ύψ. 1.609μ. αντί να γείρουμε απ’ την πίσω μεριά και να βρεθούμε στην Αρτοτίνα πούταν ο αρχικός προορισμός μας κάνουμε δεξιά και επισκεπτόμαστε τους οικισμούς Υψηλό Χωριό, Διχώρι, Δάφνος. Τα χωριά το ένα είναι ομορφότερο του άλλου. Μ’ αυτά και μ’ αυτά νυχτώσαμε, οπότε κατασκηνώνουμε στον Δάφνο. Εκεί που φτιάχναμε το βραδινό μενού μας, μέχρι να ετοιμαστεί αυτό, συζητώντας και κοιτάζοντας τον χάρτη, αντί για Αρτοτίνα καταλήξαμε να προγραμματίζουμε ανάβαση το επόμενο πρωϊ στην κορφή Κορυφή, (βουνό της Κωστάριτσας), ύψ. 2.256μ. Θυμηθήκαμε και κάτι κουβέντες, που κάναμε κάποτε με τον Σπύρο και Χάρη Αντύπα, σε μια μας ανάβαση στα Βαρδούσια που μας έλεγαν, «Παλαιότερα, ανεβαίναμε στον Κόρακα απ’ το χωριό Δάφνος. (Εδώ βρισκόμαστε τώρα) Ήταν πιο προσιτή η προσέγγιση μέσω Λιδορικίου. Απ’ τον Δάφνο, ανεβαίναμε το μονοπάτι: Προφήτη Ηλία, Βαθιά Λούζα, Τέντα, Τεντούλα, Μετερίζια, Αετός, Κόρακας..». Κι΄ αύριο μέρα είναι.
Τάκης Ντάσιος, Μάϊος 1994 & Ιούνιος 1998
Παραπομπές
(1) Αρτοτίνα, υψ. 1.180 μ. στις πλαγιές των Βαρδουσίων, δήμου Βαρδουσίων νομού Φωκίδας. Στα 1928 είχε 1.124 κατοίκους, 1940 > 1.349, 1951 > 637μ 1961 > 580, 1971 > 394, 1981 > 326, 1991 > 285, 2001 > 499. ΠΡΟΣΩΠΑ: Γεννήθηκαν Καπετάν Κόρακας, μακεδονομάχος, τέλη 18ου αι. Λουκόπουλος Δημήτριος λαογράφος, 1882, Σκαλτσοδήμος, αγωνιστής του ΄21, 1872.
Κριάτσιο, υψ.1.250 μ. στις πλαγιές της κορφής Τσούκας, επαρχίας Δωρίδας δήμου Βαρδουσίων νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 192 κατοίκους, 1940 > 186, 1951 > 119, 1961 > 80, 1971 > 32, 1981 > 42, 1991 > 70, 2001 > 82.
Ψηλό Χωριό > Υψηλό Χωριό (έως 1928 Νούτσομβρος, έως 1940 Ψηλό Χωριό), ύψ. 1.190 μ. στις πλαγιές των Βαρδουσίων, δήμου Βαρδουσίων νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 383 κατοίκους, 1940 > 325, 1951 > 109, 1961 > 54, 1971 > 16, 1981 > 73, 1991 > 145, 2001 >181
Διχώρι (έως 1928 Κωστάριτσα), υψ. 1.120μ. στις πλαγιές της κορφής Κοκκινιάς, δήμου Βαρδουσίων νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 426 κατοίκους, 1940 > 401, 1951 > 113, 1961 > 67, 1971 > 14, 1981 > 109, 1991 > 103, 2001 > 189
Τρίστενο, (έως 1928 Δρεστενά), υψ. 850 μ., στις πλαγιές των Βαρδουσίων, δήμου Βαρδουσίων της Δωρίδος. Στα 1928 είχε 415 κατοίκους, 1940 > 318, 1951 > 162, 1961 > 90, 1971 > 82 1981 > 72, 1991 > 86, 2001 > 89.
Πενταγιοί, υψ. 930 μ. στις πλαγιές των Βαρδουσίων επαρχίας Δωρίδας δήμου Βαρδουσίων νομού Φωκίδας. Στα 1928 είχε 926 κατοίκους, 1940 > 664, 1951 >337, 1961 > 251, 1971 > 169, 1981 > 182, 1991 > 134, 2001 > 267 Από εδώ κατάγεται η ηρωϊδα δημοτικών τραγουδιών Μαρία Πενταγιώτισσα.
Κροκύλι > Κροκύλειον,(έως 1928 Παλαιοκάτουνο και Κροκύλεια), ύψ. 840 μ. στις πλαγιές του όγκου Αγίου Νικολάου, δήμου Βαρδουσίων νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 916 κατοίκους, 194 > 800, 1951 > 535, 1961 > 444, 1971 > 260, 1981 > 225, 1991 > 383, 2001 > 256.
Κροκύλειον: Αρχαία αιτωλική πολίχνη στο ΝΔ άκρο της σημερινής Φωκίδος στην Δωρίδα, άγνωστο που ακριβώς. Μία άποψη την τοποθετεί ανάμεσα στους σημερινούς οικισμούς Τείχιο και Παλαιοξάρι.
Η Παπαθανασίου Μαρία στο βιβλίο της Μεγαλώνοντας στον ορεινό χώρο γράφει το: «Επέλεξε ένα ορεινό χωριό της Ρούμελης, το Κροκύλειο (Παλαιοκάτουνο ή Παλιοκάτουνο ώς το 1915, πρωτεύουσα, άλλοτε και τώρα της επαρχίας Δωρίδας του νομού Φωκίδας. Άλλοτε κεφαλοχώρι, χειμερινή πρωτεύουσα του δήμου Κροκυλείου. Από το 1870 ως το 1912, [στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος σχηματίστηκε με το Βασιλικό διάταγμα του Απριλίου 1835 ο «Δήμος Κροκυλείου» ως δήμος της επαρχίας Δωρίδας. Τη διοικητική αυτή μονάδα με πρωτεύουσα τους Πενταγιούς συγκροτούσαν οι οικισμοί: Πενταγιοί, Δρεστενά, Παλαιοκάτουνο, Αβορίτι, Βλαχοβούνι, Κερασιά, Κουπάκι, Ζωριάνο, Αλποχώρι. Από τα στοιχεία που παραθέτει ο Ε.Γ. Σκιαδάς συνάγεται ότι ο δήμος περιλάμβανε μεγαλύτερους οικισμούς, που μετά το 1912 συγκρότησαν κοινότητες ή αποτέλεσαν τον πυρήνα κοινοτήτων και συνοικισμούς μερικών δεκάδων κατοίκων, όπως το Αβορίτι (24 κάτοικοι), η Κερασιά (24 κάτοικοι), το Βλαχοβούνι (55 κάτοικοι), που βρίσκονταν στην περιφέρεια μεγαλύτερων οικισμών. Μέχρι το 1870, περίπου, τμήματα του αρχικού δήμου Κροκυλείου προσαρτήθηκαν κατά καιρούς σε άλλους δήμους. Ο μακροβιότερος «δήμος Κροκυλείου», που προέκυψε με το βασιλικό διάταγμα του Δεκεμβρίου 1869 και διατηρήθηκε ως το 1912, βρισκόταν μεταξύ δύο οροσειρών – των Βαρδουσίων στο βορρά και του Τρικόρφου στο νότο – αριθμούσε πάνω από 3.000 κατοίκους και περιλάμβανε τις μετέπειτα κοινότητες Αγλαβίστας, Αλποχωρίου, Δρεστενών, Ζωριάνου, Κουπακίου, Παλαιοκάτουνου και Πενταγιών, με χειμερινή πρωτεύουσα το Παλαιοκάτουνο και θερινή τους Πενταγιούς. Αυτόνομη κοινότητα στη συνέχεια με χίλιους περίπου κατοίκους, διθέσιο δημοτικό σχολείο και σχολαρχείο, αστυνομικό σταθμό, ταχυδρομείο, τηλεγραφείο, τηλεφωνείο, ειρηνοδικείο και κοινοτική έκταση 23 τετ. χιλ. Σήμερα το Κροκύλειο γνωρίζει τη μοίρα των περισσοτέρων ορεινών χωριών στην Ελλάδα: μερικές δεκάδες μόνιμοι κάτοικοι, ελάχιστοι νέοι, ουσιαστικά ανύπαρκτος παιδικός πληθυσμός, αρκετοί παραθεριστές που κατάγονται από το χωριό το καλοκαίρι» (Παπαθανασίου Μαρία2003:13-4)
Δάφνος (έως 1928 Βοστινίτσα), υψ. 1.000μ.στις πλαγιές της κορφής Όρνιο Βαρδουσίων δήμου Λιδορικίου, νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 454 κατοίκους, 1940 > 410, 1951 > 133, 1961 > 96, 1971 > 39, 1981 > 141, 1991 > 114, 2001 > 80. Ιστορικό διατηρητέο μνημείο η εκκλησία του Αγίου Νικολάου, μεταβυζαντινή τρίκλιτη βασιλική με τρούλλο.
Κόκκινο (έως 1928 Λούτσοβος, έως 1940 Κόκκινος), υψ. 680 μ. στις πλαγιές του όγκου Κόκαλη Ράχη, δήμου Βαρδουσίων, νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 284 κατοίκους, 1940 > 300, 1951 > 297, 1961 > 269, 1971 > 185, 1981 > 111, 1991 > 216, 2001 > 91
Αλεποχώρι (έως 1940 Αλποχώρι, έως 1991 Αλεποχώρι), υψ. 990μ. στις πλαγιές του Ξηροβουνίου, δήμου Βαρδουσίων νομού Φωκίδος. Στα 1928 είχε 327 κατοίκους, 1940 > 319, 1951 > 196, 1961 > 110, 1971 > 93, 1981 > 126, 1991 > 133, 2001 > 105
Ζοριάνος (έως 1940 Ζοριάνον),υψ. 820, στις πλαγιές του Βλαχοβουνίου (Ξηροβούνι) δήμου Βαρδουσίων, επαρχίας Δωρίδος νομού Φωκιδος. Στα 1928 είχε 528 κατοίκους, 1940 > 510, 1951 > 300, 1961 > 179, 1971 > 127, 1981 > 169, 1991 > 201, 2001 > 195
Ενδεικτική Βιβλιογραφία
Χουλιαράκη Μιχαήλ1973: Γεωγραφική, Διοικητική και Πληθυσμιακή Εξέλιξις της Ελλάδος, 1821 – 1871, τ. Α΄, μέρος Ι, Αθήναι, εκδ. Εθνικόν Κέντρον Κοινωνικών Ερευνών
Σταμέλου Δημητρίου1986:Η Δωρίδα στην Τουρκοκρατία, εκδ. Γλάρος
Υφαντή Π.1988:Το Κροκύλιο. Μια συνοπτική ιστορία του αρχαίου και του σημερινού Κροκυλίου (πρόχειρη μελέτη για την γνωριμία του χωριού) Αθήνα
Παπαθανασίου Μαρία2003: Μεγαλώνοντας στον ορεινό χώρο. Παιδιά και παιδική ηλικία στο Κροκύλειο Δωρίδας τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώρα, σειρά: Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας Γενικής Γραμματείας Νέας Γενιάς, 38, εκδ. Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών Ε.Ι.Ε., Αθήνα
Σταματελάτου Μιχαήλ, Βάμβα Σταματελάτου Φωτεινή2012: Γεωγραφικό λεξικό της Ελλάδας, τόμοι Α΄,Β΄, Γ΄, για αυτή την έκδοση Δημοσιογραφικός Οργανισμός Λαμπράκη, ειδική έκδοση για την εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ
Στρατηγού Μακρυγιάννη2014: «Απομνημονεύματα», μτφρ. Γιάννη Βλαχογιάννη, τόμοι Α΄ και Β΄, εκδ. Καθημερινές Εκδόσεις Α.Ε. Η ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ
Οι παρακάτω φωτογραφίες είναι της Γεωργίας Καραδήμα του Χρήστου . Η πρώτη είναι στα Χάνια του Καραπιστόλη και η δεύτερη στον δρόμο πάνω από τα παλιάμπελα.
Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2020
Ο αείμνηστος Δημήτρης Μπερτσιάς του Κωνσταντίνου με τον γιο του Κώστα το 1955
Γιός του γιατρού Αναστασίου Γκελεστάθη και της Ιωάννας Γκελεστάθη το γένος Παπαγεωργίου ο Νίκος Γκελεστάθης γεννήθηκε στη Δεσφίνα Φωκίδος μεσούσης της θητείας του πατέρα του στην Προεδρεία του χωριού μας. Το όμορφο χωριό μας έχει σήμερα μια πολύ μεγάλη πλατεία στο κέντρο του γύρω από την οποία έχει αναπτυχθεί ολόκληρη η κοινωνική και οικονομική ζωή του. Η πλατεία αυτή δημιουργήθηκε ταυτόχρονα με τη γέννηση του Νίκου Γκελεστάθη εν μέσω των θυελλωδών αντιδράσεων που προκάλεσε η απόφαση του πατέρα του για την απαλλοτρίωση μερικών δεκάδων σπιτιών προκειμένου να καταστεί εφικτή η δημιουργία της πλατείας για την ύπαρξη της οποίας είναι σήμερα ευγνώμονες όλοι οι συγχωριανοί μας. Ήταν το πρώτο πολιτικό μάθημα που πήρε ήδη στην κούνια του. Ότι πολιτική σημαίνει να τολμάς να γίνεσαι πρόσκαιρα δυσάρεστος για να γίνεσαι μακροπρόθεσμα ωφέλιμος. Με τη λήξη της θητείας του πατέρα του η οικογένεια η οποία αποτελείτο ακόμη από τα αδέρφια του Ελένη, Αθανάσιο, Αικατερίνη, Γεώργιο και Μαρία μετακόμισε στην Αθήνα όπου και παρέμεινε μέχρι το 1940. Εκεί παρακολούθησε τις τέσσερις πρώτες τάξεις του δημοτικού. Με την κήρυξη του πολέμου η οικογένεια μετακόμισε και πάλι στο χωριό μας για να αντιμετωπίσει προσφορότερα την πείνα και τις κακουχίες. Είναι τα χρόνια κατά τα οποία μαζί με τον αδερφό του Γεώργιο προκειμένου να συνεχίσουν το σχολείο ξεκινούσαν κάθε Δευτέρα πρωί από τη Δεσφίνα περπατούσαν τρεις ώρες μέχρι την Άμφισσα και φιλοξενούνταν σε συγγενικό σπίτι μέχρι το μεσημέρι του Σαββάτου όταν και έπαιρναν το δρόμο της επιστροφής στη Δεσφίνα που όμως ήταν ανηφορικός και η ανάβασή του χρειαζόταν τρεισήμισι ώρες. Είναι λογικό ότι αυτή η γενιά με αυτά τα βιώματα στην πορεία δεν πτοήθηκε από καμία αντιξοότητα, αντιπαρερχόταν κάθε εμπόδιο και ατένιζε πάντοτε αισιόδοξα τη ζωή. Με το τέλος του πολέμου ήρθε μια ακόμη αλλαγή. Η οικογένεια μετακόμισε εκ νέου στην Αθήνα και εκεί ο Νίκος Γκελεστάθης παρακολούθησε τις τέσσερις τελευταίες τάξεις του γυμνασίου. Στη συνέχεια φοίτησε στη Νομική Σχολή Αθηνών και αμέσως μετά υπηρέτησε στον Ελληνικό Στρατό.
Η περίοδος που ακολούθησε ήταν πολύ παραγωγική καθώς μετά από ένα πέρασμα από το δικηγορικό γραφείο του Εμμανουήλ Μενεγάκη όπου πήρε το βάπτισμα του πυρός, εργάστηκε ως νομικός σύμβουλος μεγάλων εταιρειών της εποχής όπως της Αλβέρτης Δημόπουλος και της Μονυάλ. Εξελίχθηκε σε πολύτιμο συνεργάτη τους και παράλληλα δημιουργήθηκε ο ίδιος – επαγγελματικά, κοινωνικά, οικονομικά. Εργασιομανής, ικανός και αποτελεσματικός από τότε θυμούνται οι συνεργάτες του της περιόδου εκείνης. Κύριος, ευγενής και γενναιόδωρος διηγούνται οι φίλοι του της νυχτερινής διασκέδασης η οποία πάντοτε διεπόταν από την ευπρέπεια και την αρχοντιά της εποχής. Το μικρόβιο ωστόσο της πολιτικής τον είχε ήδη προσβάλει και παρασκηνιακά βρισκόταν συνεχώς στο πλευρό του αδερφού του Αθανασίου, Βουλευτή Φωκίδος.
Ο ίδιος εξελέγη για πρώτη φορά Βουλευτής Φωκίδος το 1981 διαδεχόμενος τον αδερφό του Αθανάσιο και έκτοτε δεν έχασε σε καμία εκλογική αναμέτρηση. Οι συμπολίτες του τον τίμησαν με την ψήφο τους το 1985, τον Ιούνιο του 1989, τον Νοέμβριο του 1989, το 1990, το 1993, το 1996 και το 2000 οπότε και αποφάσισε να μην ξαναθέσει υποψηφιότητα καίτοι η επανεκλογή του σε ενδεχόμενη νέα κάθοδό του το 2004 ήταν εξασφαλισμένη. Αν ισχύει αυτό που λέγεται, ότι δηλαδή ο μεγάλος πολιτικός οφείλει να ξέρει πότε πρέπει να αποσυρθεί τότε η οικειοθελής αποχώρηση του Νίκου Γκελεστάθη από την ενεργό πολιτική υπήρξε άλλο ένα δείγμα του πολιτικού του μεγέθους. Για την ιστορία θέλω να σημειώσω ότι κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ 1981 - 2004 στη δεύτερη έδρα του Νομού – τότε ο Νομός Φωκίδος ήταν διεδρικός – εναλλάχθηκαν εκπροσωπώντας το ΠΑΣΟΚ τέσσερα πρόσωπα προκειμένου να καταδείξω ότι η εδραίωση ενός Βουλευτή σε ένα μικρό Νομό στον οποίο όλοι τον γνωρίζουν με το μικρό του όνομα και όλους τους γνωρίζει με το μικρό τους όνομα μόνο απλή υπόθεση δεν είναι. Ο Νίκος Γκελεστάθης όμως όχι απλώς εδραιώθηκε αλλά κυριάρχησε πολιτικά στο Νομό εκπροσωπώντας την παράταξή μας. Και πώς να μην κυριαρχήσει; Ακάματα συνεπής, δεν έλειψε είκοσι τρία χρόνια ούτε από μία εθνική ή θρησκευτική εορτή της περιοχής, ούτε από μία κομματική εκδήλωση του Νομού, ούτε από μία οικογενειακή στιγμή χαράς ή λύπης φίλου του. Η δε ετήσια αυγουστιάτικη περιοδεία του κατά τη διάρκεια της οποίας επισκεπτόταν κάθε χωριό προκειμένου να εκφωνήσει λόγο στην πλατεία και στη συνέχεια να συνομιλήσει κατ’ ιδίαν με όποιον το επιθυμούσε έχει μείνει στην ιστορία κυρίως γιατί κανείς μας δεν είχε το κουράγιο να την ακολουθήσει από την αρχή μέχρι το τέλος. Υπήρξε πάντοτε παρών σε κάθε μικρότερο ή μεγαλύτερο προσωπικό πρόβλημα κάθε συμπατριώτη του που προσέφευγε σε εκείνον για βοήθεια και ευεργέτησε όποιον μπορούσε χωρίς ποτέ να αξιώνει την εκλογική εξαργύρωση της ευεργεσίας αυτής. Κυρίως όμως υπήρξε παρών στο δια ταύτα του Νομού. Όταν η Νέα Δημοκρατία ανέλαβε την Κυβέρνηση, φρόντισε κατειλημμένος από πραγματική αγωνία και ευρισκόμενος σε στενή συνεργασία με την Τοπική Αυτοδιοίκηση πρώτου και δευτέρου βαθμού να εξαντλήσει κάθε δυνατότητα απορρόφησης εθνικών και κοινοτικών πόρων για τη χρηματοδότηση έργων υποδομής στο Νομό. Και πράγματι επί ημερών του η Φωκίδα ασφαλτοστρώθηκε από τη μία ως την άλλη άκρη, δημιουργήθηκαν υποδομές ύδρευσης και αποχέτευσης καθώς και βιολογικοί καθαρισμοί, κατασκευάστηκαν σχολικές μονάδες, γυμναστήρια και κολυμβητήρια, χτίστηκαν εργατικές κατοικίες, επεκτάθηκε το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο, ιδρύθηκαν αστυνομικές και πυροσβεστικές υπηρεσίες. Σαν παιδάκι τον θυμάμαι να κόβει διαρκώς κορδέλες.
Η πολιτική δράση του Νίκου Γκελεστάθη ωστόσο δεν περιορίστηκε στα όρια της εκλογικής του περιφέρειας. Η παρουσία του στα γραφεία της Νέας Δημοκρατίας ήταν καθημερινή. Όργωσε όλη την επικράτεια διαδίδοντας τις ιδέες της παράταξής μας. Κυρίως όμως έδωσε κοινοβουλευτικές μάχες καθώς θεωρούσε ότι η Βουλή είναι ο φυσικός και ο βασικός χώρος δράσης κάθε Βουλευτή. Η βαθιά γνώση της πολιτικής ιστορίας της πατρίδας μας και η άριστη ιδεολογική του συγκρότηση τον όπλιζαν με όρεξη να αγωνιστεί για τις αξίες του και να παλέψει για τα ιδανικά του. Υπηρέτησε τη Νέα Δημοκρατία υπό την ηγεσία του Ευάγγελου Αβέρωφ δίπλα στον οποίο ανδρώθηκε πολιτικά τα σκληρά και έντονα χρόνια των μπλε και πράσινων καφενείων, υπό την ηγεσία του Κωνσταντίνου Μητσοτάκη με τον οποίο συνδέθηκε άρρηκτα τόσο πολιτικά όσο και φιλικά και αργότερα υπό την ηγεσία του Μιλτιάδη Έβερτ και του Κωνσταντίνου Καραμανλή.
Χωρίς αμφιβολία απόγειο της πολιτικής του σταδιοδρομίας υπήρξε η υπουργοποίησή του αρχικά στην Κυβέρνηση Τζαννή Τζαννετάκη στην οποία διετέλεσε Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών και στη συνέχεια στην Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη στην οποία διετέλεσε ένα διάστημα Υπουργός Μεταφορών και Επικοινωνιών και ένα διάστημα Υπουργός Δημοσίας Τάξεως.
Η Κυβέρνηση Κωνσταντίνου Μητσοτάκη χαρακτηρίστηκε Κυβέρνηση μπροστά από την εποχή της. Και πιστεύω ότι αυτό ακριβώς το χαρακτηριστικό της υπηρέτησε και ο Νίκος Γκελεστάθης τιμώντας την εμπιστοσύνη με την οποία τον περιέβαλε ο τότε Πρωθυπουργός.
Ο όγκος του έργου του στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών αποδεικνύεται από τον αριθμό των νομοσχεδίων που ψηφίστηκαν κατά τη διάρκεια της θητείας του. Όντας πολιτικός προϊστάμενος σχεδόν όλων των ΔΕΚΟ του Ελληνικού Δημοσίου εργάστηκε με στόχο το πέρασμα των υποδομών της χώρας στη νέα εποχή με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ότι επί των ημερών του δόθηκαν οι πρώτες άδειες κινητής τηλεφωνίας ενώ ταυτόχρονα εργάστηκε με γνώμονα τη χρηστή διαχείριση του κρατικού χρήματος με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα ότι επί των ημερών του έσπασε τη μέχρι τότε παράδοση και δεν προχώρησε ούτε σε μια πρόσληψη στην Ολυμπιακή Αεροπορία. Εμβληματικότερη ίσως όμως στιγμή της παραμονής του στο Υπουργείο Μεταφορών και Επικοινωνιών υπήρξε η υλοποίηση της πρώτης ιδιωτικοποίησης στην μεταπολιτευτική μας ιστορία αυτής των αστικών λεωφορείων η οποία δαιμονοποιήθηκε και πολεμήθηκε λυσσαλέα από την τότε Αξιωματική Αντιπολίτευση και ανετράπη από αυτήν όταν στη συνέχεια ανέλαβε και πάλι την Κυβέρνηση. Ο σπόρος όμως είχε μπει. Η κοινωνία είχε καταλάβει ότι υπήρχε κι άλλος δρόμος. Πριν μεταπηδήσει στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως φρόντισε να ονοματοδοτήσει όλα τα αεροδρόμια της χώρας προκειμένου να ονομαστεί και το αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης αεροδρόμιο Μακεδονία και έτσι να κατοχυρωθεί η χρήση του ονόματος από τη χώρα μας ώστε οι βόρειοι γείτονές της να μην έχουν τη δυνατότητα να το χρησιμοποιήσουν σε δικό τους αεροδρόμιο. Άλλο ένα δείγμα διορατικότητας και πατριωτισμού.
Στο Υπουργείο Δημοσίας Τάξεως άφησε επίσης έντονο το στίγμα του. Ορισμένοι τον χαρακτήρισαν αυστηρό. Αν υπήρξε αυστηρός όμως ήταν γιατί πίστευε βαθιά στην αποστολή της Ελληνικής Αστυνομίας και σεβόταν απεριόριστα τον Έλληνα Αστυνομικό. Ήθελε λοιπόν να βλέπει την Αστυνομία να ανταποκρίνεται πάντοτε στο ρόλο της και να καμαρώνει τον Αστυνομικό να αίρεται πάντοτε στο ύψος των περιστάσεων. Άλλωστε τα πεπραγμένα του είναι από μόνα τους δηλωτικά των προθέσεών του τόσο απέναντι στο Σώμα όσο και απέναντι στον εργαζόμενο, για δε τον τελευταίο αναφέρω ενδεικτικά ότι κατά τη διάρκεια της θητείας του διορίστηκαν οι χήρες των φονευθέντων Αστυνομικών ως μόνιμοι υπάλληλοι του Υπουργείου και θεσμοθετήθηκε η κατάταξη στην Αστυνομία τέκνων εν ενεργεία, συνταξιούχων ή θανόντων Αστυνομικών σε ποσοστό 12% επί του συνόλου των εκάστοτε κατατασσόμενων.
Από την υπουργική θητεία του Νίκου Γκελεστάθη και στα δύο Υπουργεία αξίζει τέλος να μνημονευθεί το γεγονός ότι είχε καθιερώσει μία ημέρα της εβδομάδος κατά την οποία δεχόταν τους πολίτες χωρίς ραντεβού στο γραφείο του. Σεμνός και προσηνής ακόμη και όταν κατέλαβε τα ανώτατα αξιώματα, τα υπηρέτησε για τις ανάγκες της κοινωνίας, με απόλυτη επίγνωση της παροδικότητάς τους.
Το τέλος της ενεργού ενασχόλησης του με τα δημόσια πράγματα δε σήμανε και το τέλος της πραγματικής ενασχόλησής του με αυτά. Μέχρι προσφάτως συμμετείχε στα κοινά της Φωκίδας αλλά και στα δρώμενα της Νέας Δημοκρατίας σαν να μη είχε φύγει ποτέ από την ενέργεια. Και μέχρι το τέλος ανταποκρινόταν σε όποιον του απευθυνόταν. Η μόνιμη επωδός του ήταν «ο κόσμος με τίμησε 8 φορές με την ψήφο του, τώρα που δεν την έχω πλέον ανάγκη να του γυρίσω την πλάτη;». Στην πραγματικότητα όμως νομίζω ότι δεν ήταν το αίσθημα φιλότιμου που τον κινητοποιούσε αλλά το γεγονός ότι δέθηκε βιωματικά με τον κόσμο και ο κόσμος δέθηκε βιωματικά μαζί του.
Συμπερασματικά στην πολιτική του διαδρομή υπήρξε τίμιος, προσηλωμένος στο καθήκον, μαχητικός, πιστός στις αρχές του, υπέρμαχος των ιδεών του όχι όμως δογματικός – απόδειξη οι φιλίες του με πολιτικούς και μη προερχόμενους από άλλους ιδεολογικούς χώρους, αυστηρός πρώτα με τον εαυτό του και μετά με τους συνεργάτες του με τους οποίους όμως ήταν ταυτόχρονα και πατρικά δοτικός, ακέραιος, άνθρωπος του αποτελέσματος και όχι της θεωρίας, άξιος.
Σε προσωπικό επίπεδο στάθηκε τυχερός να γνωρίσει τη μητέρα μου, δικηγόρο Άννα Τσαγκόγιωργα αλλά και η μητέρα μου στάθηκε τυχερή να γνωρίσει εκείνον. Παντρεύτηκαν και έζησαν μαζί μέχρι να τους χωρίσει ο θάνατος τρέφοντας αισθήματα αμοιβαίου σεβασμού και εκτίμησης. Υπήρξαν υποδειγματικό ζευγάρι. Υποστήριξαν ο ένας τις φιλοδοξίες και τις επιθυμίες του άλλου και συνδέθηκαν άρρηκτα στο πέρασμα του χρόνου.
Ο Νίκος Γκελεστάθης είχε τέλος και μία ακόμη ιδιότητα αυτή του πατέρα. Το να γεννηθώ κόρη του υπήρξε η μεγαλύτερη ευλογία της ζωής μου. Με δίδαξε όχι με τα λόγια του αλλά με το παράδειγμά του. Του οφείλω ότι είμαι σήμερα. Θα είναι για πάντα το απόλυτο πρότυπό μου.
Όλη του τη ζωή υπήρξε επιβλητικά δυνατός. Τώρα λοιπόν μοιάζει απίστευτο ότι πρέπει να ευχηθώ: Πατέρα μου να είναι ελαφρύ το χώμα που θα σε σκεπάσει.
Ο Αθανάσιος Τσαλτάκης γεννήθηκε το 1847 η το 1850 στο χωριό Ζωριανός του δήμου Κροκυλείου του νομού Φωκίδος. Κατατάχτηκε στον Ελληνικό στρατό σαν εθελοντής και την 1-8-1872 έγινε δεκανέας. Κάποιοι Το 1877 πήρε τον βαθμό του λοχία , το 1881 του Ανθυπασπιστού το 1882 του ανθυπολοχαγού, το 1890 του υπολοχαγού και το 1895 Λοχαγός Β’ τάξεως. ερευνητές γράφουν ότι φοίτησε στην σχολή Ευελπίδων. Πόλεμος του 1897 το βρήκε να υπηρετεί την πατρίδα του στην παραμεθόρια τότε πόλη της Λαμίας. Μετά τις πρώτες μάχες ανάμεσα στα Ελληνικά και τουρκικά στρατεύματα στον πόλεμο του 1897 ο ελληνικός στρατός άρχισε να υποχωρεί ατάκτως προς την Λαμία. Ο Τούρκικος στρατός ξεκίνησε να προελαύνει ανενόχλητος από τον Δομοκό προς τα στενά του Δερβέν Φούρκα με σκοπό να καταλάβει την Λαμία.
Χαρακτηριστικό της άνετης προέλασης του Τούρκικου στρατού μετά τις μάχες στο Δραχμάναγα και στο Δερβέν Φούρκα είναι η απάντηση που πήρε ο Τούρκος στρατηγός Χακί Πασάς από το γενικό Στρατηγείο στην αναφορά που είχε στείλει την προηγούμενη ημέρα. «Ο Δομοκός και η Δερβέν Φούρκα ευρίσκονται ήδη εις χείρας ειμών, η ανακωχή δεν θα βραδύνει πολύ κατά τα φαινόμενα, ως εκ τούτου ανάγκη να προελάσητε μέχρι Λαμίας προ συνομολογήσεως ταύτης».
Την ίδια ημέρα η εμπροσθοφυλακή του Ετέμ Πασά, αποτελούμενη από άτακτους Τουρκαλβανούς, πλιατσικολόγους ,έφτασε στα αντερείσματα της Παλιοκούλιας, της Καμηλόβρυσης, και της Ταράτσας έξω από την Λαμία.
Οι Έλληνες προσπάθησαν να οργανώσουν μια πρόχειρη αντικατάσταση στις Θερμοπύλες και στα Δυο Βουνά. Για αυτόν τον σκοπό ο Υποστράτηγος Κωνσταντίνος Σμολένσκη κλήθηκε από τον Αλμυρό με διαταγή να κρατήσει το πέρασμα των Θερμοπυλών. Ο πόλεμος ώμος σταμάτησε στην Όθρυ αφού ο Σουλτάνος Αβδούλ Χαμίτ διέταξε ανακωχή στις 7 Μαΐου μετά από προτροπή του Τσάρου της Ρωσίας Νικολάου Β’, συγγενή από μητέρα του Βασιλιά Γεωργίου Β’ της Ελλάδος.
Ας δούμε τι αναφέρει στα απομνημονεύματα του ο Υποστράτηγος Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν ο οποίος έλαβε μέρος στην μάχη του Δομοκού. «Όλος ο στρατός από τον Δομοκό υποχωρούσε μέσω της μόνης διάβασης που υπήρχε του Δερβέν Φούρκα. Εκεί το γενικό επιτελείο θα έπρεπε να είχε δώσει εντολή για άμυνα στην στενωπό του Δερβέν Φούρκα. Ο Διάδοχος με το επιτελείο του όταν έφτασε στην Λαμία έπρεπε να δώσει εντολή να συγκεντρωθεί όλος ο στρατός στην βόρεια πλευρά της στενωπού και να οργανωθεί η άμυνα εναντίων του Τουρκικού στρατού. Ο ελληνικός στρατός μόλις μπήκε στην στενωπό ηταν κουρασμένος και νηστικός, μη έχοντας καμία εντολή από το Γενικό επιτελείο, άλλοι το έριξαν στον ύπνο και άλλοι έψαχναν για φαγητό. Ο Διοικών μέραρχος Μακρής δεν σκέφτηκε καν να καταλάβει την βόρεια έξοδο της στενωπού όπου υπήρχαν μικροί λόφοι κλείνοντας της με μικρό τμήμα στρατού για να βλέπει από μακριά τον εχθρό αν αυτός έρχονταν από τον Δομοκό για να φυλάξει τον ελληνικό στρατό από τον αιφνιδιασμό. Επίσης ο αρχηγός του πυροβολικού Ζορμπάς είχε λάβει ήδη από την αναχώρηση από τον Δομοκό να καταλάβει με το πυροβολικό τις βόρειες αντηρίδες της Όθρυος για να επιβραδύνει την πορεία του καταδιώκοντος εχθρού. Ο Ζορμπάς δεν εξετύλισσε αυτή την διαταγή που είχε σαν αποτέλεσμα ο εχθρός να φτάσει στην βόρεια είσοδο και να καταλάβει ανενόχλητος τους γύρω λόφους χωρείς να τους αντιληφτεί ο ελληνικός στρατός .
Όταν ο εχθρός έφτασε στην βόρεια έξοδο της στενωπού κατέλαβε όλους τους λόφους χωρίς ο ελληνικός στρατός που βρίσκονταν μέσα στην στενωπό να το αντιλήφθη. Όταν άρχισαν να πέφτουν οι πρώτες οβίδες είναι αδύνατον να περιγράφει το τι έγινε στο ελληνικό σώμα. Όλοι άρχισαν να τρέχουν προς την νότια έξοδο της στενωπού για να σωθούν . Το πεδινό πυροβολικό πήρε την εντολή να αντεπιτεθεί, αλλά και εκεί είχε μείνει μόνο μια πυροβολαρχία για να πολεμήσει τον εχθρό». Συνεχίζοντας ο Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν γράφει ότι η τελευταία μάχη δόθηκε στην Ταράτσα βόρεια της Λαμίας. Εδώ ο Αλέξανδρος Μαζαράκης Αινιάν αναφέρετε στην μάχη που έδωσε ο Λοχαγός Αθανάσιος Τσαλτάκης με τους στρατιώτες του.
Στις 7 Μάιου του 1897 και εν μέσω πανηγυρικής προέλασης του τούρκικου στρατού και του πανικού, χάους και απελπισίας που επικρατούσε στις τάξεις του ελληνικού στρατού, σε μια πράξη ηρωισμού και αυτοθυσίας ο Λοχαγός Τσαλτάκης με ένα μικρό τμήμα ρουμελιωτών ευζώνων οχυρώθηκε στα υψώματα της Καμηλόβρυσης και της Ταράτσας, βόρεια της Λαμίας, στις πλαγιές της Όθρυς. Προσπάθησε να καθυστερήσει την τούρκικη προέλαση, αν και γνώριζε ότι αυτή η απόφαση του ήταν πολύ ριψοκίνδυνη. Στόχος και ελπίδα του Αθανασίου Τσαλτάκη ήταν η ανασύνταξη των ελληνικών δυνάμεων και η σωτηρία της Λαμίας . Πράγματι με την αυταπάρνηση και τον δικό του ηρωισμό και των στρατιωτών του επιβραδύνθηκε η τούρκικη προέλαση και όπως αναφέραμε παραπάνω δόθηκε χρόνος στην διπλωματία ώστε να συμφωνηθεί ανακωχή με πρωτοβουλία του τσάρου Νικολάου.
Ο Αθανάσιος Τσαλτάκης όμως και οι στρατιώτες του στην προσπάθεια τους να σταματήσουν την Τούρκικη προέλαση έχασαν την ζωή τους αλλά κατάφεραν και έσωσαν την Λαμία από την τουρκική εισβολή.
Σκληρές μάχες θα πρέπει να έγιναν και στο Λαγοβούνι στην νότια έξοδο του Δερβέν Φούρκα. Ο φίλος μου Γιάννης Τσίτσιος, κάτοικος της περιοχής μου έλεγε ότι σαν παιδί γύρω και πάνω από το Λαγοβούνι έβρισκαν χιλιάδες κάλυκες από σφαίρες. Πιθανών σε αυτό το σημείο θα πρέπει να έγινε η συμφωνία για την κατάπαυση του πυρός ανάμεσα στον Νομάρχη Φθιωτιδοφωκίδος Κωνσταντίνο Έσλιν και τον Σεϊφουλάχ Πασά.
Ο Νομάρχης Φθιωτιδοφωκίδος Κωνσταντίνος Έσλιν μαζί με τον Λοχαγό Γεώργιος Χατζηανέστη, πάνω σε μια άμαξα με λευκή σημαία πέρασε μέσα από τις Οθωμανικές γραμμές και ανάμεσα σε πυκνούς πυροβολισμούς και καπνούς πήγε στο Οθωμανικό στρατηγείο της εμπροσθοφυλακής του Σεϊφουλάχ Πασά. Εκεί του επέδωσε ανεπίσημο τηλεγράφημα για την ανακωχή των εχθροπραξιών. Η πράξη του Κωνσταντίνου Έσλιν κατεύνασε τα πνεύματα και έδωσε χρόνο ώσπου να φτάσει η επίσημη ενημέρωση για την ανακωχή του πολέμου.
Κάποια χρόνια αργότερα η πατρίδα αναγνωρίζοντας την σημασία της αυτοθυσίας του Αθανασίου Τσαλτάκη και των αντρών του έστησε μνημείο πεσόντων στην θέση Καμηλόβρυση. Επίσης δόθηκε το όνομα του σε ένα στρατόπεδο στην ανατολική πλευρά της Λαμίας . Στην μνήμη αυτού και των συναγωνιστών του κάθε χρόνο στις αρχές του Μαΐου τελούνται εκδηλώσεις και επιμνημόσυνη δέηση στο κενοτάφιο της Αγίας Παρασκευής.
Το εγκαταλειμμένο μνημείο που κτίστηκε προς τιμήν το Αθανασίου Τσαλτάκη υπάρχει ακόμη σήμερα στην δρόμο Λαμίας- Δομοκού. Στο μνημείο υπάρχουν δυο πλάκες με τα ονόματα των πεσόντων στην μάχη. Στην πρώτη πλάκα αναφέρονται τα ονόματα τεσσάρων αγωνιστών.
1897 Τσαλτάκης Αθανάσιος Λοχαγός, Αναγνωστίδης Λοχίας, Καβαλάρης Κωνσταντίνος στρατιώτης, Κόκκινος Ιωάννης Στρατιώτης. Μια δεύτερη μικρότερη μαρμάρινη πλάκα αναγράφει τον συγκεντρωτικό πίνακα των πεσόντων στην μάχη της Ταράτσας.
Ονόματα φονευθέντων Εις Καμηλόβρυση Ταράτσης 1897 Λοχαγός Τσαλτάκης Αθανάσιος, Λοχίας Αναγνωστίδης Μ. , Κόκκινος Δ Δεκανέας, Γεωργιάδης Δ. , Δουζένης Κ. Στρατιώτης, Σιούτας Σεμ. , Δραγουμάνος Δ. , Δελησεκλιόπουλος Σ, Δρογάτσης Σ., Ηρακλής Γ. , Λεβεντούδης Αν. , Καβαλάρης Κ., Μπιμπίκος Λ. , Μπιρμίλης Μ. , Μητσογιάννης Χρήστος , Σοφίας ? , Πραστάρας ? , Σβόλος Π., Δαπάνδης?. Φαίνεται πως υπογράφει ο Ν. Σιούτας ανάπηρος πολέμου Λαμία. Απ ότι καταλαβαίνουμε στην μαρμάρινη πλάκα που κατασκευάστηκε πρώτη, άγνωστο για ποιον λόγο ηταν αναρτημένα μόνο τέσσερα ονόματα από τους πεσόντες της Καμηλόβρυσης. Πιθανών ο Ν. Σιούτας ανάπηρος πολέμου από την Λαμία, ίσως στην μνήμη του Σεμ. Σιούτα που έπεσε αγωνιζόμενος μαζί με τους υπόλοιπους μαχητές στην Καμηλόβρυση δημιούργησε και δεύτερη πλάκα αναγράφοντας όλους τους πεσόντες.
Το Σάββατο 5 /9/2020 το χωριό μας έχασε τον τελευταίο του στυλοβάτη. Ο μπάρμπα Γιάννης , που όλοι μας τον ξέραμε ως Κανόνια, δεν είναι πλέον μαζί μας. Ο Γιάννης ο Καραμπέτσος είχε μπει εδώ και δυο χρόνια στην ένατη δεκαετία της ζωής του. Έφυγε ήσυχα για το ταξίδι χωρίς επιστροφή από το σπίτι του στο χωριό, όπου ζούσε μόνιμα με την γυναίκα του την Γεωργία και τον γιο του τον Κώστα.
Ήταν μια εμβληματική παρουσία για το χωριό μας , ιδιαίτερα αγαπητός και φίλος με όλους τους χωριανούς γιαυτό και η θλίψη είναι μεγάλη .
Είχε διατελέσει για πολλά χρόνια πρόεδρος της κοινότητας και η προσφορά του στα κοινά ήταν μεγάλη .
Για πολλά χρόνια κρατούσε ζωντανό το χωριό με το μαγαζί του στην πλατεία του άγιου Δημητρίου . Όλοι μας έχουμε ωραίες αναμνήσεις από τα πανηγύρια του Δεκαπενταύγουστου και τα υπέροχα γλέντια στο μαγαζι του και πάμπολλες ευχάριστες σκηνές με τον μπάρμπα Γιάννη πρωταγωνιστή .
Αγαπούσε υπερβολικά το κυνήγι και ήταν δεινός κυνηγός .
Ήταν ο τελευταίος της μεγάλης λουτσοβιώτικης κυνηγετικοπαρέας .
Φαντάζομαι ότι ήδη εκεί ψηλά θα έχουν κάνει την πρώτη σύναξη καλωσορίσματος όλη η παλιοπαρέα, από τον τον Θανάση τον Λούτσοβο (Ζεμπιρίνη),τον Τόλια (ΑπόστολοςΚοράκης)μέχρι τους νεότερους, τον Γιάννη τον Καραμπέτσο, τον Καλμαντή, τον Καραδήμα τον Παναγιώτη, τον Καράγιαννη, τον Μπερτσιά, τον Κρανιά και όλους τους άλλους που είχαν φύγει νωρίτερακαι θα αναπολούν τις εξορμήσεις τους στην Τριμόνα και στο Διάσελο για φάσες, στο Ξινόγαλο, στην Σκεύα και στην Κερασιά για λαγούς και στο Μόρνο για παπιά.
Θερμά συλλυπητήρια στην οικογένεια του και να είμαστε καλά και να τον μνημονεύουμε