Λούτσοβος, παλιά ονομασία του χωριού ΚΟΚΚΙΝΟΣ, που βρίσκεται σε προνομιάκη θέση, έχοντας την λίμνη ΜΟΡΝΟΥ πραγματικά στα πόδια του. Ουσιαστικά τα πόδια του χωριού η εύφορος κοιλάδα του Μόρνου, σκεπάστηκε από τα νερά της τεχνητής λίμνης και ανάγκασε τους κατοίκους να φύγουν και να εγκατασταθούν σε άλλα μέρη κυρίως στην ΑΘΗΝΑ.
Τρίτη 7 Ιουλίου 2015
Στο κάμπο του χωριού μας , που σήμερα είναι θαμμένος στα νερά της λίμνης , οι κάτοικοι καλλιεργώντας τα κτήματά τους έβρισκαν κάποιους τεράστιους τάφους .
Στην περιχή Μπαΐρια και συγκεκριμένα στην θέση Χελάκια , είχαμε βρει ένα τέτοιο τάφο και είχαμε πάρει την μεγάλη πέτρινη πλάκα και την είχαμε στην αυλή του σπιτιού μας που ήταν στην θέση Μαρμαράκι και τη χρησημοποιούσαμε για να τρίβουμε το αλάτι.
Ο παππούς μου (Κώστας Μπερτσιάς) μου έλεγε ότι ο παππούς του , του είχε πει ότι παλιότερα σε αυτό τον τόπο κατοικούσαν κάποιοι άνθρωποι που ήσαν αρκετά ψηλοί αλλά σε κάποια στιγμή άρχισαν να πεθαίνουν με ένα περίεργο τρόπο , ένα μεγάλο κουνούπι τσίριζε στο αυτί των ανθρώπων και μετά από λίγες μέρες πέθαιναν ....
Διαβάζοντας το παρακάτω κείμενο του Δ Λουκόπουλο θυμήθηκα τα παραπάνω και τα καταγράφω ...
Απόσπασμα από κείμενο του μεγάλου λαογράφου μας από τη Αρτοτίνα Δ Λουκόπουλο .
ΤΟ ΠΡΩΤΟ ΜΟΥ ΤΑΞΙΔΙ
Πάνω από σαράντα πέντε χρόνια πάνε από τότε που είχα τελειώσει το Δημοτικό σχολείο κι' ήμουν δώδεκα χρονών παιδί. Ελληνικό σχολείο στο χωριό μου δεν είχαμε κι 'επρεπε να ξενητευτώ από τόσο μικρός. Η μητέρα μου έλεγε στον πατέρα να βρει κάνα σπίτι στο Λιδωρίκι για να με βάλει οικότροφο, αλλ'αυτός δεν ήθελε. Λογάριαζε να με πάει στα Σάλωνα και να με δώσει σ' ένα θείο μου παπά, να μαθαίνω γράμματα και να ξελειτουργάω κιόλας.
Περίμενα και πως περίμενα το Σεπτέμβριο για να με πάει, η χαρά μου δεν ήταν που θα πήγαινα στο Ελληνικό σχολείο, αλλά γιατί θα ταξίδευα, το είχα μαράζι να ταξιδέψω, να ιδώ καινούριους τόπους κι' άλλα χωριά.
Γυρίζοντας ο πατέρας μου απ' το παζάρι της Νταουκλής - έτσι λέγαν τότε το παζάρι της Υπάτης - πήρε τα δυο μουλάρια μας, για να ψωνίσει κιόλας, πήρε και μένα και πάμε.
Περάσαμε τις Σαίτες πρώτα, ένα απ' τα παραποτάμια που σμίγουν και φτιάνουν το Φείδαρη. Άκουα Σαίτες και πριν, μα έλεγα πως θα πρόκειται για τίποτα σαίτες απ' αυτές που φτιάναμε εμείς τα παιδιά και παίζαμε. Όταν είπα στον μακαρίτη τον πατέρα μου πως φανταζόμουν τις Σαίτες, ξεκαρδίστηκε στα γέλια.
- Βρε κουτέ, λέει, σαίτα λεν και μια λωρίδα χωράφι. Τούτο το ποτάμι απ' αυτή τη σαίτα πήρε το όνομα. Εκεί δα στην ακροποταμιά ο μακαρίτης ο...είχε δυο σαίτες χωράφι. Έλεε εκείνος: "πάω στις σαίτες, είπαν και οι άλλοι: στις Σαίτες, το πήρε και το ποτάμι το όνομα.
Αυτά λέγαμε κι είχαμε πάρει ένα ανήφορο την πέρα μεριά της ακροποταμιάς, που θα μας έβγανε στον Άι Λιά. Περνώντας τις Σαίτες, θέλεις μισή ώρα ωσπού να βγεις στη ράχη παραπάνω, κι ο δρόμος σου θα είναι ανάμεσα σε δάσος από γερασμένα έλατα. Ούτε που καταλαβαίνεις όμως πως βγάζεις κείνον τον ανήφορο, σε ξεκουράζουν οι βόλτες που κάνει η στράτα πέρα δώθε. Έτσι άκοπα βρεθήκαμε στο ξέφαντο, στη ράχη. Κοιτάζω για Άι Λιά, πουθενά Άι Λιάς. Ρωτάω τον πατέρα μου μη τυχόν τον προσπεράσαμε και κείνος μου 'δειξε ένα σωρό πέτρες γι Άι Λιά. Πήγα, ανάμεσα απ' τις πέτρες ξεχώρισα τα παλιοθέμελά του και εκεί κοντά του δυο τρεις αρχαίους τάφους ανοιχτούς. Μακρυά πέτρα από δω, άλλη από κει, και δυο κοντές στο κεφάλι και στα πόδια, να ο τάφος.
Σαν είδε ο πατέρας μου πως τον κοίταζα με περιέργεια - Μνήματα, λέει, απ' τον καιρό των Ελλήνων. Ήταν ο τόπος τότε γιομάτος από Ελλήνους, κάτι άντρες ψηλούς ως εκεί πάνου αλλά τους χάλασε ο Θεός. Ένα κουνούπι έστελνε, λαλούσε το κουνούπιστ' αυτί τους κι' απόθαιναν. Ήξεραν αυτοί πως τους περιμένει ο θάνατος κι έφτιαναν από μόνοι τους το μνήμα που θα τους έθαφταν. Έπαιρναν το πιάτο τους, το μπότι τους για νερό, τι κάθε τι χρειαζούμενο, έμπαιναν καθένας μέσα στο μνήμα του και περίμενε. Ακούοντας το κουνούπι πέθαιναν.
Απ' τον Άι ΄Λια και πέρα παύει η μεγάλη ανηφοριά. Πας ίσια, περνάς ρεματάκια, καβαλάς ραχούλες και σε μισή ώρα φτάνεις στης Κρέκιζας το βελούχι.............
Δευτέρα 29 Ιουνίου 2015
Παρασκευή 26 Ιουνίου 2015
Απ' τη Φωκίδα (10.02.2013) |
Πριν λίγες δεκαετίες, ο νομός Φωκίδας και ειδικά η
επαρχία Δωρίδος είχε καταγραφεί ως ένας από τους πτωχότερους
και πλέον
αραιοκατοικημένους, Έριζε για αυτή τη θέση
Ευρυτανίας. Αν υποτεθεί ότι, στο χρονικό
διάστημα που
μεσολάβησε από τότε έως σήμερα, στην
Ευρυτανική γη έγιναν
κάποια βήματα τουριστικής αξιοποίησης ίσως
τα νούμερα της
στατιστικής αποδώσουν τους παραπάνω τίτλους
στη Φωκίδα. Γη
σκληρή, βουνίσια στο μεγαλύτερο τμήμα της,
όχι ιδιαίτερα
κατάλληλη για καλλιέργεια αν και μέχρι
τη δεκαετία του '70,
τα πρανή γύρω από την κοίτη του Μόρνου
κάλυπταν αρκετές
ανάγκες του τόπου από οπωροκηπευτικά,
όσπρια ακόμα και στάρια.
Γη πέτρινη, καμμένη, από τον Κατοχικό
εισβολέα, με χωριά
πυρπολημένα, με κόσμο φτωχό
και ταλαιπωρημένο.
Πάω τόσο πίσω γιατί δεν μπορείς να
εκτιμήσεις τίποτα από
τούτο το χώρο, αν δεν συμπεριλάβεις
εκείνο το κομμάτι της Ιστορίας
Συνάντησα παλιούς γνωστούς, απόμακρους
συγγενείς, ποιμένες και
γερόντισσες που έχουν ριζώσει εκεί.
Κάποτε είχα θεωρήσει σαν δείγμα προόδου
ότι οι μεσήλικες
φρόντιζαν τους γηραιούς γονείς τους.
Σαν σημάδι, ότι η πολιτεία
πήγαινε μπροστά, καθώς η επόμενη γενιά
είχε τους τρόπους να
“γηροκομεί” τους πρεσβύτερους.
Έτσι λοιπόν, καθώς
άκουγα τον εβδομηντάρη ποιμένα να μου
διηγείται, χαμογελαστά,
με τι τρόπο συνδράμει τους δύο από τρεις
άνεργους γιους του,
ένοιωσα για μια ακόμα φορά τη βία της
λεηλασίας αυτού του τόπου.
Και δεν μπορώ να φανταστώ σε τι “πάρτυ”
είχε συμμετοχή η
συγκεκριμένη οικογένεια, τι δάνεια έλαβαν,
πόσο παραπάνω
από τα εισοδήματά τους ζούσαν.
Δεν μπορώ να φαντασθώ
το έγκλημά τους, όπως δεν μπορώ να
καταλάβω την τιμωρία τους.
Όπως επίσης δεν είχα τίποτα να απαντήσω
στην ερώτηση
της μακρινής θειάς: "τι γίνεται, τι κάνετε εκεί κάτω;"
εννοώντας την
Αθήνα. 'Οχι ότι περίμενε απάντηση.
Κοίταξε τον ουρανό, καθώς έκλεινε ο καιρός,
\ βγήκε έξω αγκομαχώντας να ταίσει το γαιδαράκο της, ο οποίος μόλις την είδε έκανε σαν μικρό παιδί. Να προλάβει τη βροχή και το σκοτάδι, να βολευτεί στη φτωχική της κάμαρη, να βάλει φωτιά, να φτιάξει κάτι να φάει.
Κι όλα αυτά, μόνη, στα 76 της. Κάθε μέρα μάχη.
Την αγκάλισα, την ασπάστηκα. Στο επανειδείν.
Ο καιρός έκλεινε κι' άλλο. Εγκαταλείποντας το
Λιδωρίκι, η βροχή ξεκίνησε συνοδευόμενη από αστραπές, όπως τότε που βροντούσε ο Όλυμπος κι άστραφτε η Γκιώνα.
Λίγο αργότερα, μια καταρρακτώδης βροχή προσπαθούσε
επί ματαίω να ξεπλύνει τους σχετικά πρόσφατα ασφαλτοστρωμένους δρόμους από τις περπατισιές των γελαδιών που έχουν τόσο πληθύνει. Παραδίπλα οι κτηνοτρόφοι, αγέρωχοι μέσα στην κοσμοχαλασιά διακονούσαν τα κοπάδια τους.
Λίγο ψηλότερα, τα οροπέδια του ελατόδασους πάνω
από τις Καρρούτες,
στην καρδιά της Γκιώνας, κρατούσαν ακόμα κάποιο
φως κυρίως από το
λευκό του χιονιού που παρέμενε πεισματικά σε όλα
τα ανήλια κομμάτια.
Όταν σκοτείνιασε τελείως, είχα περάσει από
τη Δωρίδα στην
Παρνασσίδα. Ξεχώριζε η ανταύγεια από τα
φώτα του κάμπου.
Η καταιγίδα ξεσπούσε με μανία πάνω στον
καλοδιατηρημένο
χωματόδρομο που οδηγούσε στα πεδινά,
στα λιόδενδρα.
Στις ανηφόρες λίγο μετά το Χρυσό, η ορατότητα
είχε μειωθεί σε λίγα μόλις μέτρα με το νερό να πέφτει καταρρακτωδώς, αλλά στους Δελφούς ήταν ένας άλλος, πιο ήρεμος κόσμος. Αφήνοντας την Φωκίδα πίσω, στη Βοιωτία και ακόμα πιο ψηλά στην Αράχωβα, η βροχή είχε σταματήσει και οι ανταύγειες από του στολισμούς, σημάδευαν τις βρεγμένες επιφάνειες των δρόμων.
Άλλος κόσμος, ούτως ή άλλως.
|
Από το blog telling stories
Τετάρτη 24 Ιουνίου 2015
Από την Ομοσπονδία Συλλόγων Β.Δ. Δωρίδας
Λιδωρίκης Αθανάσιος (1788-1886) – προσωπογραφία και βιογραφικά στοιχεία
Προσωπογραφία Αθανασίου Λιδωρίκη, 1855. Λάδι σε μουσαμά, έργο του Διονυσίου Τσόκου. Εθνική Πινακοθήκη και Μουσείο Αλεξάνδρου Σούτζου |
Παρασκευή 19 Ιουνίου 2015
Πέμπτη 18 Ιουνίου 2015
Επιχειρησιακό σχέδιο «ΒΟΤΑΝΙΚΟΣ ΚΗΠΟΣ ΠΕΝΤΑΓΙΩΝ»
Posted: 17 Jun 2015 04:29 AM PDT
Τσάι του βουνού |
Ρίγανη |
Καμφόρα |
Μέντα |
Οι Σ. Τσιώρης, Α. Τσαυτάρης και Γ. Καπεντζώνης |
Γιώργος Δημητρέλλος |