Τρίτη 12 Ιανουαρίου 2021

Κων Σάθας

 


Κων Σάθας: Ο αφοσιωμένος στην Πατρίδα ιστορικός

Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου

 

          Ο Κωνσταντίνος Σάθας (1842-1914), Γαλαξειδιώτης στην καταγωγή, είναι

 ο « αφοσιωμένος πολυγραφώτατος, ερευνητικώτατος και εμβριθέστατος

 φυσιοδίφης» της Ελλάδος, όπως επιγραμματικά τον χαρακτηρίζει ο εξαίρετος

 ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος ( Θρησκευτική και Ηθική Εγκυκλοπαιδεία,

 Τόμος 10ος, στηλ. 1117-1119). Επί μία πεντηκονταετία ο Σάθας αναλώθηκε 

στην αποκάλυψη μιας εξόχου εποχής της Ελληνικής Ιστορίας, εντός της 

οποίας κυοφορήθηκε η μεγάλη Επανάσταση του 1821 και κερδήθηκε η ελευθερία 

του Έθνους.  Γράφει στην ίδια σελίδα ο Γριτσόπουλος: «Το όνομα του Κ. Σάθα

 εις την ιστορικήν έρευναν καταλαμβάνει θέσιν σπουδαίαν δια το πολύ και 

πρωτότυπον υλικόν, που περισυνέλεξε και εξέδωκε με πολλάς στερήσεις και

 υγείαν των οφθαλμών του όχι σταθεράν...Επομένως πρόκειται δια

χαλκέντερον ερευνητήν».

          Ο διατελέσας πρόεδρος της Δημοκρατίας Κων. Τσάτσος, ανηψιός του Κ. Σάθα

 εκ μητρός, σημειώνει: «Ησχολήθη εκ των πρώτων με την σκοτεινήν αυτήν περίοδον 

της ιστορίας του Έθνους (Σημ. γρ. Την Τουρκοκρατία)  και έφερε πρώτος εις

 φως ανεκτιμήτου αξίας κείμενα και σημαντικά γεγονότα...Απέθανε εις

 Παρισίους πτωχός και εγκαταλελειμένος, με την πικρίαν ότι δεν εβοηθήθη 

εις το εκδοτικόν του έργον».(Πρόλογος Κων. Τσάτσου εις βιβλίο Κων. Σάθα

 «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς», Τόμος πρώτος, Εκδ. Οργ. Λιβάνη, Αθήνα, 1995, σελ. 11-12).

 Το πλείστο μέρος του βίου του ο Σάθας το πέρασε στις βιβλιοθήκες 

της Βενετίας, των Παρισίων, των Αθηνών και των Πατριαρχείων της Ανατολής.

          Στο βιβλίο του «Τουρκοκρατούμενη Ελλάς» (1η Εκδ. τέκνων Αν. Κορομηλά, 

Αθήνησι, 1869) με εμπεριστατωμένο και τεκμηριωμένο  τρόπο περιγράφει το 

πώς οι Έλληνες από της ημέρας της Αλώσεως της Βασιλεύουσας αγωνίσθηκαν

 να διατηρήσουν την ταυτότητά τους και να αποτινάξουν τον ζυγό της τυραννίας. 

Γράφει στον πρόλογο (τον ονομάζει «Είδηση») του εν λόγω έργου ότι οι Έλληνες

 που διεσπάρησαν στην Δυτική Ευρώπη αποδείχθηκαν «στοιχεία ζωτικά, έκαστον

 των οποίων έφερεν εντός αυτού ολόκληρον το έθνος» και «το τέως

 μυκτηριζόμενον όνομα του Βυζαντινού Γραικύλου εθαυμάσθη υπό της Ευρώπης, 

την οποίαν εξεπαίδευσε και της οποίας τους στρατούς ωδήγησεν εις τα πεδία των νικών». Γράφει και για τον Έλληνισμό, που έμεινε στην υπό τυραννία πατρίδα, 

«αμέσως ανακύψας και επί των ορέων κατασκηνώσας κατά τον μέγαν εκείνον 

και πολυχρόνιον κλύδωνα ηνδρούτο διωκόμενος και εναλλάξ νικών και 

νικώμενος παρθένος διετηρήθη, ως οι διασώσαντες αυτόν παρθενικοί βράχοι» 

(Σελ. α΄ και β΄).

          Για όλη αυτή τη δράση του Έθνους τονίζει ο Σάθας, στην ίδια «Είδηση»:

 «Υπέρ πίστεως και πατρίδος ηγωνίσθη το έθνος. Δια του σταυρού και της

 ρομφαίας απέκτησε την ελευθερίαν. Οι μάρτυρες της ορθοδόξου πίστεως 

και οι αρειμάνιοι του εθνισμού πρόμαχοι εισίν οι δίδυμοι της ελληνικής 

ελευθερίας αστέρες» (Σελ. β΄).

Γράφει και κάτι πολύ επίκαιρο σήμερα ο Σάθας: «Η Δύση με την Άλωση

 είδε να εκπληρώνεται ο σκοπός, τον οποίο «από εξακοσίων ετών 

λυσσωδώς επεδίωκεν» (Σελ. 1). Αλλά η χαρά της εκείνη ήταν στιγμιαία, 

διότι οι Φράγκοι αμέσως έκπληκτοι είδαν ότι οι Τούρκοι εξ ίσου 

θεωρούσαν εχθρούς και τους λατρεύοντας τον Χριστόν και τους ασπαζομένους 

τα σανδάλια του θεωρουμένου διαδόχου του αλιέως (Απ. Πέτρου). Και

 σήμερα στη Δύση κάποιοι δεν θέλουν να καταλάβουν ότι οι προκλήσεις

 των Τούρκων σε βάρος της Ελλάδος και της Κύπρου αφορούν άμεσα και τους ίδιους.

          Η επίμοχθη εργασία του Σάθα στη Βενετία, από το 1872 έως το 1894, 

στη Μαρκιανή βιβλιοθήκη και σε αυτή της ενορίας του Αγ. Γεωργίου των Ελλήνων, απέδωσε την έκδοση της επτάτομης «Μεσαιωνικής Βιβλιοθήκης». Αυτή 

περιέχει συλλογή βυζαντινών και μεταβυζαντινών κειμένων, μετά εισαγωγών 

και υπομνημάτων. Σημαντικό για την κατανόηση της εποποιίας των Ελλήνων για 

να φθάσουν στην Επανάσταση του 1821 είναι το άνω των χιλίων σελίδων 

σύγγραμμά του «Βιογραφίαι των εν τοις γράμμασι διαλαμψάντων Ελλήνων

 (1453 – 1821)» (Εν Αθήναις, Τυπ. Τέκνων Ανδρ. Κορομηλά, 1868).  Στο εν λόγω 

πόνημά καταγράφει 1315 διδασκάλους του Γένους, από τους οποίους οι 365 τον

 18ο αιώνα. Σχεδόν όλοι τους είναι κληρικοί, ή λαϊκοί πιστά μέλη της 

Ορθοδόξου Εκκλησίας (Βλ. σχ. Γ.Ν. Παπαθανασόπουλου «Ο Διαφωτισμός και ο 

Ελληνισμός», Εκδ. «Τήνος», Αθήναι, 2019, σελ. 28-29).    

          Ο Σάθας ζει στην εποχή, που πολλοί μορφωμένοι Έλληνες επηρεάζονται 

από το μίσος του Κοραή προς τον άνω της χιλιετίας διατηρηθέντα Βυζαντινό πολιτισμό. Ο ίδιος δεν έμεινε ανεπηρέαστος. Στην εργασία του «Έλληνες στρατιώται εν τη 

Δύσει και αναγέννησις της Ελληνικής τακτικής» γράφει ότι υπήρχε αντίθεσις

 μεταξύ Βυζαντίου και Ελλήνων, λες και οι Έλληνες δεν ήσαν το Βυζάντιο. 

Στη συνέχεια απεναντίας αναφέρει: «Η αληθής αναγέννησις του ελληνικού 

έθνους άρχεται από της ιδρύσεως (Σημ. γρ. Αμέσως μετά την Άλωση) των πρώτων

 εν Ελλάδι σχολείων, εν οις παραδόξως βλέπομεν αυτούς τους 

καλογήρους διδασκάλους, εμπνέοντας εις τους ακροατάς των ίσην προς την πατρίδα

 και την πίστιν αγάπην. Εν ονόματι του Λεωνίδα και του Χριστού πίπτουσιν

 εν Θερμοπύλαις δύο καλόγηροι, ο Διάκος και ο Σαλώνων Ησαΐας....» 

 (Περ/κό «ΕΣΤΙΑ», τόμος ΙΘ΄ -2/6/1885 και Τόμος Κ΄ -8/9/1885, Ανατύπωση Βιβλ.

 Διονυσίου Νότη Καραβία, Αθήνα, 1986, σελ. 40).

          Ως έντιμη προσωπικότητα ο Σάθας διχάζεται ανάμεσα στα όσα

 γράφει αβασάνιστα  ο Κοραής και σε όσα ο ίδιος ανακαλύπτει στην 

μακροχρόνια ιστορική έρευνά του. Ένα παράδειγμα: Στη μελέτη για τους 

στρατιώτες στη Δύση γράφει πως στα μέσα του 15ου αιώνα στην Βενετία 

υπήρχαν αρκετές χιλιάδες Έλληνες, που ζούσαν «περιφρονούμενοι ως σχισματικοί

 και αναγκαζόμενοι να φοιτώσι εις τους καθολικούς ναούς. Ούτε τα πτώματα

 των νεκρών εσέβετο ο φανατικός παπικός κλήρος, όστις ελάμβανε μεν χρήματα, 

όπως τοις χορηγήση ταφήν, αλλά μετ’ ολίγον τους εξέθαπτε και τους έρριπτε εις

 την θάλασσαν». Τότε οι υπηρετούντες στον ενετικό στρατό άνδρες υπέβαλαν 

στο συμβούλιο των Δέκα αναφορά, με την οποία ζήτησαν να επιτραπεί στο

 ελληνικό γένος να κατασκευασθεί ναός στο όνομα του προστάτη τους Αγίου

 Γεωργίου. Το αίτημα έγινε δεκτό και έκτοτε οι Έλληνες στη Βενετία έχουν το Ναό τους. Η αναφορά των Ελλήνων στρατιωτών άρχιζε έτσι: « Έκαστος πιστός 

χριστιανός χρεωστεί να προτιμά παντός άλλου την αγίαν θρησκείαν, θεραπεύων 

ταύτην πάση δυνάμει και επιμελεία, ως αρχήν και θεμέλιον πάσης πράξεως και

 οδηγόν προς το ποθητόν τέλος της μακαριότητος» (Αυτ. σελ. 247-249). 

          Όπως συμβαίνει με πολλούς λογίους, που προσέφεραν πολλά στην Πατρίδα, 

έτσι και ο Κων. Σάθας και το σπουδαίο έργο του έχουν αποθάνει στη μνήμη των 

περισσοτέρων Ελλήνων. Ακόμη και των Γαλαξειδιωτών, των απογόνων της ιδιαίτερης Πατρίδος του. Για το Γαλαξείδι εξέδωσε, με δική του επιμέλεια, το 1865 ένα από τα σημαντικότερα μεταβυζαντινά κείμενα, με τον τίτλο «Το χρονικό του Γαλαξειδίου», γραμμένο το 1703 από τον ιερομόναχο Ευθύμιο (Πενταγιώτη) στη μονή του Σωτήρος Χριστού, στο Γαλαξείδι.

Δευτέρα 11 Ιανουαρίου 2021

 Ένα μεγάλο μπράβο και πολλές ευχαριστίες στους συντελεστές αυτού του ωραίου έργου!!

Κ Μ



Καλοκαίρι στον Κόκκινο και όπως συνηθίζεται εδώ και πολλά χρόνια ο απογευματινός περίπατος των χωριανων. Έτσι συνήθιζε και η θεία Μαρία με τον μπάρμπα Χαράλαμπο. Ξεκίνησαν από το χωριό αλλά όταν έφτασαν στα μπλοηθια δεν μπορούσε να ακολουθήσει ο μπάρμπα Χαράλαμπος τους υπόλοιπους για τις καστανιες. Βρήκε μια πέτρα στην άκρη του γκρεμού και καθησε να ξαποστάσει. Η θεία Μαρία όμως ήταν δίπλα και τον κρατούσε να μην κάνει κάποια κίνηση και πέσει στον γκρεμό. Βλέποντας αυτήν την τρυφερή σκηνή ο αγαπημένος μου ταξιδιώτης και την αγάπη της θείας Μαρίας να τον προστατεύσει εμπνεύστηκε και έγινε αυτό το έργο. Σήμερα η θεία Μαρία πήγε και είδε το έργο που τελείωσε και δάκρυα κύλησαν στα μάγουλα της. Η φωτογραφίες δείχνουν το αριστούργημα... Πλατεία πέτρινη με πεζουλι, βρύση, αμερικάνικο μπάρμπεκιου, παγκάκια, στάση, προσκυνηταρι και φυσικά πλατεία χωρίς πλάτανο δεν γίνεται. Όλα αυτά σε μια τοποθεσία με θέα την λίμνη του Μορνου!!! Ένα μεγάλο ευχαριστώ στον δημιουργό που άλλαξε η είσοδος του χωριού μας. Επίσης ένα μεγάλο ευχαριστώ στον Κώστα Κοράκη, Γιάννη Μπάκα, Βασίλη Καραμπετσο και Θανάση Κουρσουμη για την προσωπική δουλειά που προσέφεραν. Το καλοκαίρι πιστεύω να βρεθούμε να ψήσουμε στο μπάρμπεκιου και να γλεντησουμε όπως παλιά. — Βάσω Καλιαντέρη






Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2020

Χάνια Καραπιστόλη ( στο βυθό της λίμνης Μόρνου)

ΤΟ  ΧΑΝΙ  ΚΑΡΑΠΙΣΤΟΛΗ

   Ένα χιλιόμετρο , περίπου , βορειοδυτικά , απ’ το χάνι Κολοκύθα , και λίγο πριν τη διασταύρωση του κεντρικού δρόμου , με τον επαρχιακό , χωματόδρομο , που πήγαινε προς Διακόπι και Δάφνο , υπήρχε το χάνι του Καραπιστόλη , τελευταίος χανιτζής ήταν ο μπάρμπα Μήτσος Καραπιστόλης ή Ντακουίνος . 

   Άγνωστο από πότε άρχισε να λειτουργεί το χάνι αυτό , πάντως ήτα μέσα στα πλατάνια , διώροφο κι’ αυτό , διέθετε και χώρο για ύπνο , αλλά και ολόγυρα είχε άπλα , για τα κοπάδια , που κατέβαιναν , για να επιβιβασθούν στα φορτηγά . 

   Στην περίοδο του 1821 , το χάνι αναφέρεται και σαν το χάνι του Σκορδά , παρότι υπάρχουν αναφορές και άλλων χανιών , σε άλλες περιοχές της Ελλάδας , με την ονομασία αυτή . Ο Λιδορικιώτης συγγραφέας , Γιώργος Καψάλης , στο βιβλίο του “ Η Φωκίδα στο 1851 “ , αναφέρει : 

“ Ο Κιουταχής όμως μετά τη νίκη του στο Μεσολόγγι , θέλησε να ξεμπερδεύει μια και καλή με τη Δωρίδα , και αποφασίζει να χτυπήσει τα ορεινά , από Πενταγιού και πάνω . Επικεφαλής δυο χιλιάδων Τούρκων , φεύγει απόομποτινά και φτάνει στην Πενταγιού . Επικεφαλής των Ελλήνων ήταν οι  Ράγκος και Τζόγας . Έγινε μάχη φοβερή , στις 30 Ιουλίου 1826 , όπου οι Τούρκοι αποδιώχτηκαν προς το ποτάμι Κόκκινος και σταμάτησαν στου Σκορδά το χάνι , το γνωστό στις μέρες μας χάνι Καραπιστόλη . Εκεί όμως τους χτύπησε ο Σκαλτσάς και γέμισε το ποτάμι κουφλαρια και λαβωμένους . Στην Πενταγιού οι Τούρκοι είχαν 46 σκοτωμένους και 8 αιχμαλώτους , έχασαν και πολλά άλογα φορτωμένα “.

    Υπάρχει επίσης και κάποια άλλη σχετική αναφορά στα απομνημονεύματα του Νικολάου Κασομούλη , στο έργο του  “Στρατιωτικά ενθυμήματα “ : 

   “ Οι Δήμος Σκαλτσάς , Γεώργιος Κίτζιος , Γεωργάκης Βαλτινός , Αναγν. Καραγιάννης , καθώς και ο Γεν. Έφορος των στρατευμάτων της Στερεάς  Γ. Αινιάν , ευρίσκοντοα τοποθετημένοι ταις περισσότερες φορές κατά το Κλήμα και Σκορδά το Χάνι , και είχαν προκατειλημμένο το γεφύρι υποκάτω του Λιδορικίου , θέσιν εις την οποίαν πολεμήσαντες με τους εχθρούς , πολλάκις τους ενίκησαν “.

   Βέβαια , πέρα απ’ τις ιστορικές αυτές αναφορές , δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία , ντόπιου , που να μεταφέρθηκε από γενιά σε..γενιά , αναφορικά με το θέμα αυτό , θα πρέπει όμως μα αναφέρουμε , πως στην περιοχή μας , στη Δωρίδα , και ιδιαίτερα στο χωριό μας το Λιδορίκι , λεγόταν , και ίσως ακόμα να λέγεται , η..έκφραση :  “ Καλή αντάμωση στου Σκορδά το χάνι “ , συνήθως όταν αναφέρονταν σε..αόριστη , σε μη..συγκεκριμένη , χρονικά η και..τοπικά ακόμα , συνάντηση ..

   Ο μπάρμπα Μήτσος , ο Ντακουίνος , ήταν κοντός , λγόσωμος , συγγενής μας , και ερχόταν τακτικά στο Λιδορίκι , ενώ προσωπικά τον ..επισκεπτόμουνα κάθε..χρόνο , στις 6 Αυγούστου , στο πανηγύρι του  Σωτήρος  , έτσι λέγανε , ένα μικρό εκκλησάκι , που ήταν στην απέναντι όχθη του ποταμιού , και φυσικά , απέναντι απ’ το χάνι . Στο εκκλησάκι αυτό , που ανήκε μάλλον στο Λούτσοβο , τον Κόκκινο , και ήταν στην ακροποταμιά , μέσα στα ΄δέντρα ,τη μέρα αυτή , γινόταν ένα όμορφο , απλό , πανηγύρι , και έρχονταν απ’ όλα τα γύρω χωριά , κι’ απ’ το Λιδορίκι , βέβαια συγκοινωνίες δεν υπήρχαν , ει μη μόνο δυο ταξί , του μπάρμπα Βασίλη Ρέλλου και του Γιάννη Μποβιάτση , τα περίφημσ..δίδυμα..Φορτάκια ..

   Πηγαίναμε λοιπόν και μεις , με τη μάνα μας , γιατί ο πατέρας μας έμενε στο μαγαζί , παρέα με πολλούς άλλους χωριανούς , και συνήθως ποδαρόδρομο η..γαϊδουροκαβαλαρία , ήταν όμως μέρα νηστείας , κάτι που τότε το..κρατάγανε αυστηρά , η κάθε παρέα λοιπόν έπιανε ένα δέντρο , για να ‘χει ίσκιο , και τα φαγητά , όπως καταλαβαίνετε ήταν , ντομάτα , ψωμί , ελιές , άντε και λίγος χαλβάς , αν ..υπήρχε . Οι μεγαλύτεροι και οι πιο..επιτήδειοι , ψάρευαν στο ποτάμι , κάτι μικρά ψαράκι , χαμοσύρτια και..δρομίτσες , τα λέγανε , και άναβαν φωτιά και τα ‘ψηναν , εγώ , περνούσα κάθετα το ποτάμι , που δεν είχε νερό , και πήγαινα στον αγαπητό μου μπάρμπα Μήτσο , που έφκιαχνε πολύ ωραίο περιβόλι ,πλάι στο ποτάμι , και έπαιρνα ντομάτες και αγγούρια για το φαγητό μας , είχαμε και..ντόπια ρίγανη , και περνούσαμε ..μπέϊκα …

   Έτσι λοιπόν , και να ‘θελα να τον ξεχάσω τον αλησμόνητο μπάρμπα Μήτσο , δεν είναι δυνατόν…ας είναι αναπαυμένος..

Πηγή: από το blog lidoriki.com του αξέχαστου Κώστα Καψάλη 

ΤΟ  ΧΑΝΙ  ΚΑΡΑΠΙΣΤΟΛΗ

   Ένα χιλιόμετρο , περίπου , βορειοδυτικά , απ’ το χάνι Κολοκύθα , και λίγο πριν τη διασταύρωση του κεντρικού δρόμου , με τον επαρχιακό , χωματόδρομο , που πήγαινε προς Διακόπι και Δάφνο , υπήρχε το χάνι του Καραπιστόλη , τελευταίος χανιτζής ήταν ο μπάρμπα Μήτσος Καραπιστόλης ή Ντακουίνος . 

   Άγνωστο από πότε άρχισε να λειτουργεί το χάνι αυτό , πάντως ήτα μέσα στα πλατάνια , διώροφο κι’ αυτό , διέθετε και χώρο για ύπνο , αλλά και ολόγυρα είχε άπλα , για τα κοπάδια , που κατέβαιναν , για να επιβιβασθούν στα φορτηγά . 

   Στην περίοδο του 1821 , το χάνι αναφέρεται και σαν το χάνι του Σκορδά , παρότι υπάρχουν αναφορές και άλλων χανιών , σε άλλες περιοχές της Ελλάδας , με την ονομασία αυτή . Ο Λιδορικιώτης συγγραφέας , Γιώργος Καψάλης , στο βιβλίο του “ Η Φωκίδα στο 1851 “ , αναφέρει : 

“ Ο Κιουταχής όμως μετά τη νίκη του στο Μεσολόγγι , θέλησε να ξεμπερδεύει μια και καλή με τη Δωρίδα , και αποφασίζει να χτυπήσει τα ορεινά , από Πενταγιού και πάνω . Επικεφαλής δυο χιλιάδων Τούρκων , φεύγει απόομποτινά και φτάνει στην Πενταγιού . Επικεφαλής των Ελλήνων ήταν οι  Ράγκος και Τζόγας . Έγινε μάχη φοβερή , στις 30 Ιουλίου 1826 , όπου οι Τούρκοι αποδιώχτηκαν προς το ποτάμι Κόκκινος και σταμάτησαν στου Σκορδά το χάνι , το γνωστό στις μέρες μας χάνι Καραπιστόλη . Εκεί όμως τους χτύπησε ο Σκαλτσάς και γέμισε το ποτάμι κουφλαρια και λαβωμένους . Στην Πενταγιού οι Τούρκοι είχαν 46 σκοτωμένους και 8 αιχμαλώτους , έχασαν και πολλά άλογα φορτωμένα “.

    Υπάρχει επίσης και κάποια άλλη σχετική αναφορά στα απομνημονεύματα του Νικολάου Κασομούλη , στο έργο του  “Στρατιωτικά ενθυμήματα “ : 

   “ Οι Δήμος Σκαλτσάς , Γεώργιος Κίτζιος , Γεωργάκης Βαλτινός , Αναγν. Καραγιάννης , καθώς και ο Γεν. Έφορος των στρατευμάτων της Στερεάς  Γ. Αινιάν , ευρίσκοντοα τοποθετημένοι ταις περισσότερες φορές κατά το Κλήμα και Σκορδά το Χάνι , και είχαν προκατειλημμένο το γεφύρι υποκάτω του Λιδορικίου , θέσιν εις την οποίαν πολεμήσαντες με τους εχθρούς , πολλάκις τους ενίκησαν “.

   Βέβαια , πέρα απ’ τις ιστορικές αυτές αναφορές , δεν υπάρχει καμιά μαρτυρία , ντόπιου , που να μεταφέρθηκε από γενιά σε..γενιά , αναφορικά με το θέμα αυτό , θα πρέπει όμως μα αναφέρουμε , πως στην περιοχή μας , στη Δωρίδα , και ιδιαίτερα στο χωριό μας το Λιδορίκι , λεγόταν , και ίσως ακόμα να λέγεται , η..έκφραση :  “ Καλή αντάμωση στου Σκορδά το χάνι “ , συνήθως όταν αναφέρονταν σε..αόριστη , σε μη..συγκεκριμένη , χρονικά η και..τοπικά ακόμα , συνάντηση ..

   Ο μπάρμπα Μήτσος , ο Ντακουίνος , ήταν κοντός , λγόσωμος , συγγενής μας , και ερχόταν τακτικά στο Λιδορίκι , ενώ προσωπικά τον ..επισκεπτόμουνα κάθε..χρόνο , στις 6 Αυγούστου , στο πανηγύρι του  Σωτήρος  , έτσι λέγανε , ένα μικρό εκκλησάκι , που ήταν στην απέναντι όχθη του ποταμιού , και φυσικά , απέναντι απ’ το χάνι . Στο εκκλησάκι αυτό , που ανήκε μάλλον στο Λούτσοβο , τον Κόκκινο , και ήταν στην ακροποταμιά , μέσα στα ΄δέντρα ,τη μέρα αυτή , γινόταν ένα όμορφο , απλό , πανηγύρι , και έρχονταν απ’ όλα τα γύρω χωριά , κι’ απ’ το Λιδορίκι , βέβαια συγκοινωνίες δεν υπήρχαν , ει μη μόνο δυο ταξί , του μπάρμπα Βασίλη Ρέλλου και του Γιάννη Μποβιάτση , τα περίφημσ..δίδυμα..Φορτάκια ..

   Πηγαίναμε λοιπόν και μεις , με τη μάνα μας , γιατί ο πατέρας μας έμενε στο μαγαζί , παρέα με πολλούς άλλους χωριανούς , και συνήθως ποδαρόδρομο η..γαϊδουροκαβαλαρία , ήταν όμως μέρα νηστείας , κάτι που τότε το..κρατάγανε αυστηρά , η κάθε παρέα λοιπόν έπιανε ένα δέντρο , για να ‘χει ίσκιο , και τα φαγητά , όπως καταλαβαίνετε ήταν , ντομάτα , ψωμί , ελιές , άντε και λίγος χαλβάς , αν ..υπήρχε . Οι μεγαλύτεροι και οι πιο..επιτήδειοι , ψάρευαν στο ποτάμι , κάτι μικρά ψαράκι , χαμοσύρτια και..δρομίτσες , τα λέγανε , και άναβαν φωτιά και τα ‘ψηναν , εγώ , περνούσα κάθετα το ποτάμι , που δεν είχε νερό , και πήγαινα στον αγαπητό μου μπάρμπα Μήτσο , που έφκιαχνε πολύ ωραίο περιβόλι ,πλάι στο ποτάμι , και έπαιρνα ντομάτες και αγγούρια για το φαγητό μας , είχαμε και..ντόπια ρίγανη , και περνούσαμε ..μπέϊκα …

   Έτσι λοιπόν , και να ‘θελα να τον ξεχάσω τον αλησμόνητο μπάρμπα Μήτσο , δεν είναι δυνατόν…ας είναι αναπαυμένος..



Η καλύτερη θέα!

 


 Χριστούγεννα σήμερα ! 

Χρόνια πολλά πατριώτες 

Τετάρτη 18 Νοεμβρίου 2020

 Το σπίτι του Χαράλαμπου, του Θανάση, του Κώστα και της Βασιλικής Στέφου.. όλα αδέρφια και ο τόπος ο Κόκκινος Δωρίδας. Ζωγραφισμένο από τον Χαράλαμπο Στέφο το 1966.




Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2020

 

Το κλαδόπλεκτο μαντρί για μάντρωμα και άρμεγμα του κοπαδιού, κάτω απ’ τις βελανιδιές και το δισάκι του βοσκού στα κλαδιά του δένδρου.  «Η διάρθρωση του χώρου, το ορεινό της περιοχής, με τις ψηλές κορφές, τα μικροχώραφα και τις λιγοστές πεδιάδες κοντά στο Μόρνο, δεν επέτρεπαν εκτεταμένες καλλιέργειες.  Έτσι οι κάτοικοι επιδίδονταν στην περιορισμένη καλλιέργεια σιταριού, καλαμποκιού και διαφόρων κηπευτικών, λιγοστών αμπελιών, που απέδιδαν ωστόσο ωραίο κρασί και την κτηνοτροφία.  Ουσιαστικά η κτηνοτροφία κάλυπτε ένα μεγάλο μέρος της τοπικής παραγωγής, που τα προϊόντα της, όσα περίσσευαν από την τοπική εγχώρια κατανάλωση, διοχετεύονταν και σε κοντινές μικροπολιτείες και κυρίως στο Γαλαξίδι, το Αίγιο και την Άμφισσα.  Στα Σάλωνα μεταφέρονταν τα τομάρια των γιδοπροβάτων που σφάζονταν, για επεξεργασία στα γνωστά βυρσοδεψεία που λειτουργούσαν εκεί»  (Σταμέλου Δημήτρη1986:36)

Κυριακή 8 Νοεμβρίου 2020

Κάλλιο: Το χωριό φάντασμα που αναπαύεται στην υδάτινη αγκαλιά του Μόρνου

 

Κάλλιο: Το χωριό φάντασμα που αναπαύεται στην υδάτινη αγκαλιά του Μόρνου

Σήμερα, 40 ολόκληρα χρόνια μετά, το χωριό αναδύεται για ακόμα μια φορά μέσα από την υδάτινη κρυψώνα του
.
.

Πολλές φορές, ατενίζοντας από ψηλά μια λίμνη, μαγεύεσαι με την ομορφιά και το καθαρό της χρώμα που λαμπυρίζει κάτω από το φως του ήλιου. Όταν μάλιστα περιβάλλεται από πυκνή βλάστηση με ψηλά καταπράσινα δέντρα και πολύχρωμα λουλούδια, τότε μπορεί να συγκριθεί άνετα με πίνακα ζωγραφικής και να μείνει χαραγμένη βαθιά μέσα στο μυαλό και την καρδιά σου.

Τι γίνεται όμως όταν αυτή η λίμνη είναι τεχνητή;

Τι συμβαίνει όταν ο άνθρωπος έχει συνεισφέρει ώστε να γίνει αυτή που είναι;

Κανένας δεν μπαίνει στην διαδικασία να σκεφτεί τι έχει καλύψει αυτή η λίμνη και πόσο βαθιά είναι κρυμμένα τα μυστικά που έχει παρασύρει στα δροσερά νερά της. Το μόνο σίγουρο σε αυτή την περίπτωση, είναι πως ο άνθρωπος έχει δημιουργήσει μια νέα πραγματικότητα και έχει διαφοροποιήσει τον χάρτη προς όφελός του… Και τα μυστικά θα μείνουν για πάντα κρυμμένα σε μια νέα υγρή πραγματικότητα…

Κι όμως…

Υπάρχουν χρονιές που η ανομβρία είναι το ουσιαστικό που τις χαρακτηρίζει και τα πάντα ξεραίνονται. Η γη τότε διψά, τα ποτάμια χάνουν την ορμητικότητα τους και οι λίμνες σιγά – σιγά τείνουν να εξατμιστούν. Και τότε, όταν πρόκειται για τεχνάσματα των ανθρώπων, τα θαμμένα μυστικά βγαίνουν στην επιφάνεια και μαρτυρούν τις δικές τους αλήθειες, που όσο πικρές και αν είναι, δεν παύει να είναι αληθινές.

Φωκίδα, έτος 1969: Ξεκινούν οι εργασίες για την κατασκευή ενός φράγματος με σκοπό την υδροδότηση της Αθήνας που τα χρόνια εκείνα, με την αστυφιλία να είναι πλέον αδιαμφισβήτητο γεγονός, άρχισε να παρουσιάζει τα πρώτα έντονα προβλήματα. Το φράγμα, ύψους 125 μέτρων, όταν πλέον θα έχει ολοκληρωθεί, θα έχει δημιουργήσει την τεχνητή λίμνη του Μόρνου και θα έχει καλύψει την πεδιάδα που βρίσκεται βορειοδυτικά του Λιδωρικίου και περιβάλλεται από τα Βαρδούσια όρη και την Γκιώνα.

Και εάν τα γεφύρια των ποταμών που ρέουν στην πεδιάδα δεν αποτελούν ιδιαίτερο πρόβλημα, υπάρχει ένα πετρόχτιστο χωριό, το Κάλλιο, που με τους υπολογισμούς όλων θα χαθεί για πάντα κάτω από το νερό της λίμνης. Και μαζί του θα χαθεί και μια ιστορία πολλών χιλιάδων χρόνων…

Η αρχαία Καλλίπολις, το ανατολικότερο μέρος της αιτωλικής φυλής των Οφιονέων κατά τον Θουκυδίδη αλλά και από μαρτυρίες του Παυσανία, όπου το 1915 μετονομάστηκε από το Σλάβικο όνομα Βελούχοβο που είχε την εποχή εκείνη, σε Κάλλιο, πλησιάζει στην οριστική του πλέον εξαφάνιση από τον χάρτη της Ελλάδας. Και είναι πραγματικά κρίμα, ένα χωριό που κατά το παρελθόν ανοικοδομήθηκε εκ νέου δύο ακόμα φορές, να χαθεί οριστικά. Η ιδιαίτερα στρατηγική του θέση οδήγησε σε ολοκληρωτική καταστροφή κατά την επέλαση των Γαλατών το 279 π.Χ. , ενώ εκατό περίπου χρόνια αργότερα, το 167 π.Χ. καταστρέφεται και πάλι, από πυρκαγιά αυτή τη φορά που ενδεχομένως οφειλόταν σε εμπρησμό.

/
/

Στα λίγα χρόνια που του απομένουν λοιπόν, οι κάτοικοι του χωριού σε συνεργασία με το Υπουργείο Πολιτισμού και τον καθηγητή Π. Θέμελη, αποκαλύπτουν δημόσια κτίσματα, νεκροταφεία, τα ιερά της Δήμητρας και της Κόρης, το θέατρο, την αγορά, τον οχυρωματικό περίβολο αλλά και διάφορους άλλους θησαυρούς της περίφημης «Οικίας του αρχείου», που σώζονται σήμερα στο αρχαιολογικό μουσείο Λιδωρικίου και Αμφίσσης και που για πολλά χρόνια έμεναν θαμμένοι κάτω από το χώμα, μαρτυρώντας την πολύ σπουδαία ιστορίας τους ανά τους αιώνες. Όμως είναι γραπτό τους να χαθούν και πάλι από το οπτικό μας πεδίο μιας και η κατασκευή του φράγματος έχει πια ολοκληρωθεί.

Φωκίδα, έτος 1979: Η ολοκλήρωση του φράγματος είναι πλέον γεγονός.

Στα δύο επόμενα χρόνια, η πεδιάδα γεμίζει με νερό και τα πέτρινα σπίτια του Καλλίου, φωλιάζουν για πάντα στην υδάτινη κρυψώνα τουςΟι κάτοικοι στεναχωρημένοι, αναγκάζονται να εγκαταλείψουν τα σπίτια τους, αφήνοντας τις περιουσίες του με δάκρυα στα μάτια, τη στιγμή που το νερό φτάνει κυριολεκτικά στις αυλές των σπιτιών τους, ενώ σπαρακτικές είναι οι κραυγές ορισμένων που βλέπουν τον τόπο τους να βυθίζεται στην αδηφάγα λίμνη. Οι περισσότεροι μένουν εκεί μέχρι που να χαθεί και η τελευταία καμινάδα και μεταφέρουν τις εικόνες από την εκκλησία του χωριού τους σε πιο ασφαλές μέρος. Αποζημιωμένοι από το κράτος, χτίζουν το νέο Κάλλιο σε ψηλότερο σημείο, ενώ πολλοί από αυτούς εγκαθίστανται στο Λιδωρίκι, την Αθήνα και τις γύρω περιοχές.

Η τεχνητή λίμνη του Μόρνου, με χωρητικότητα 800 εκατ. κυβικά μέτρα νερού, μέσω του υδραγωγείου της, ένα από τα μεγαλύτερα της Ευρώπης μήκους 192 χιλιομέτρων, υδροδοτεί ολόκληρο το λεκανοπέδιο αλλά και χωριά της Βοιωτίας.

Όμως έρχονται στιγμές που τα «πλάσματα» του νερού αναζητούν λίγη από τη ζεστασιά του ήλιου καθώς και την ηρεμία που τους προσέφερε η φύση που κάποτε ανέπνεαν. Έτσι σε περιόδους μεγάλης λειψυδρίας, όπως αυτή του 1993 και του 2007, που η στάθμη της λίμνης κατεβαίνει, το χωριό αναδύεται μέσα από τα νερά της σαν ένα φάντασμα του παρελθόντος, μα με την άνοδο της στάθμης της, χάνεται και πάλι στην υγρή αγκαλιά της λίμνης.

.
.

Σήμερα, 40 ολόκληρα χρόνια μετά, το χωριό αναδύεται για ακόμα μια φορά μέσα από την υδάτινη κρυψώνα του,θέλοντας να μας θυμίσει την παρουσία του, και σε κατάσταση μερικής «αποσύνθεσης»,μαρτυρά σε όλους μας τον αγώνα που δίνει σε καθημερινή βάση με το υγρό στοιχείο που το περιβάλλει και που του χαρίζει ένα άλλο είδος ζωής…

Συγκλονιστική και γεμάτη πόνο η φράση κατοίκου του αλλοτινού Καλλίου, σε ταινία μικρού μήκους που διεκδικεί μάλιστα το πρώτο βραβείο σε φεστιβάλ του εξωτερικού…

«Όποιος έρχεται το τέλος του και θα πάει στον άλλο κόσμο, θα πάει εκεί... Ξαναμαζεύεται το χωριό…»


Δευτέρα 2 Νοεμβρίου 2020

 Απόσπασμα .......Η στρατηγική τοποθεσία στη σύνοδο των τριών ποταμών Μόρνου, Κόκκινου, Μπελεσίτσας στη θέση Στενό, η οποία επιλέχθηκε από τους Καλλιείς για την ίδρυση της πρωταρχικής κώμης τους, όχι μόνο αποτελούσε το επίκεντρο των βασικότερων οδικών δικτύων της όλης ορεινής περιοχής της ανατολικής Αιτωλίας, αλλά παρείχε και τη δυνατότητα αγροτοκτηνοτροφικής εκμετάλλευσης της διευρυμένης λεκάνης που δημιουργούσε η σύνοδος των ποταμών. Συγκεκριμένα, στη θέση Στενό ελάμβανε τέλος το Μέγα-Ποτάμι, δηλαδή ο άνω ρους του αρχαίου Δάφνου και από εκεί ως τις εκβολές του το ποτάμι ονομάζεται πλέον Μόρνος. Λίγο πριν από το Στενό συμβάλλει στο Μέγα-Ποτάμι, ερχόμενος από τα νοτιοανατολικά του, ο παραπόταμος Μπελεσίτσα (πριν Λιδωρικιώτικο Ρέμα) δημιουργώντας σημαντική διεύρυνση της κοίτης του πρώτου. Ακολούθως το Μέγα- Ποτάμι περνάει από "στενό" μήκους περίπου 700 μ., στο τέλος του οποίου έρχεται να συμβάλλει, ερχόμενος από τα ΒΔ., ένας άλλος παραπόταμος, ο Κόκκινος. Από εκεί και κάτω ο Μόρνος παίρνει πορεία προς ΔΝΔ. Στην ουσία πρόκειται για συμβολή κοιλάδων-διόδων που συγκλίνουν προς τον λόφο της οχυρωμένης πόλης κοντά στο χωριό Κάλλιον (Βελούχοβο). Μάλιστα, στο σημείο της συμβολής, δηλαδή στη θέση Στενό, η δίοδος γίνεται τόσο στενή, ώστε ένα πέτρινο γεφύρι που υπήρχε εκεί  έζευε τον λόφο στη ΒΔ. πλευρά με την απέναντι όχθη επιτρέποντας την μόνη δυνατή επικοινωνία προς το εσωτερικό της Αιτωλίας  και προς τη Ναύπακτο. Η θέση συνεπώς είναι και στρατηγική, καθώς δεσπόζει σε τρεις κοιλάδες. Του Μόρνου, της Μπελεσίτσας και του Κόκκινου. Από την άλλη, η ανάπτυξη εδώ ενός αστικού κέντρου των Καλλιέων, δηλαδή της Καλλιπόλεως, προϋποθέτει την ύπαρξη πολύ ευρύτερου ζωτικού χώρου, γεγονός που υποδηλώνει παράλληλα ότι τη χώρα των Καλλιέων πρέπει να την αποτελούσε μία ακόμα πιο ευρύτερη περιοχή, η οποία συμπεριελάμβανε -πλην της λεκάνης στη σύνοδο των τριών ποταμών- ολόκληρη την κοιλάδα του Κόκκινου καθώς και το τελευταίο τμήμα του Μέγα-Ποτάμι ανάμεσα στο Στενό στα νότια και τον τετράγωνο, πιθανώς Κλασσικής/Ελληνιστικής περιόδου, πύργο στη θέση Υπαπαντή στα βόρεια. Παραμένει μόνο αναπάντητο το ερώτημα αν οι διασπαρμένες σ' αυτήν την διευρυμμένη επικράτεια κώμες των Καλλιέων διατηρούσαν η κάθε μία και ιδιαίτερο εθνικό, διότι ο Θουκυδίδης δεν αναφέρει ρητά υποδιαιρέσεις των Καλλιέων. 

Η χώρα της πρωταρχικής κώμης των Καλλιέων η οποία εξελίχτηκε σε αστικό κέντρο, την Καλλίπολιν, εκτεινόταν και στις δύο πλευρές εκείνου του τμήματος της κοιλάδας το οποίο συναπαρτίζουν αφενός το τελευταίο τμήμα του Μέγα-Ποτάμι, που περιλαμβάνεται μεταξύ του σημερινού χωριού Τριβίδι στα βόρεια και του Στενού στα νότια, και αφ' ετέρου το εφεξής του Στενού τμήμα του Μόρνου μέχρι το δυτικώς του Βελουχόβου χωριό Κόκκινον (Λούτσοβον). 

Μάλιστα, μία σειρά περιφερειακών οχυρώσεων και πύργων/ παρατηρητηρίων και επί των δύο πλευρών των ως άνω τμημάτων του ποταμού οριοθετούν την χώρα/επικράτεια της Καλλιπόλεως: Μια σειρά από τρεις οχυρώσεις και έναν πύργο βρίσκονται στη λοφώδη


περιοχή πάνω από την αριστερή όχθη του Μέγα-Ποτάμι, στο τελευταίο τμήμα του που περιλαμβάνεται ανάμεσα στη θέση Υπαπαντή στα βόρεια και το Στενό στα νότια. Οριοθετούσαν και προστάτευαν από την πλευρά αυτή, απέναντι από την οχύρωση της Καλλιπόλεως, τις προσβάσεις προς εκείνη μέσω της κοίτης του ποταμού, καθώς και από τις πλαγιές της Γκιώνας.

Συνέχεια.......

Απόσπασμα από:


Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ [ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ]

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ (ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ)


IΩΑΝΝΗΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ

Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης


Δυνατός σαν το σίδερο και γλυκός σαν τη ζάχαρη!!

πρωτοδημοσιεύθηκε στις: 26/1/2019

Ασυνήθιστη κίνηση εκείνο το πρωινό της εικοστής Οκτωβρίου, στα μέσα της δεκαετίας του πενήντα, στο σπιτικό του Μπάρμπα Κώστα ή Κώτσιου, όπως ήταν πιο γνωστός στον μικρό, εξωχώριο αγροτικό  οικισμό στην κοιλάδα του Μόρνου, με διάσπαρτα σπίτια και όμορφα, γόνιμα παρόχθια αγροκτήματα.

Στα παλιότερα χρόνια οι άνθρωποι είχαν  καλύτερη, συνήθως βιωματική αντίληψη για τη φύση και τους κινδύνους που αυτή περικλείει, και με περισσή φροντίδα επέλεγαν να χτίζουν τα χωριά τους σε μέρη με το κατάλληλο κλίμα.

Οι κάμποι και οι παραποτάμιες τοποθεσίες με τις έντονες υγρασίες και τους πάγους, τα έλη με τα κουνούπια και τις θανατηφόρες ελονοσίες δεν ήταν ιδανικοί τόποι για μόνιμη διαμονή.

Έχτιζαν τα σπίτια τους σε κατάλληλες ημιορεινές και ορεινές τοποθεσίες και πηγαινοέρχονταν στους κάμπους για τις καθημερινές εργασίες.

Έτσι κι εδώ, στην κοιλάδα του Μόρνου, σχεδόν όλα τα χωριά ήταν χτισμένα στα ψηλά, πέριξ της κοιλάδας, σε μέρη που ήταν καλά προφυλαγμένα και με πιο υγιεινό κλίμα.

Το καθημερινό πηγαινέλα, οπωσδήποτε βασανιστικό και χρονοβόρο, ανάγκαζε πολλούς να χτίζουν  στους αγρούς  πρόχειρα καταλύματα όπου, σε κάποιες περιόδους, κυρίως το καλοκαίρι, έμεναν  σχεδόν μόνιμα.

Μια τέτοια περίπτωση ήταν και του μπάρμπα Κώτσιου ο οποίος, καμιά τριανταπενταριά  χρόνια πριν, γυρίζοντας από την Αμερική, αγόρασε μια μεγάλη έκταση και άρχισε να την καλλιεργεί. Έχτισε στην αρχή ένα μικρό υπόστεγο που σιγά σιγά μετεξελίχθηκε σε  ολοκληρωμένο αγροτόσπιτο – σε  πλήρες μόνιμο νοικοκυριό.

Ο μπάρμπα Κώτσιος, με πατημένα τα εβδομήντα, είχε δουλέψει σκληρά στην Αμερική επί  είκοσι σχεδόν χρόνια ανοίγοντας δρόμους και σήραγγες στα γρανιτώδη όρη και απλώνοντας σιδηροτροχιές στη Μινεσότα. Στην μακρόχρονη παραμονή του στα ξένα μόνο δύο φορές έκανε το ταξίδι της επιστροφής:  οριστικά λίγο πριν το κραχ του είκοσι εννιά  και, αρκετά χρόνια παλιότερα, για να πολεμήσει στους βαλκανικούς πολέμους.

Ήταν  πράος και καλοκάγαθος άνθρωπος με χαλύβδινη θέληση και υπομονή και έχαιρε μεγάλης εκτίμησης από τους συγχωριανούς του για την ακεραιότητα του χαρακτήρα  και τη σοφία του.

Η μακρόχρονη παραμονή του στην Αμερική, πέρα από τη μεγάλη ευχέρεια στα εγγλέζικα, του πρόσφερε επίσης πλούσια εμπειρία και πρωτόγνωρες γνώσεις από τον Νέο Κόσμο, που σαφώς έλλειπαν από την μικρή και απομονωμένη κοινωνία της ορεινής Δωρίδας.

Ο μπάρμπα  Κώτσιος ήταν πολύ καλός αφηγητής και με υπερηφάνεια διηγείτο πάμπολλες φορές τη συμμετοχή του στη πολιορκία των Ιωαννίνων, τη πτώση του Μπιζανίου και την είσοδό του στα Γιάννενα με το στρατιωτικό σώμα που συνόδευε τον διάδοχο Κωνσταντίνο.

Είχε αποκτήσει έξι  παιδιά, τέσσερα από τον πρώτο του γάμο και δυο από τον δεύτερο. Είχε χάσει τις δυο κόρες  και την πρώτη του γυναίκα  από αρρώστιες  που σήμερα θα θεραπεύονταν  πανεύκολα.

Αυτό το πρωινό φαίνεται να είναι πολύ σημαντικό για τον μπάρμπα Κώστα.

Η νύφη του η Ευθυμία, γυναίκα του μικρού του γιου, του Γιώργου, θα έφερνε στο κόσμο μια καινούργια ζωή. Ο Γιώργος ήταν το στερνοπούλι του κι ο μόνος που έμεινε μαζί του, μιας και οι υπόλοιποι τρεις γιοί  είχαν διαλέξει από χρόνια τον δρόμο της ξενιτιάς.

Ο Δημήτρης και ο Θεμιστοκλής, από τον πρώτο του γάμο, είχαν μετακομίσει πριν από τον πόλεμο στην Αθήνα, όπου είχαν αποκατασταθεί επαγγελματικά και είχαν δημιουργήσει τις δικές τους οικογένειες.

Ο Σπύρος, από τον δεύτερο γάμο, είχε εδώ και πέντε χρόνια μετακομίσει κι αυτός στην Αθήνα όπου δούλευε μαθαίνοντας την τέχνη του μηχανικού αυτοκινήτων σε στρατιωτικό εργοστάσιο.

Τα εργατικά χέρια της οικογένειας του μπάρμπα Κώστα  που μπορούσαν να βοηθήσουν στις αγροκτηνοτροφικές εργασίες λιγόστευαν και έπρεπε επειγόντως να ενισχυθούν.

Τη λύση έδωσε ο γάμος του νεαρού Γιώργου, σε ηλικία μόλις 19 χρόνων, με την Ευθυμία, δυο χρόνια μεγαλύτερή του και από τις  αξιότερες κοπέλες του χωριού.

Πριν δέκα μήνες η Ευθυμία ήρθε νύφη σε αυτό το σπίτι και σήμερα ετοιμάζεται να φέρει στον κόσμο το πρώτο της παιδί. Μεγάλο γεγονός τα γεννητούρια για ένα νιόπαντρο ζευγάρι. Έφτανε η στιγμή της ολοκλήρωσης του γάμου, η ευχή για «καλούς απογόνους» έπιανε τόπο. Έχουν έλθει να της συμπαρασταθούν και οι λίγες γυναίκες που ζουν στα πέντε -έξι σπίτια που είναι διάσπαρτα στα παρακείμενα αγροκτήματα σε ακτίνα τριών-τεσσάρων χιλιομέτρων.

Η Ευθυμία έχει αρχίσει να πονά ενώ δίπλα η μάνα της και η πεθερά της την ενθαρρύνουν και τη στηρίζουν ψυχολογικά, «σιώπα κορούλα μου, κουράγιο καλή μου, όλα θα τελειώσουν καλά», ακούγονται όλα γλύκα οι κουβέντες τους, βάλσαμο για την νεαρή ετοιμόγεννη.

«Καλή ξελευτεριά», ακούγεται και ξανακούγεται στο μικρό δωματιάκι.

Η Ευθυμία, καλοκαμωμένη γυναίκα, συνεσταλμένη με τόσους ανθρώπους γύρω της, συγκρατούσε όσο μπορούσε τους λυγμούς και τα φωνητά, αλλά κάποιες στιγμές δεν άντεχε και ξεφώνιζε.

Ο Γιώργος, ο άνδρας της, όπως και οι υπόλοιποι άνδρες, περίμενε με αγωνία έξω στο μπαλκόνι όταν ξαφνικά ακούγεται ο μπάρμπα Κώστας να φωνάζει με στεντόρεια φωνή: «Έρχεται!»

Όλοι στρέφουν το βλέμμα στον απέναντι λοφίσκο. Στο μονοπάτι που ερχόταν από το χωριό διακρίνεται καθαρά ένα μουλάρι και η μορφή της Γαλάτως, της πρακτικής μαμής, που είναι καβάλα στο ζώο και του φωνάζει επιτακτικά να πάει πιο γρήγορα.

Σε λίγα λεπτά η μαμή ξεπεζεύει και ανεβαίνει γρήγορα τα σκαλιά. Διαβαίνοντας την πόρτα αφήνει να συρθεί η ζώνη της. Ήταν το γούρι. «Έτσι να σύρει το μωρό και να βγει εύκολα!».

Φτάνει κοντά στην Ευθυμία και, πριν της μιλήσει, βάζει στο στόμα της νερό, που της προσφέρει η κυρά Βασιλική, η μάνα της επίτοκης, και  το φυσάει ανάμεσα στα στήθια της ετοιμόγεννης και λέει την ευχή: «Όπως τρέχει το νερό έτσι να κατέβει το παιδί».

Μετά χαϊδεύει την Ευθυμία,  της εύχεται καλή λευτεριά και αρχίζει την εξέταση. Την κοίταξε από δω, την ψηλάφισε από κει και  ακολούθησε η γνωμάτευση: «Όλα καλά!»

Η ώρα περνούσε βασανιστικά για όλους. Οι πόνοι δυνάμωναν και η Γαλάτω βοηθούσε με τα λόγια και τα χέρια της την Ευθυμία. Η μαμή ήταν μεν πρακτική, αλλά οι γνώσεις που είχε αποκτήσει από τις δεκάδες γέννες της έδιναν την αυτοπεποίθηση και τον αέρα να λειτουργεί αποτελεσματικά και να την εμπιστεύονται απόλυτα οι ετοιμόγεννες.

Οι πόνοι έφτασαν στην κορύφωσή τους και με την χρηστική βοήθεια της Γαλάτως η Ευθυμία λευτερώθηκε και γέννησε ένα υγιέστατο αγόρι.

Οι άλλες γυναίκες ανέλαβαν να φροντίσουν τη λεχώνα, η μαμή άρχισε να φροντίζει το μωρό ενώ ακούστηκαν και τα πρώτα κλάματα προς μεγάλη ανακούφιση όλων.

Τότε μπαίνει στο δωμάτιο, ευθυτενής και κοτσονάτος, ο μπάρμπα Κώστας και φωνάζει δυνατά στην γυναίκα του: «Μαρία, φέρε το ταψί και το κουτί με τη ζάχαρη».

Λάμποντας από χαρά και ευχαρίστηση, παίρνει προσεκτικά το μωρό και το βάζει στο σιδερένιο ταψί φωνάζοντας δυνατά: «Να γίνεις δυνατός σαν το σίδερο…» και ταυτόχρονα, με ένα μικρό κουταλάκι, του βάζει ζάχαρη στο στόμα και συνεχίζει την ευχή: «…και γλυκός σαν τη ζάχαρη».

 

 απόσπασμα από το βιβλίο (υπό έκδοση) :"θαμμένα όνειρα, ζωντανές αναμνήσεις"

πόνημα δημιουργικής γραφής.
Κ.Γ.Μπερτσιάς

  26/1/2019

 

 

 

Τρίτη 27 Οκτωβρίου 2020

 

Απόσπασμα.....

Η χώρα της πρώτης δυτικά του Στενού αρχαίας κώμης επί της δεξιάς (βορειοδυτικής) όχθης του Μόρνου φαίνεται να κατελάμβανε την μικρή κοιλάδα που σχηματίζει το Λουτσοβόρρεμα, παραπόταμος που χύνεται στον Μόρνο ακριβώς δυτικά και παράλληλα προς τον Κόκκινον με τον οποίον έχει κοινή υδροκριτική. Σήμερα στην μικρή αυτή κοιλάδα απλώνεται το χωριό Κόκκινον (Λούτσοβο). Η κοιλάδα αυτονομείται μεν από την ανατολικά της κοιλάδα του Κόκκινου, λόγω του ότι η ίδια σχηματίζεται στη διχάλα που δημιουργούν οι προς νότον απολήξεις της Πρατοράχης, αλλά δεν αποκόπτεται τελείως από τον Κόκκινον, όπως δηλώνει έστω και παραμορφωμένο πλέον σήμερα το γεωγραφικό ανάγλυφο της περιοχής. Γι' αυτόν τον λόγο, με μεγάλη πιθανότητα μπορούμε να πούμε ότι η αρχαία κώμη η αναπτυγμένη στην λεκάνη του Λουτσοβορρέματος ανήκε στην επικράτεια των Καλλιέων και ότι οι κάτοικοι σε περίπτωση κινδύνου κατέφευγαν σε οχυρωματικό περίβολο, στην έξοδο της κοιλάδας του Λουτσοβορρέματος, ο οποίος φαίνεται ότι θα μπορούσε να συσχετισθεί μάλλον με τα παρατηρηθέντα από τον Σωτηριάδη "παρ' αυτήν την κοίτην του Μόρνου, αμέσως μετά την εις αυτόν συμβολήν του Κόκκινου ικανά λείψανα αρχαίων τειχών, περιβαλλόντων μέγα τετράπλευρον, πιθανώς τέμενός τι, ως το έν Θέρμω του Απόλλωνος". θεωρούν ότι ο Σωτηριάδης αναφέρεται σε λόφο ακριβώς δυτικά της συμβολής Κόκκινου και Μόρνου, 2,5 χλμ. ΝΑ. του σημερινού χωριού Λούτσοβον/Κόκκινον, άρα κοντά στη συμβολή Λουτσοβορρέματος και Μόρνου και φυσικά στο άκρο της κοιλάδας του Λουτσοβορρέματος, επί του οποίου το 1198 μ.Χ. κτίστηκε η Αγία Μονή με την επαναχρησιμοποίηση υλικών αρχαίου κτηρίου. Για τα εκεί ερείπια, Ελληνιστικά και Βυζαντινά, κάνει λόγο και ο Woodhouse. Λόφος και μοναστήρι βρίσκονται τώρα στον βυθό της τεχνητής λίμνης του Μόρνου. Ακριβώς απέναντι από την Αγία Μονή, στην αριστερή, ανατολική, όχθη του Μόρνου, στα ΒΑ. του Στενού, είναι χτισμένο με αρχαίο υλικό, πιθανώς πάνω σε αρχαίο ιερό, το προαναφερθέν εκκλησάκι του Αγίου Βασιλείου, τώρα βυθισμένο στην τεχνητή λίμνη. Ευνόητο είναι ότι αυτή η οχυρή θέση θα αποτελούσε προφανώς το δυτικότερο περιφερειακό φρούριο της επικράτειας των Καλλιέων. 

Απόσπασμα από:

IΩΑΝΝΗΣ ΝΕΡΑΝΤΖΗΣ

Διδάκτωρ Πανεπιστημίου Κρήτης

Η ΧΩΡΑ ΤΩΝ ΑΙΤΩΛΩΝ [ΣΥΜΒΟΛΗ ΣΤΗ ΓΕΩΠΟΛΙΤΙΚΗ ΤΗΣ ΟΡΓΑΝΩΣΗ]

ΔΙΔΑΚΤΟΡΙΚΗ ΔΙΑΤΡΙΒΗ (ΑΡΧΑΙΟΛΟΓΙΚΗ ΚΑΙ ΙΣΤΟΡΙΚΟΓΕΩΓΡΑΦΙΚΗ ΕΡΕΥΝΑ)